Οι Έλληνες είναι στη μεγάλη τους (την πολύ μεγάλη τους) πλειονότητα Ορθόδοξοι. Μάλιστα την Ορθοδοξία την προσλαμβάνουν κυρίως μέσα απ’ την εθνική και λαϊκή τους παράδοση, όπως επίσης και απ’ το Ορθόδοξο τελετουργικό (λειτουργίες, γιορτές, πανηγύρια), και οπωσδήποτε λιγότερο μέσα από τη δογματική αυτής της πίστης. Ελάχιστοι Ορθόδοξοι λόγου χάριν
χαμπαριάζουν περί τη διαφορά ανάμεσα στο «ομοιούσιον» και το «ομοούσιον» και, πλην των θεολόγων, των ιστορικών, των φιλιστόρων και των εις βάθος θρησκευομένων, οι υπόλοιποι για τη δογματική ελάχιστα γνωρίζουν – ακόμα και για το filioque δίνουν τόση σημασία όσο για τον μονοφυσιτισμό ή τον μονοθελητισμό. Για τους Ορθόδοξους
και μάλιστα τους Ελληνορθόδοξους η σχέση με την πίστη τους είναι πιο χαλαρή (εν σχέσει με άλλα δόγματα), βεβαίως πάντα σεβαστική και παρηγορητική, συχνά μάλιστα απολαμβάνουν αυτήν την πίστη τους, εκλαμβάνοντας στην ψυχή τους τον Χριστό περισσότερο ως φίλο και σύντροφο, παρά ως μέρος του Θεού (μάλιστα αδιαίρετο), πόσω μάλλον του Θεού – τιμωρού των Καθολικών ή του Θεού – εταιρεία των προτεσταντών. Με έναν λόγο – πλην θρησκόληπτων – οι Ορθόδοξοι είναι η χαρά (του) Θεού, αν υπάρχει,
καθώς κι ένα διαρκές πρόβλημα για την Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς αυτή πάντα διχάζεται στη συμπεριφορά της (όπως όλες οι Εκκλησίες) παρακολουθώντας τις ταξικές διαιρέσεις και ούσα διαρκώς το ένα της μέρος με την εξουσία, το άλλο με τον λαό.
Άλλωστε το σύνολο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, οι αιρέσεις, οι Σύνοδοι, η διαμόρφωση των ρευμάτων που κυριάρχησαν, απεικονίζουν πάντα και αποτυπώνουν κοινωνικές καταστάσεις, πολιτικές επιλογές και εθνικές πραγματικότητες. Για παράδειγμα, η διαμάχη Εικονομαχίας – Εικονολατρίας – αλλά περί αυτών ας μην μακρηγορήσουμε.
Η ιδιομορφία της Ορθοδοξίας έχει και αυτή τις ρίζες της στην Ιστορία. Στη Δύση οι Πάπες υποκατέστησαν τους Καίσαρες μετά την αποσύνθεση της Ρωμαϊκής επικράτειας εκεί (5ος αιώνας μ.Χ.), ενώ στην Ανατολή η Εκκλησία έμεινε υπό την εξουσία των Καισάρων για χίλια ακόμα χρόνια (15ος αιώνας) – και τους υποκατέστησε μόνον επί Οθωμανών.
Και στις δύο περιπτώσεις ο Χριστιανισμός ήταν μια πρώην επαναστατική και στη συνέχεια κρατικοποιημένη θρησκεία (4ος αιώνας μ.Χ.), που στη Δύση εξελίχθηκε στον Καισαροπαπισμό, ενώ στην Ανατολή εντάχθηκε στην αυτοκρατορική διοίκηση, και ως «υπουργείο παιδείας και πολιτισμού» (μάλιστα προπαγάνδας) και ως «υπουργείο εξωτερικών» (διπλωματίας, προσηλυτισμού και συνοικεσίων). Στη Δύση οι γιγάντιες Καθεδρικές εξέφραζαν το δέος προς την εξουσία, στην Ανατολή η λαμπρότητα του Βυζαντινισμού εξέφραζε μεν και αυτή την ισχύ της εξουσίας, αλλά ταυτοχρόνως και την προσδοκία αυτή η εξουσία να είναι δίκαιη. Παρά τις ασίγαστες δογματικές διαμάχες, η κορυφή της Εκκλησίας βρισκόταν πάντα στο πλευρό της εξουσίας (πάνω ή κάτω απ’ τους Καίσαρες) και το σώμα της Εκκλησίας κοντά ή μακριά απ’ τον λαό, αναλόγως της συσσωμάτωσης των κληρικών στα κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά γεγονότα.
Στην περίπτωση τη δική μας, όταν επίσημη θρησκεία του κράτους που διαδέχθηκε το Βυζάντιο έγινε το Ισλάμ (στην Οθωμανική του εκδοχή), η Ορθόδοξη Εκκλησία χρεώθηκε την εκπροσώπηση των Ορθόδοξων Χριστιανών στην Υψηλή Πύλη κι ανάμεσά τους των εκπεσόντων Ρωμαίων, Ρωμιών, Ελλήνων, του Γένους. Η Ελληνόφωνη και με ελληνική συνείδηση ταυτότητας αυτή εκκλησία, εκπροσώπησε τους Έλληνες και τα άλλα ορθόδοξα έθνη, άλλοτε καλώς, άλλοτε κακώς. Άλλοτε, στον βαθμό του δυνατού,
υπερασπίσθηκε τους λαούς, τις λαϊκές τάξεις ή και τις ανώτερες (των εμπόρων ή της τοπικής πλουτοκρατίας) κι άλλοτε τις καταπίεσε ή και τις αφάνισε κατά τις προσταγές του Οθωμανού Δυνάστη.
Στη Δύση τα νέα έθνη και τα νέα κράτη έλυσαν τις διαφορές τους περί τα πρωτεία με τις Εκκλησίες τους (εκ Ρώμης ορμώμενες), άλλοτε διά της κρατικοποίησης (Αγγλικανοί) κι άλλοτε διά της επανάστασης ( Γάλλοι, Ρώσοι κ.ά.). Όπως και να ’χει, το κοσμικό κράτος, τέκνο του Διαφωτισμού, αναδύθηκε και ως τέτοιο (με κάποιες εξαιρέσεις) κυριάρχησε στη Δύση κατά τους Νεώτερους χρόνους. Στην υπόδουλη Ανατολή τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα. Εις ό,τι αφορά εμάς τους Έλληνες, η Ορθοδοξία έγινε εμβληματική της εθνικής ταυτότητας. Δεν ήταν μόνον η
ελληνοφωνία της Εκκλησίας ένας από τους παράγοντες αυτού του φαινομένου, αλλά η συνύφανση της Ορθοδοξίας με τις κοινότητες των Ελλήνων – την κυρίως μορφή πολιτικής υπόστασης (και διαβίωσης) που είχαν οι σκλαβωμένοι Έλληνες κατά τη μακραίωνη Οθωμανική Κατοχή. Όπως το Βυζαντινό πολιτικό σύστημα διατήρησε τη συνέχεια του ελληνισμού (μέσα απ’ τα γράμματα, τη διοίκηση και την Εκκλησία) κατά τον λεγόμενο Μεσαίωνα, έτσι και κατά την Τουρκοκρατία η Εκκλησία, οι κοινότητες και η λαϊκή παράδοση εξασφάλισαν τη συνέχεια του ελληνισμού και ως έθνους που αναζητούσε την ελευθερία του με συνεχείς επαναστάσεις και ως πολιτισμού (άμα τε και τρόπο ζωής), όπως μαρτυρούν
τα δημοτικά τραγούδια, η πλούσια λόγια, λαϊκή και εκκλησιαστική εργογραφία, η ζωγραφική, η εικονογραφία, τα ήθη και τα έθιμα. (Το ίδιο άλλωστε σημαντική, ανιχνεύεται η Ορθοδοξία και στην ταυτότητα όλων των εθνών που ακολούθησαν αυτό το δόγμα).
Έτσι, στο νεώτερο ελληνικό κράτος το πρόβλημα της σχέσης της κοσμικής εξουσίας, του συντεταγμένου λαϊκού αυτεξούσιου, με την Εκκλησία, δεν έχει βρει ακόμα τη λύση του. Η Εκκλησία ήδη από την εποχή των Ενωτικών – Ανθενωτικών, ήδη από την εποχή των εκχωρηθέντων προνομίων της από τους Οθωμανούς, είναι συνηθισμένη να ανακατεύεται με την πολιτική, όπως δεν παρέλειψε να κάνει κατά τον Διχασμό, την Κατοχή ή τον Εμφύλιο. Ο συναγελασμός της Εκκλησίας με το κράτος διχάζει την ίδια με ταξικά κριτήρια, ενώ ταυτοχρόνως το κράτος χειραγωγώντας την Εκκλησία διεκπεραιώνει πιο εύκολα τις ταξικές του επιλογές. Το κράτος, δηλαδή εκείνοι που το ελέγχουν – η αστική τάξη (κατ’ ευφημισμόν «κυρίαρχες ελιτ»), μια τάξη ασθενών εθνικών προδιαγραφών από το 1922 κι ύστερα.
Στις μέρες μας λοιπόν με την Αριστερά (που Γονάτισε) στην εξουσία, εκείνοι που δεν έλυσαν τα προβλήματα του μεροκάματου, της εθνικής ανεξαρτησίας και της (σχετικής έστω) κοινωνικής δικαιοσύνης, πάνε να λύσουν το πρόβλημα (κατ’ αυτούς) της Ορθόδοξης δογματικής. Χωρίς καν να τολμήσουν να επιχειρήσουν τον διαχωρισμό της Εκκλησίας απ’ το κράτος, επιχειρούν να αλλοιώσουν την Ορθόδοξη πίστη κατά τη σχολική της διδασκαλία. Άλλη μια γλίτσα.
Να καταργήσουν τη διδασκαλία του Ορθόδοξου δόγματος στα σχολεία, θα ήταν κάτι κατανοητό. Να γίνει το μάθημα των θρησκευτικών κάτι σαν ιστορία των θρησκειών, θα ήταν επίσης κάτι που θα μπορούσε να τεθεί στην κρίση του λαού. Αλλά να προσπαθείς
σαν δειλό τρωκτικό να ροκανίσεις το διαμορφωμένο Ορθόδοξο δόγμα, είναι απλώς γλίτσικο. Κυριώτατα όταν δεν προσπαθείς να ροκανίσεις το ίδιο στα σχολεία το Καθολικό δόγμα, το Εβραϊκό δόγμα και το Μουσουλμανικό δόγμα.
Αυτή η γλίτσα εκείνων που κάνανε τους μισθούς 300-350 ευρώ και τον Χριστό… πρωτότοκο γιο της Μαρίας (σιγά – σιγά τα «Απόκρυφα», παίδες, κάνουν κακό στον αιματοκρίτη) προκαλεί την αποστροφή των σκεπτόμενων ανθρώπων, Χριστιανών ή άθεων, Εβραίων ή Καθολικών. Αυτή η γλίτσα που δυστυχώς εκλαμβάνεται από την πλειονότητα του λαού ως «Αριστερά» με κάτι τέτοια εκμετρά τον βίον της ταχύτερα του προβλεπομένου. Στο μεταξύ όμως οι εν λόγω… ρέκτες
πρόλαβαν όσο γραφικοί και καταγέλαστοι είναι οι θρησκόληπτοι να γίνουν και οι ίδιοι με τις ιδεοληψίες τους, τις πονηριές τους και τη δειλία τους…
Πηγή: topontiki.gr
Δεν ξέρω για την Ορθοδοξία,αλλά κανένα από τα τέσσερα Ευαγγέλια δεν ισχυρίζεται,ότι ο Χριστός ήταν ο μοναδικός γιος της Μαριάμ.Το αντίθετο μάλιστα “ο Ιωσηφ….παρέλαβε την γυναίκα αυτού και ουκ εγίγνωσκεν αυτήν, ΕΩΣ ΟΥ έτεκε τον υιόν αυτής τον ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΝ και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν” (κατά Ματθαίον 1,25).Το ίδιο λέει και ο ποιητής μας,Κώστας Βάρναλης.
Α! πώς είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κι έμεινεν,άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!
Καλά είναι,οι Έλληνες να απαλλαγούν από τον ασφιχτικό,σκοταδιστικό έλεγχο της Εκκλησίας,όπως έκαμαν προ πολλού και οι άλλοι λαοί της Ευρώπης και να αναζητήσουν το Χριστιανισμό απ’ ευθείας στις πηγές του,για να επωφεληθούν από τις αξίες του.