«Υπάρχει μια οργή μέσα μου, την οποία θεωρώ κάτι φυσικό», έλεγε ο Μέρφι σε παλιότερη συνέντευξή του στον Guardian. «Την είχα στα 24 μου ή στα 25 μου, όταν ακόμα έκανα μουτζούρες με το μολυβάκι μου. Και υπάρχει μέχρι σήμερα, σε όλα όσα κάνω. Δεν πρόκειται για οργή απέναντι στην αδικία της ζωής –η ζωή φυσικά και είναι άδικη- αλλά απέναντι στις ανισότητες, στην αλαζονεία της εξουσίας».
Ήταν ο Τόμ Μέρφι, που έπειτα από μια δημιουργική πορεία έξι σχεδόν δεκαετιών, με τριάντα περίπου θεατρικά στην εργογραφία του (κάποτε αμφιλεγόμενα αλλά πλέον εγκωμιασμένα για την αποτύπωση «των πιο σκοτεινών φόβων μας και των πιο βαθιών επιθυμιών μας», σύμφωνα με τον κριτικό θεάτρου Φίνταν Ο΄Τουλ), πέθανε την Τρίτη σε ηλικία 83 ετών, έχοντας στο μεταξύ επηρεάσει κατά δική τους ομολογία, συγγραφείς σαν τον Κόνορ ΜακΦέρσον και τον Γκάρι Μίτσελ.
Γεννημένος το 1935 στην κομητεία Γκάλγουεϊ της Ιρλανδίας, είδε τους άνδρες της οικογένειάς του να εγκαταλείπουν την γενέτειρά τους για το Μπέρμινγκχαμ, ενώ κι ο ίδιος εργάστηκε από νωρίς ως μεταλλουργός. Καταπιάστηκε με τη συγγραφή στα τέλη της δεκαετίας του ’50 έπειτα από παρότρυνση ενός φίλου, μέχρι που το έργο του «A whistle in the dark», ένα οικογενειακό δράμα με πρωταγωνιστές δύο καβγατζήδες αδερφούς που μεταναστεύουν στο Κόβεντρι, ανέβηκε το 1961 στο Theatre Royal Stratford East του Λονδίνου και επαινέθηκε από τους κριτικούς.
Ακολούθησαν τα «Famine» (ένα ιστορικό έπος), «The Sanctuary Lamp» (που προκάλεσε αντιδράσεις λόγω του αντικληρικού περιεχομένου του), αλλά και το λυρικό «Bailegangaire» ή και η κωμωδία «Conversations on a Homecoming», που ανέβηκαν σε σκηνές όπως το Abbey Theatre του Δουβλίνου και το Druid Theatre του Γκάλγουεϊ. Το έργο του «Κονσέρτο Τζίλι» (όπου ένας μεσίτης επιθυμεί να τραγουδήσει σαν ιταλός τενόρος) ήταν το πρώτο του που παρουσιάστηκε στην Ελλάδα και ανέβηκε στο θέατρο «Αμαλία» της Θεσσαλονίκης τη σεζόν 1995-1996, σε σκηνοθεσία Νίκου Χουρμουζιάδη.