Με αφορμή, το νομοσχέδιο περί αγροτικού συνδικαλισμού που δόθηκε πρόσφατα στην δημοσιότητα για διαβούλευση, κάποιες πρώτες παρατηρήσεις.
Το πρώτο το οποίο πρέπει να εντοπίσουμε και να εξακριβώσουμε είναι η ουσία, η φιλοσοφία, η στόχευση δηλαδή του υπό συζήτηση νομοσχεδίου.
Στην αιτιολογική έκθεση ρητά αναφέρεται πως μέσω του νομοσχεδίου στόχος του είναι «… ένα αγροτικό κίνημα που θα σχεδιάζει, θα επεξεργάζεται και θα υλοποιεί τις απαραίτητες πολιτικές και προγράμματα για την αξιοποίηση των τεράστιων δυνατοτήτων του αγροτικού χώρου….». Το αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα δηλαδή δεν θα είναι ένα κίνημα διεκδίκησης και αγώνα για τα συμφέροντα των αγροτών αλλά ένα αγροτικό κίνημα το δεξί χέρι του κράτους ενσωματωμένο στο κρατικό δίκτυο άσκησης της αγροτικής πολιτικής και αφυδατωμένο από τον διεκδικητικό ρόλο του. Ο ρόλος του επομένως θα είναι συμπληρωματικός ή και ενισχυτικός του ρόλου των συνεταιρισμών (όπως είναι σήμερα), ευνουχίζοντάς το από κάθε αγωνιστική και διεκδικητική πορεία.
Όλο επομένως το νομοσχέδιο δεν κάνει κάτι άλλο από το να υλοποιεί την παραπάνω φιλοσοφία η οποία και εξ αρχής ετέθη. Έτσι το νομοσχέδιο, ενώ επικαλείται την προσπάθεια δημιουργίας ενός ενιαίου αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος, στην πραγματικότητα κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Συνεχίζοντας την παράδοση των προηγούμενων κυβερνήσεων και της εποχής του δικομματισμού ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, από την μεταπολίτευση και μετά, επιδιώκει και προωθεί τον παραπέρα κατακερματισμό και την πολυδιάσπαση του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Αυτό επιτυγχάνεται από την βάση που θέτει στην ίδρυση των αγροτικών συλλόγων και δεν είναι άλλη από τον κλαδικό συνδικαλισμό. Πιάνει το νήμα του κλαδικού αγροτικού συνδικαλισμού από εκεί που το άφησε ο νόμος Σκανδαλίδη (τον οποίο ακύρωσαν στην πράξη οι αγρότες) και προτείνει αποκλειστικά και μόνο την δημιουργία κλαδικών συνδικαλιστικών φορέων των αγροτών (φυτικής, ζωικής, μελισσοκομικής, αλιευτικής παραγωγής).
Με αυτό τον τρόπο σχεδιάζει να επιτύχει «με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια». Το πρώτο που επιδιώκεται επομένως είναι η μη ενιαία αντιμετώπιση των προβλημάτων του πρωτογενούς τομέα και οι πολιτικές που τα γεννούν ασχέτως κλάδων. Προσπαθεί να αποκλείσει την μεγάλη πλειοψηφία των μικρών και μεσαίων αγροτών (που παρεμπιπτόντως αποτελούν το 80% του συνόλου των αγροτών) να συνδικαλιστεί και να οργανώσει την άμυνά της, για τον αργό θάνατο που βιώνει, καθώς πρέπει να επιλέξει υποχρεωτικά κλαδικό προσανατολισμό. Διότι ως γνωστόν η πλειοψηφία των μικρομεσαίων αγροτών έχουν πολυκλαδική απασχόληση δηλ. λίγο γεωργία λίγο κτηνοτροφία λίγο μελισσοκομία κλπ. Και έτσι καθίσταται αδύνατη η συμμετοχή τους σε όλους τους αντίστοιχους κλαδικούς συλλόγους.
Προσπαθεί να κατευθύνει την συσσωρευμένη οργή των μικρών και μεσαίων αγροτών μακριά από την καταδίκη των κυβερνήσεων που υλοποίησαν και υλοποιούν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που με εργαλεία την ΚΑΠ τα μνημόνια κλπ. τους εξαφανίζουν σταδιακά από την αγροτική παραγωγική δραστηριότητα. Επιδιώκεται η απόκρυψη των αιτίων της κακοδαιμονίας, μέσα από το τράβηγμα στο παρασκήνιο των ενιαίων στη πολιτική στόχευσή τους αγροτικών πολιτικών των κυβερνήσεων και της ΕΕ. Μέσω της κλαδικής διάρθρωσης του συνδικαλιστικού κινήματος επιχειρείται ο αποπροσανατολισμός και η διάσπαση σπέρνοντας αυταπάτες ότι τα αίτια των προβλημάτων είναι διαφορετικά για κάθε κλάδο.
Τα κοινά προβλήματα όπως, το τεράστιο κόστος παραγωγής, οι χαμηλές τιμές των προϊόντων, η έλλειψη πίστωσης, τα ατελείωτα χαράτσια, οι πετσοκομμένες αποζημιώσεις από τις καταστροφές, οι αβάσταχτες ασφαλιστικές και φορολογικές αυξήσεις είναι ενδεικτικά από τον μακρύ κατάλογο των προβλημάτων που προκαλούν οικονομική ασφυξία στους μικρούς και μεσαίους αγρότες και αδυναμία επιβίωσης.
Τα αίτια και η ρίζα των συσσωρευμένων προβλημάτων βρίσκονται στην επί δεκαετίες εφαρμοζόμενη νεοφιλελεύθερη πολιτική που μέσω της ΚΑΠ η ΕΕ επέβαλε στον αγροτικό τομέα, συμπληρωμένα με τα μέτρα για τους αγρότες του 3ου μνημονίου που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ψήφισαν με τα δύο χέρια και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και οι λοιπές μνημονιακές δυνάμεις. Ακριβώς αυτές τις αιτίες πρέπει να αντιπαλέψει το αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα αλλά κι αυτές ακριβώς προσπαθούν να αποκρύψουν και να θέσουν εκτός του πεδίου της αντιπαράθεσης οι κυβερνήσεις κάτι που επιδιώκουν και με το προτεινόμενο νομοσχέδιο για το αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Η κατάσταση στον αγροτικό χώρο είναι εκρηκτική και μυρίζει μπαρούτι και αυτό θέλει να προλάβει η κυβέρνηση.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, είναι επιτακτική ανάγκη η συγκρότηση και οργανωτική οικοδόμηση ενός ενιαίου (μέσα από ενιαίους συλλόγους) μαζικού και συγκρουσιακού αγροτικού κινήματος.
Ένα αγροτικό κίνημα, το οποίο σε κοινή δράση και μέτωπο με την εργατική τάξη ,τους αυτοαπασχολούμενους, την άνεργη νεολαία, και όλα τα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα από τις νεοφιλελεύθερες και μνημονιακές πολιτικές, θα συγκρουστεί με την ΚΑΠ-ΕΕ και τις κυβερνήσεις υπαλλήλων αυτών των πολιτικών.
Εξ άλλου το αγροτικό κίνημα στη χώρα μας έχει καταγράψει στην ιστορία του νικηφόρους αγώνες χωρίς να υπάρχει… κανένα νομοθέτημα περί αγροτικών συλλόγων.
*Η Μαρία Παπαμιχαλοπούλου είναι Γεωπόνος, μέλος Π.Σ. ΛΑΕ, και της Γραμματείας του Αγροτικού Τμήματος