Παρασύνθημα

1549

Πρόκειται για συνθηματικό ιδιόλεκτο, εντελώς ακαταλαβίστικο στους μη μυημένους. Το επινόησαν οι τρόφιμοι των σωφρονιστηρίων για να μην ανθίζονται τους διαλόγους τους επείσακτα ώτα. Εχει απλούστατη δομή και συντακτικό: Κόβεις κάθε λέξη στη μέση, εκφέροντας πρώτο το δεύτερο μισό και τανάπαλιν. Οταν μιλιέται γρήγορα, μοιάζει με αλαμπουρνέζικα, τρελαίνοντας τους ανύποπτους ακροατές.
Ονομάζεται «ποδανά» τούτη η φυλακόβια αργκό – ποδα-ανά, δηλαδή ανάποδα. Στην «Εφ.Συν.» τη λανσάρισε ο Νοσπά· ο Πάνος, πά να πει. Πήρα την πάσα ευχαρίστως, ωθούμενος από νεανικούς χαβαλέδες και ακολούθησαν ένας ένας οι αστέρες της σύνταξης ύλης. Σπάμε πλάκα παρακολουθώντας σελιδοποιούς, διορθωτές και υπεύθυνους τμημάτων να παλεύουν να βρουν άκρη ή τα δειλά, τρεκλίζοντα βήματα των προοδευτικά αυξανόμενων αρχαρίων που εγγράφονται στις προκαταρκτικές τάξεις.
Δεν φανταζόμουν, μολαταύτα, πόσο χρήσιμη μπορεί να φανεί σε ειδικές περιστάσεις, να σε βγάλει ασπροπρόσωπο σε δύσκολες στιγμές, σαν τον από μηχανής θεό του επίπαππου Ευριπίδη. Ιδού: Καθόμουν στα καρφιά το μεσημέρι της Πέμπτης, περιμένοντας να σταματήσει η βροχή για να αφιχθώ εγκαίρως στην Εφημερίδα, όπου δουλευόταν εκτάκτως το σαββατιάτικο φύλλο. Το ’ριχνε με το τουλούμι στο Γαλάτσι κι ήταν παρακινδυνευμένο να μετακινηθώ με τη μοτοσικλέτα.
Αρον άρον κατέφυγα στο τρόλεϊ, το οποίο άργησε εκνευριστικά. Θρονιάστηκα, όμως, σε μονό κάθισμα και βόλεψα το τεφτέρι μου στο γόνατο, μπας και ολοκληρώσω τη στήλη, για να επιδοθώ απερίσπαστος στη μάχη των σελίδων στην ύλη. Ο οίστρος μου διεκόπη αίφνης από μπάσα, αντρική φωνή με έντονη σλαβική προφορά: «Μου λείπεις μωράκι μου. Ντεν μπορώ να ζήσω κωρίς εσένα». Σαρανταπεντάρης κρεμανταλάς απέναντί μου, με κακοκουρεμένα μαλλιά, γένια τριών ημερών και βρεγμένος ώς το μεδούλι, μιλούσε στο κινητό.
Ντρεπόταν και κοκκίνιζε, καθώς τα μάτια ορθίων και καθημένων καρφώθηκαν πάνω του. Το γκροτέσκο, αγριωπό παρουσιαστικό του δημιουργούσε χτυπητή αντίθεση με τα τρυφερά συμφραζόμενα και χλευαστικό μειδίαμα φώλιασε αυθορμήτως στα χείλη του επιβατικού κοινού. Είτε επειδή το όχημα δεν διέθετε καλό σήμα είτε διότι τα ερωτόλογα προκαλούσαν φιλάρεσκη κώφωση στο «μωράκι», αναγκαζόταν ο ταλαίπωρος να επαναλαμβάνει στεντορείως ξανά και ξανά υποσχέσεις του τύπου: «Σ’ αγκαπάω πάντα, ό,τι και να γκίνει».
Αναπάντεχα κορυφωνόταν το κωμικό στοιχείο της παράστασης, με τη φάτσα του πρωταγωνιστή να θυμίζει παντζάρι. Το τηλέφωνό μου κουδούνισε την πιο ακατάλληλη στιγμή κι όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος μου. Ο Πάνος ακουγόταν αχνά στην άλλη άκρη της γραμμής. Για να συνεννοηθούμε έπρεπε να φωνάξω. «Μαιεί στο λεϊτρό. Με λωσεκαθή η ραμπό. (Είμαι στο τρόλεϊ. Με καθήλωσε η μπόρα)», είπα δίχως δεύτερη σκέψη. «Λαέ γοραγρή. Ζουμεπή. (Ελα γρήγορα. Πήζουμε)», απάντησε ο καλός συνάδελφος. «Νωφτά σε ντεπέ πταλέ. (Φτάνω σε πέντε λεπτά)», τον καθησύχασα. Οι συνεπιβάτες αλληλοκοιτάχτηκαν ηττημένοι. Ο θρίαμβος των «ποδανών» τούς είχε στείλει μόλις αδιάβαστους. ΥΓ. Ερωμενοαφί στον Νοπά.
*Πηγή: efsyn.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας