Δυστυχώς, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Ε.Ε πλήττει σημαντικά και την Ελλάδα χωρίς η τελευταία να έχει εμπλακεί καν στη διένεξη για τα Airbus που ήταν η αφορμή των τελευταίων εμπορικών μέτρων των ΗΠΑ κατά της Ε.Ε .
Οι νέοι αμερικανικοί δασμοί επηρεάζουν μια σειρά ελληνικών αγροτικών προϊόντων, στα οποία από τις 18 Οκτωβρίου επιβάλλεται πρόσθετος φόρος εισαγωγής, ύψους 25%.
Μια σειρά ελληνικών προϊόντων επηρεάζεται από τους νέους αμερικανικούς δασμούς, οι οποίοι ανακοινώθηκαν και επισήμως το βράδυ της Τετάρτης από το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ.
Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για αγροτικά προϊόντα, τα οποία «τιμωρούνται» με πρόσθετο φόρο εισαγωγής, ύψους 25%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα νέα αμερικανικά εμπορικά μέτρα «πλήττουν» ευρωπαϊκά προϊόντα, συνολικής αξίας 7,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ανάμεσα στα «θιγόμενα» προϊόντα είναι και αρκετά ελληνικά. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την επίσημη λίστα που δημοσίευσε η Ουάσιγκτον, από τους αυξημένους δασμούς επηρεάζονται τα κάτωθι ελληνικά προϊόντα:
- Διάφορα είδη τυριών
- Υποκατάστατα τυριού
- Γαλακτοκομικά
- Αγελαδινό γάλα
- Επεξεργασμένο γάλα
- Διάφορα είδη βουτύρου
- Χοιρινό κρέας
- Χοιρινά λουκάνικα
- Γιαούρτι
- Φρούτα
- Σαλάτες
- Κομπόστες
- Χυμοί
Απαντώντας στην κίνηση της αμερικανικής κυβέρνησης, ο εκπρόσωπος της Κομισιόν προειδοποίησε ότι η επιβολή των δασμών θα πλήξει κυρίως τους Αμερικανούς καταναλωτές και τις αμερικανικές εταιρείες.
Υπενθυμίζεται ότι τα νέα εμπορικά μέτρα θα τεθούν σε εφαρμογή στις 18 Οκτωβρίου του 2019 και θα αφορούν δασμούς 10% στις εισαγωγές ευρωπαϊκών αεροσκαφών και δασμούς 25% στις εισαγωγές ευρωπαϊκών αγροτικών προϊόντων.
Η απόφαση του Λευκού Οίκου ελήφθη, ως συνέχεια των καταγγελιών για παράνομες κρατικές επιδοτήσεις προς την ευρωπαϊκή αεροναυπηγική εταιρεία Airbus.
Πρόκειται για επιδοτήσεις, οι οποίες – σύμφωνα με τις ΗΠΑ – λειτουργούσαν εις βάρος του ανταγωνισμού και κατ’ επέκταση της αμερικανικής Boeing.
Από την πλευρά της, η Κομισιόν έχει κατηγορήσει την Ουάσιγκτον για παράνομες επιδοτήσεις προς τη Boeing, υποβάλλοντας αντίστοιχο αίτημα στον Παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου (WTO). Η σχετική απόφαση αναμένεται να ληφθεί σε περίπου οκτώ μήνες.