- Εισαγωγικά
Το κείμενο που ακολουθεί συνιστά περιληπτική ή, μάλλον, κωδική αποτύπωση των βασικών σημείων της εισήγησής μου στην Ημερίδα της Λαϊκής Ενότητας: «Αναδιανομή, Ανάπτυξη, Απασχόληση», η οποία έλαβε χώρα στις 22.05.2018.
Η εισήγηση αφορούσε σε τρία ζητήματα, τα οποία είναι, εκ των πραγμάτων, αλληλένδετα, μεταξύ τους. Σε αυτά και θα αναφερθώ, κατά λογική σειρά, στη συνέχεια του παρόντος.
- Τα Βασικά Γνωρίσματα της Ελληνικής Οικονομίας
Για να συσταθεί το ενδεδειγμένο για την εντός του «Λάκκου των Λεόντων της ΕΕ» ελληνική οικονομία πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής πρέπει πρώτα να εντοπιστούν τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της οικονομίας.[1]
Η διερεύνηση δείχνει ότι ελληνική οικονομία εμφανίζει τα ακόλουθα πέντε βασικά χαρακτηριστικά:
(i). Οι εθνικές αρχές έχουν στη διάθεσή τους ελάχιστα στο πλήθος εργαλεία οικονομικής πολιτικής, τα οποία είναι, μάλιστα, σε θέση να χρησιμοποιούν μόνο προς μία κατεύθυνση: μείωση κρατικών δαπανών και κοινωνικών μεταβιβαστικών πληρωμών, αύξηση φόρων, μείωση μισθών.
(ii). Εκ των πραγμάτων, δεν υφίσταται τομέας (νοικοκυριά, επιχειρήσεις, δημόσιος, εξωτερικός), ο οποίος δύναται να αναλάβει το ρόλο της «ατμομηχανής» στην τόνωση της ενεργού ζητήσεως και, άρα, στη διαδικασία ανακατεύθυνσης του όλου συστήματος σε τροχιές βιώσιμης, αξιόλογης και πολυκλαδικής, ανάπτυξης.
Από τη μία πλευρά, το εγχείρημα τόνωσης της ενεργού ζητήσεως διά επεκτατικής δημοσιονομικής ή και μισθολογικής πολιτικής θα βρισκόταν, όχι αργά αλλά γρήγορα, αντιμέτωπο με την επιβάρυνση του δημοσίου και του εξωτερικού ελλείμματος. Από την άλλη πλευρά, η συντελεσθείσα υποτίμηση των ημεδαπών μισθών δεν οδήγησε (ούτε ήταν δυνατό να οδηγήσει) σε ταχεία και αξιόλογη αύξηση των εξαγωγών (ακόμα και εάν αγνοήσουμε ότι αυτή η πολιτική υποτίμησης των μισθών αποδυναμώθηκε από την αύξηση των φόρων επί των επιχειρήσεων και τις – κατά περιόδους έντονες – ανατιμήσεις του ευρώ).
(iii). Οι ακαθάριστες αποταμιεύσεις υπολείπονται όλο και περισσότερο των ακαθάριστων επενδύσεων, ενώ οι εθνικές καθαρές αποταμιεύσεις είναι, κατά κανόνα, αρνητικές (από τη στιγμή εισόδου στην ΕΖ). Ας αναφερθεί μόνο ότι, κατά την περίοδο 2000-2010, ο αθροιστικός καθαρός εξωτερικός δανεισμός της χώρας ανήλθε στο 148% των αθροιστικών καθαρών επενδύσεων αυτής.
Αυτά τα δεδομένα δεν είναι παρά η άλλη όψη του διευρυνόμενου ελλείμματος διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, το οποίο ανάγεται, τελικά, στην ύπαρξη αδύναμου-στενού ημεδαπού βιομηχανικού τομέα και, ιδίως, τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής. Ταυτοχρόνως, υποδεικνύουν ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί παρά να είναι εγγενώς ασταθές. Διότι αυτό το σύστημα είναι, σε κάθε εθνική οικονομία, ο διαμεσολαβητικός μηχανισμός χρηματοδότησης των επενδύσεων διά των ημεδαπών αποταμιεύσεων και του εξωτερικού δανεισμού.
(iv). Χρησιμοποιείται ένα από τα πιο «σκληρά» νομίσματα του διεθνικού συστήματος, παράγοντας ο οποίος που συμβάλλει συστηματικά στη διάβρωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Ενδεικτικά, ας αναφερθεί ότι, κατά την περίοδο 2000-2008, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανατίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου των ΗΠΑ ήταν 7% ή, περίπου, 61% αθροιστικά.[2] Ποιες εθνικές οικονομίες δεν θα εκδήλωναν, τελικά, πρωτοφανείς ανισορροπίες υπό: πρώτον, ένα τέτοιο ρυθμό ανατίμησης έναντι του δολαρίου, και, δεύτερον, σύστημα ενιαίου νομίσματος με άλλες εθνικές οικονομίες – βασικά – υψηλότερου και πολύ υψηλότερου επιπέδου παραγωγικοτεχνικής ανάπτυξης;
(v). Έντονος διαφορισμός ανάμεσα στον βιομηχανικό τομέα και στους υπολοίπους τομείς. Ειδικότερα:
(α). Κάθε αύξηση της ενεργού ζητήσεως για ημεδαπά βιομηχανικά εμπορεύματα οδηγεί σε ασθενή αύξηση του εθνικού προϊόντος και της απασχόλησης εργασίας, και σε ισχυρή αύξηση των εισαγωγών. Αυτό οφείλεται στο ότι η παραγωγή ημεδαπών βιομηχανικών εμπορευμάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, άμεσα και έμμεσα, από εισαγόμενα εμπορεύματα.
(β). Αντιθέτως, η αύξηση του εθνικού προϊόντος και της απασχόλησης εργασίας, χωρίς σημαντική επιβάρυνση των εισαγωγών, δύναται να πραγματοποιηθεί διά αύξησης της ενεργού ζητήσεως για εμπορεύματα του δημοσίου τομέα, των υπηρεσιών, και του πρωτογενή τομέα. Ωστόσο, ο πρωτογενής τομέας χαρακτηρίζεται, επίσης, από ιδιαιτέρως χαμηλή παραγωγικότητα, σε σχέση με: τους υπολοίπους τομείς της ελληνικής οικονομίας, τον πρωτογενή τομέα των υπολοίπων οικονομιών της ΕΖ (σε μέσους όρους), και τον πρωτογενή τομέα άλλων οικονομιών του «Νότου», όπως της Ισπανίας.
(γ). Τα πλεονεκτήματα διεθνούς ανταγωνιστικότητας συγκεντρώνονται στις υπηρεσίες και στον πρωτογενή τομέα.
Σε συνάρτηση με αυτά, διαπιστώνονται, επίσης, τα εξής:
(α). Το μεγάλο ειδικό βάρος του τομέα παραγωγής μη-διεθνώς εμπορεύσιμων εμπορευμάτων.
(β). H εξειδίκευση σε παραδοσιακά εμπορεύματα, δηλαδή για εμπορεύματα «εντάσεως πρώτων υλών-μέσης και χαμηλής τεχνολογίας-ανειδίκευτης εργασίας».
(γ). Το χαμηλό ποσοστό ημεδαπής προστιθέμενης αξίας στον βιομηχανικό τομέα, ήτοι 77%, έναντι: 86% στον πρωτογενή τομέα, 89% στις υπηρεσίες, και 84% στο σύνολο της οικονομίας (μέσος όρος). Σε ορισμένους δε βιομηχανικούς κλάδους αυτό το ποσοστό κατέρχεται αισθητά: 38% στην «Παραγωγή οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου», 61% στα «Προϊόντα από ελαστικό (καουτσούκ) και πλαστικές ύλες», και 66% στα «Βασικά μέταλλα».
Ας σημειωθεί ότι ο κλάδος των υπηρεσιών με το χαμηλότερο ποσοστό ημεδαπής προστιθέμενης αξίας, ήτοι 66%, είναι οι «Υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών», ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις «Υπηρεσίες Πλωτών Μεταφορών» είναι 70%. Αυτά τα ευρήματα κάτι υποδηλώνουν, βεβαίως, και για τα όρια της συμβολής του ελληνικού τουριστικού τομέα στην επανεκκίνηση και μακροπρόθεσμη διατήρηση της αναπτυξιακής διαδικασίας.
(δ). Η αισθητή απόκλιση της διατομεακής δομής από εκείνη του μέσου όρου των υπολοίπων οικονομιών της ΕΖ αλλά και άλλων οικονομιών του «Νότου» (όπως της Ισπανίας).
(ε). Μία υποτίμηση του νομίσματος θα είχε αισθητά ταχύτερες και μεγαλύτερες επιπτώσεις στην αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας από ό,τι η – όντως – εφαρμοσθείσα πολιτική υποτίμησης των μισθών (πράγμα που ισχύει και για άλλες οικονομίες του «Νότου», όπως η Ιταλία).
- Νέα Οικονομική Πολιτική
Συμπεραίνεται, επομένως, ότι απαιτείται εφαρμογή καλώς-διατεταγμένου, συγχρονικά και διαχρονικά, μείγματος οικονομικής πολιτικής, το οποίο θα στοχεύσει, καταρχάς, στην αξιοποίηση της θετικής πλευράς της ελληνικής οικονομίας προκειμένου να επιτύχει, τελικά, τη διόρθωση της αρνητικής πλευράς της. Αυτό το μείγμα Νέας Οικονομικής Πολιτικής πρέπει, κατά βάση, να περιλαμβάνει:[3]
(i). Έξοδο από την ΕΖ-ΕΕ, καταρχάς προκειμένου να ανακτηθούν όσο δυνατόν περισσότερα εργαλεία οικονομικής πολιτικής.
(ii). Επιβολή σταθεροποιητικών-αναπτυξιακά προωθητικών φραγμών στις διεθνικές κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων ούτως ώστε να είναι ταυτοχρόνως εφικτή η σταθεροποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νέου νομίσματος και η χρησιμοποίηση του εργαλείου της νομισματικής πολιτικής.
(iii). Νομισματική υποτίμηση και κλαδικά στοχευμένη νομισματική χρηματοδότηση και ανακατανομή δημοσίων δαπανών. Η κεντρική ιδέα για την πλευρά της παραγωγής είναι: Μέσω επανάκτησης του εθνικού ελέγχου των μακροοικονομικών εργαλείων, να ενισχυθούν οι μικροοικονομικές μονάδες. Ειδικότερα:
(α). Ο μοχλός της νομισματικής υποτίμησης χρησιμοποιείται για την μείωση του εξωτερικού ελλείμματος και την μη επιβάρυνση του δημοσίου ελλείμματος. Δίνει ιδιαίτερη ώθηση στα εμπορεύματα υψηλών εξαγωγικών επιδόσεων όλων των τομέων, ενώ πρέπει να αξιοποιηθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό από το βιομηχανικό τομέα.
(β). Ο μοχλός της νομισματικά χρηματοδοτούμενης δημοσιονομικής πολιτικής χρησιμοποιείται για την μείωση του δημοσίου ελλείμματος και την ελαχιστοποίηση της επιβάρυνσης του εξωτερικού ελλείμματος. Δίνει ώθηση σε εκείνους τους μη-εξαγωγικούς κλάδους, οι οποίοι δεν είναι ισχυρά εξαρτημένοι από τις εισαγωγές και, ταυτοχρόνως, δημιουργούν ισχυρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα παραγωγής και απασχόλησης. Ενισχύεται με τη φορολογική πολιτική, η οποία αντεπιδρά θετικά επί των πολιτικών εξαγωγών-εισαγωγών, ανάπτυξης και αναδιανομής του εισοδήματος.
(iv). Δομική διατομεακή μεταβολή, η οποία συνίσταται στο μοχλό της υποκατάστασης εισαγωγών και ανάπτυξης της παραγωγής συνθέτων βιομηχανικών εμπορευμάτων και, τέλος, σε εκείνον της αύξησης της παραγωγικότητας στον πρωτογενή τομέα. Η κεντρική ιδέα για την πλευρά της παραγωγής είναι: Μέσω επανάκτησης του εθνικού ελέγχου (και) των μικροοικονομικών εργαλείων και χρησιμοποίησης των αποτελεσμάτων της προαναφερθείσας ενίσχυσης των μικροοικονομικών μονάδων, να συγχρονιστεί η διατομεακή δομή.
Έπεται, λοιπόν, ότι το οικονομικό πρόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνει δύο σκέλη: το Μεσοχρόνιο, με χρονικό ορίζοντα τα δύο έτη, και, εν συνεχεία, το Μακροχρόνιο, της τάξης των πέντε ετών. Το κατά σειρά πρώτο σκέλος οφείλει να επιλύσει τη διπλή αντίφαση ανάμεσα στην εθνικά ανεξάρτητη οικονομική πολιτική, η οποία δεσμεύεται, ωστόσο, από κρίσιμους παραμένοντες περιορισμούς, διαμορφωμένους κατά την προς και εντός ΕΕ-ΕΖ περίοδο, και στην υποαπασχόληση-αποσάθρωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Το δεύτερο σκέλος οφείλει να επιλύσει την αντίθεση ανάμεσα στη σχεδιομετρική διεύρυνση-εκβάθυνση-επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας και στην οπισθοβατούσα παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας.
- Δημοκρατικός Σχεδιασμός
4.1. Οι δύο θεμελιώδεις αρχές του Δημοκρατικού Σχεδιασμού
4.1.1. Σταθερό «βέλος»
Ο Δημοκρατικός Σχεδιασμός πρέπει να χαρακτηρίζεται από σταθερό «βέλος», δηλαδή να κατευθύνεται από το σύστημα προς τους τομείς του, από τους τομείς προς τους κλάδους και, τέλος, από τους κλάδους προς τις επιχειρήσεις. Όχι αντιστρόφως.
4.1.2. Μεταβλητό περιεχόμενο
Το περιεχόμενο του Δημοκρατικού Σχεδιασμού πρέπει να μεταβάλλεται σε συνάρτηση με τον – κάθε φορά – κύριο στόχο του Προγράμματος.
4.2. Οι φάσεις του Προγράμματος και το περιεχόμενο του Δημοκρατικού Σχεδιασμού
4.2.1. Οι τρεις φάσεις
Πρώτη Φάση ή Ανάκαμψης: Τόνωση Ενεργού Ζητήσεως-Επανεκκίνηση Ανάπτυξης.
Δεύτερη Φάση ή Αναπτυξιακής Ανισορροπίας: Διατομεακή Δομική Μεταβολή, η οποία συνίσταται σε: (i) ανάπτυξη του τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής, (ii) αύξηση της παραγωγικότητας στον πρωτογενή τομέα, και (iii) επαύξηση σύνδεσης και, τελικά, «κάθετη ολοκλήρωση» του βιομηχανικού με τον πρωτογενή τομέα.
Τρίτη Φάση ή Ισόρροπης Ανάπτυξης: «Αυτοματοποίηση» Σχεδιασμού και διά επιλογής Μεγιστοποίηση Κατανάλωσης ανά μονάδα απασχολούμενης εργασίας σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης της εργασίας.
4.2.2. Το περιεχόμενο ανά φάση
Φάση Ανάκαμψης:
(i). Σύστημα εργατικού ελέγχου σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις (κρατικές και ιδιωτικές): εκλογή και ανάκληση αντιπροσώπων. Με την ωρίμανση των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών, η διαδικασία εκλογής θα οφείλει να δώσει τη θέση της σε εκείνην της κλήρωσης.
(ii). Πρόσβαση των εργαζομένων στα οικονομικά στοιχεία και συμμετοχή στη διαμόρφωση, υλοποίηση και αξιολόγηση σχεδίων ανάπτυξης. Εδώ, πρέπει να ληφθούν υπόψη:
(α). Το Κυβερνητικό Σύστημα Συμμετοχής Εργαζομένων και Διοίκησης Επιχειρήσεων Cybersyn (του Stafford Beer)-Χιλή (1970-1973).
(β). Η δυνατότητα κριτικής ενσωμάτωσης πτυχών από τα συστήματα «Αυτοδιαχείρισης» στην πρώην Σ.Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας (βλέπε Branco Horvat, 1964, Towards a Theory of Planned Economy, Beograd, Yugoslav Institute of Economic Research, και τις εργασίες των Albert Meister και Jaroslav Vanek).
(iii). Διαμόρφωση κατάλληλου και κοινωνικά «ισοβαρούς» αναπτυξιακού φορολογικού συστήματος χρησιμοποιώντας το αναλυτικό και υπολογιστικό εργαλείο της «Καμπύλης Κρατικών Δαπανών-Φόρων-Κρατικού προϋπολογισμού» (βλέπε Mariolis, Τ., 2018, A Sraffian (no) trade-off between autonomous demand and transfer payments, Metroeconomica, 69 (2), pp. 473-487, και Μαριόλης, Θ., Ντεμίρογλου, Ν. και Σώκλης, Γ., 2018, Η σραφφαϊανή καμπύλη αυτόνομης ζήτησης-μεταβιβαστικών πληρωμών της ελληνικής οικονομίας για το έτος 2010, Statistical Review, 11-12 (2015-6), σσ. 24-37).
Φάση Αναπτυξιακής Ανισορροπίας
Το σε αυτή τη φάση ζητούμενο είναι να εισέλθει, τελικά, το σύστημα σε τροχιά ισόρροπης και συνεχώς διευρυνόμενης ανάπτυξης, όπου, από ένα χρονικό σημείο και μετά, η κατανάλωση ανά μονάδα απασχολούμενης εργασίας θα αυξάνεται με πρωτόγνωρους ρυθμούς. Το κλειδί για αυτό είναι η επισώρευση ενός βαθμιαία αυξανόμενου ποσοστού του προϊόντος του τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής στον εαυτό του ή, με άλλα λόγια, η εφαρμογή της Μεθόδου Fel’dman-Mahalanobis.
Κύριο, λοιπόν, περιεχόμενο του Δημοκρατικού Σχεδιασμού, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, πρέπει να είναι:
(i). Η διαφύλαξη της προτεραιότητας ανάπτυξης του τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής.
(ii). Η ανάληψη διορθωτικών κινήσεων στις περιπτώσεις:
(α). Υστέρησης του ρυθμού ανάπτυξης του τομέα παραγωγής μέσων κατανάλωσης και, ειδικότερα, του καταναλωτικού επιπέδου των εργαζομένων.
(β). Έντονου διαφορισμού των αμοιβών (μισθών) μεταξύ των τομέων.
(γ). Έλλειψης επιπρόσθετων μονάδων ορισμένων παραγωγικών εισροών του συστήματος (για παράδειγμα, εργασιακής δύναμης του τάδε είδους ή γαιών της τάδε ποιότητας).
(δ). Μεγέθυνσης μέσω αύξησης των χρησιμοποιουμένων παραγωγικών εισροών («εκτατική μεγέθυνση») και όχι μέσω – κυρίως – αύξησης της συνολικής αποδοτικότητάς τους («εντατική μεγέθυνση» – βλέπε, για παράδειγμα, Anchishkin, A. ([1973] 1977) The Theory of Growth of a Socialist Economy, Moscow, Progress).
(ε). Εμφάνισης περιβαλλοντικών προβλημάτων.[4]
Τώρα, όσον αφορά στον πρωτογενή τομέα, το ζήτημα θα είναι η δημιουργία συνεταιρισμών: Αρχικά, καταναλωτικών και, εν συνεχεία, παραγωγικών. Ως εκ τούτου, ο Δημοκρατικός Σχεδιασμός οφείλει να εστιάσει σε αυτήν την κατεύθυνση.
Τέλος, δεδομένων των προαναφερθέντων, θα έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις ολοκλήρωσης του βιομηχανικού με τον πρωτογενή τομέα. Οπότε θα μετατεθεί, αντιστοίχως, ο κεντρικός άξονας περιεχομένου του Δημοκρατικού Σχεδιασμού.[5]
Φάση Ισόρροπης Ανάπτυξης
Αφού έχει εμπράκτως διασφαλιστεί η σε υψηλό επίπεδο ικανοποίηση των καταναλωτικών – και λοιπών κοινωνικών – αναγκών όλου του πληθυσμού, το σύστημα εισέρχεται, πλέον, στην «τροχιά Lange-v. Neumann-Sraffa» και τείνει, βαθμιαία, προς την εφαρμογή του «Εθνικού Αυτοματοποιημένου Σύστηματος Διεύθυνσης της Οικονομίας» (OGAS) του Victor Μ. Glushkov. Τα έξι, βασικά, βήματα είναι:
(i). Ο ποσοστιαίος ρυθμός μεγέθυνσης του συστήματος τίθεται ίσος με τον εξωγενώς δεδομένο (μέσω προβλέψεων) ποσοστιαίο ρυθμό μεγέθυνσης του εργατικού δυναμικού. Στόχος είναι η πλήρης απασχόληση της εργασίας.
(ii). Με δεδομένο αυτόν τον ποσοστιαίο ρυθμό μεγέθυνσης, τα καθαρά υπολογιστικά όργανα σχεδιασμού μπορούν να προσδιορίσουν εκείνη την τεχνική παραγωγής (από ένα σύνολο διαθέσιμων, εναλλακτικών τεχνικών παραγωγής), η οποία δύναται να χρησιμοποιηθεί από τους κλάδους του συστήματος και συνεπάγεται, για παραμετρικά δεδομένο «καλάθι» κατανάλωσης, τη μεγιστοποίηση του επιπέδου κατανάλωσης.
(iii). Τα εναλλακτικά αποτελέσματα εκτίθενται στον εργαζόμενο πληθυσμό, ο οποίος επιλέγει, εν συνεχεία, εκείνο το ζεύγος επιπέδου κατανάλωσης-«καλαθιού» κατανάλωσης, το οποίο θεωρεί ως το καλύτερο δυνατό. Δεδομένης αυτής της επιλογής, προσδιορίζεται, εκ νέου από τα υπολογιστικά όργανα σχεδιασμού, η τεχνική παραγωγής, η οποία όντως θα χρησιμοποιηθεί. Πρέπει να τονιστεί ότι, στο παρόν βήμα, ενέχονται εκείνα τα σημαντικά προβλήματα συλλογικής επιλογής, τα οποία έχουν αναδειχθεί με το «Θεώρημα Αδυναμίας (Impossibility Theorem)» του Kenneth Arrow (βλέπε, Social Choice and Individual Values, New Haven, Yale University Press, 1963). Η εκ των προτέρων θεραπεία αυτών των προβλημάτων συγκροτεί το πρώτο βασικό πεδίο δράσης του Δημοκρατικού Σχεδιασμού.
(iv). Το ποσοστό του κοινωνικά αναγκαίου υπερπροϊόντος (δηλαδή, του τμήματος εκείνου του καθαρού προϊόντος, το οποίο δεν καταναλώνεται, αλλά αποταμιεύεται-επενδύεται) ανά μονάδα επενδεδυμένου κεφαλαίου τίθεται ίσο με τον ως άνω ποσοστιαίο ρυθμό μεγέθυνσης του εργατικού δυναμικού. Τέλος, το ύψος του επιτοκίου τίθεται ίσο με το κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιορισμένο ύψος του ποσοστού υπερπροϊόντος.
(v). Με δεδομένη την εθνική τεχνική παραγωγής και το ύψος του ποσοστού υπερπροϊόντος, τα υπολογιστικά όργανα σχεδιασμού υπολογίζουν τις τιμές όλων των παραγομένων αγαθών και υπηρεσιών (για εκείνα που δεν αποτελούν εμπορεύματα, οι προσδιοριζόμενες τιμές αποτελούν «σκιώδεις τιμές»).
(vi). Συντονισμός σχεδίων ανάπτυξης με άλλες, ομόλογες χώρες, βασικός στόχος του οποίου θα είναι η δημιουργία αμοιβαίων ωφελειών από το διεθνικό εμπόριο (δημιουργία την οποία κάθε άλλο παρά εγγυάται το με κριτήριο την ελαχιστοποίηση του ατομικού μοναδιαίου κόστους των επιχειρήσεων διεθνικό εμπόριο, δηλαδή το κεφαλαιοκρατικό διεθνικό εμπόριο). Ο εν λόγω συντονισμός συγκροτεί το δεύτερο βασικό πεδίο δράσης του Δημοκρατικού Σχεδιασμού.[6]
Σημειώσεις
[1]. Ό,τι ακολουθεί βασίζεται σε προσαρμοσμένο στην ελληνική οικονομία σύστημα διάγνωσης-θεραπείας, το οποίο έχω συγκροτήσει και περιλαμβάνει, αυτήν τη στιγμή, περί τους 130.000 δείκτες και πολλαπλασιαστές. Για τις αναλυτικές, θεωρητικές και εμπειρικές, αποδείξεις των όσων ακολουθούν, βλέπε τις ακόλουθες πηγές, καθώς και την παρατιθέμενη σε αυτές τεχνική βιβλιογραφία: Μαριόλης, Θ. (1999) Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση, στο: Θ. Μαριόλης και Γ. Σταμάτης (1999) ΟΝΕ και Νεοφιλελεύθερη Πολιτική, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, Μαριόλης, Θ. (2011) Ελλάδα, Ευρωπαϊκή Ένωση και Οικονομική Κρίση, Αθήνα, Matura, Μαριόλης, Θ. (2017) Ένα Πρόγραμμα Νέας Οικονομικής Πολιτικής για την Ελλάδα, Αθήνα, Κοροντζής, Καλτσώνης, Δ., Μαριόλης, Θ. και Παπουλής, Κ. (2017) Μετωπικό Πρόγραμμα Δι-Εξόδου από την Κρίση. Για έναν Ελεύθερο Λαό σε μια Ελεύθερη Ελλάδα, Αθήνα, Κοροντζής, Λαπαβίτσας, Κ., Μαριόλης, Θ. και Γαβριηλίδης, Κ. (2018) Οικονομική Πολιτική για την Ανάκαμψη της Ελλάδας, Αθήνα, Α.Α. Λιβάνης, και Μαριόλης, Θ. (Επιμ.) (2018) Μελέτες στο Έργο του Δημήτρη Μπάτση «Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα», Αθήνα, Εκδόσεις Τζιόλα. Κάποιος κ. Κώστας Δημουλάς, δηλαδή παγκοσμίως άγνωστος μεταξύ συγγραφέων αντιστοίχων οικονομολογικών άρθρων, μελετών και βιβλίων, ο οποίος ήταν ομιλητής στην παρούσα ημερίδα της «Λαϊκής Ενότητας», είχε την άνεση να προσβάλει, διά αυτο-αναφορικών διακηρύξεων, και χωρίς την παράθεση του ελάχιστου αντι-υπολογισμού, την αξιοπιστία όλων αυτών των ποσοτικών ευρημάτων. Εάν ποτέ κατορθώσει, πράγμα – δυστυχώς – απίθανο, να δημοσιεύσει κάποιο αντι-υπολογισμό του σε κάποια άξια λόγου, από επιστημονική άποψη, έκδοση, τότε θα χαρώ να τον διαβάσω. Προς τον παρόν, όμως, το μόνο που είδα από τον κ. Δημουλά ήταν μία σαθρή επιχείρηση διασποράς, στο πλαίσιο αυτής της ημερίδας, διαφόρων εκφοβιστικών εικόνων, με πρωταγωνιστές-σκιάχτρα τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (sic!) και την Παγκοσμιοποίηση (sic!), για την περίπτωση όπου η πατρίδα μας τολμήσει να επιλέξει διαφορετική πορεία από τη σημερινή.
[2]. Ακόμα και πρόσφατα, δηλαδή κατά το έτος 2017, το ευρώ ανατιμήθηκε έναντι 26 εκ των 31 πιο σημαντικών νομισμάτων της παγκόσμιας οικονομίας.
[3]. Εδώ, χάρη συντομίας, δεν μπορούμε παρά να δώσουμε το γενικό περίγραμμα. Εκτός από τις αναφερθείσες στη σημείωση 1 του παρόντος πηγές, βλέπε, επίσης, Μαριόλης, Θ. και Ροδουσάκης, Ν. (2017) Εσωτερική έναντι εξωτερικής υποτίμησης στην ελληνική οικονομία, Άρθρο που παρουσιάστηκε στο 2ο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Παραγωγική Ανασυγκρότηση της Ελλάδας: Οικονομική Κρίση και Προοπτικές Ανάπτυξης», ΤΕΙ Κεντρικής Μακεδονίας, Σέρρες, 5-6 Μαΐου 2017, Μαριόλης, Θ. και Σώκλης, Γ. (2017) Η συμβολή συνιστωσών κόστους στη διαμόρφωση των τιμών της ελληνικής οικονομίας: Εμπειρική διερεύνηση βάσει του συμμετρικού πίνακα εισροών-εκροών του έτους 2010, Άρθρο που παρουσιάστηκε στο προαναφερθέν συνέδριο, Μαριόλης, Θ., Μούτος, Θ. και Σώκλης, Γ. (2017) Οι δυναμικοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, Mimeo, Mariolis, T. (2017) The foreign-trade leakages in the Greek economy: Evidence from the Supply and Use Table for the year 2010, East–West Journal of Economics and Business (υπό δημοσίευση), Mariolis, T. and Soklis, G. (2018) The static Sraffian multiplier for the Greek economy: Evidence from the supply and use table for the year 2010, Review of Keynesian Economics, 6 (1), pp. 114-147, και Mariolis, Τ., Ntemiroglou, Ν. and Soklis, G. (2018) The static demand multipliers in a joint production framework: comparative findings for the Greek, Spanish and Eurozone economies, Mimeo, Mariolis, T., Rodousakis, N. and Katsinos, A. (2018) Wage versus currency devaluation: Input-output evidence for the Greek and Italian economies, Mimeo.
[4]. Εστιάζοντας σε δύο πολικές περιπτώσεις και μιλώντας σε πολύ υψηλό επίπεδο αφαίρεσης: Στην ΕΣΣΔ ο σχεδιασμός «εγκλωβίστηκε» στην παρούσα φάση (χωρίς να σταθεί δυνατόν να περάσει στην επόμενη) και, επιπλέον, ήρθε, σύμφωνα με ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω, αντιμέτωπος με τις ως άνω πέντε αρνητικές περιπτώσεις. Στην Σ.Ο.Δ. της Γιουγκοσλαβίας μετέβη σε επιμέρους όψεις της επόμενης φάσης (ή, έστω, εμπνεύστηκε από αυτές), χωρίς πρώτα να διαμορφωθεί η αντικειμενικώς αναγκαία βάση της μετάβασης, μέσω επαρκούς παραμονής στην παρούσα φάση. Γενικά, όσο πιο (όσο λιγότερο) παραγωγικοτεχνικά ανεπτυγμένη είναι, εξαρχής, μία οικονομία, τόσο μικρότερο (τόσο μεγαλύτερο) είναι το αντικειμενικά αναγκαίο χρονικό διάστημα παραμονής στην παρούσα φάση.
[5]. Όλα αυτά συναρτώνται, βεβαίως, με το βαθμό κατά τον οποίο είναι ήδη κοινωνικοποιημένα τα μέσα παραγωγής (περιλαμβανομένης της εγγείου ιδιοκτησίας) στον πρωτογενή τομέα. Έτσι, για παράδειγμα, τα πράγματα θα είχαν διαφορετικά στην Ελλάδα και στη Γαλλία από ό,τι θα είχαν στην Αγγλία. Εδώ, βεβαίως, έχουμε – πάντοτε – κατά νουν το ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα.
[6]. Προφανώς, από αυτό δεν συνάγεται – ότι προτείνεται – η ανάπτυξη διεθνικού εμπορίου μόνο αφού το σύστημα εισέλθει στην περιγραφόμενη τροχιά, αλλά – απλώς – αποτυπώνεται μία από τις βασικές ιδιότητες αυτής της τροχιάς, καθώς και ότι διαμορφώνει τις προϋποθέσεις ανάπτυξης διεθνικών ολοκληρώσεων νέου τύπου.
- O Θεόδωρος Μαριόλης είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, και πρόεδρος του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών Δημήτρης Μπάτσης