Στροφή της Τουρκίας όχι μόνον στη νομισματική αλλά και στη δημοσιονομική πολιτική σηματοδοτούν οι χθεσινές ανακοινώσεις του Τούρκου προέδρου. Μία ημέρα μετά τη δραστική αύξηση των επιτοκίων κατά 625 μονάδες βάσης που αποφάσισε η Τράπεζα της Τουρκίας, ο Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωσε ουσιαστικά «πάγωμα» των δημοσίων επενδύσεων και επανεξέταση των δημοσίων δαπανών. Επέμεινε, ωστόσο, στη γνώριμη δημαγωγία του και προσπαθεί να φανεί συνεπής στις προεκλογικές του εξαγγελίες.
Μιλώντας ενώπιον στελεχών του κόμματός του, ο Τούρκος πρόεδρος τόνισε πως «η κυβέρνηση δεν εξετάζει νέες επενδύσεις αυτή τη στιγμή». Δεσμεύθηκε πως θα ολοκληρωθούν όσα έργα έχουν ήδη δρομολογηθεί κατά 70% έως 80% όπως και «ορισμένες έκτακτες και αναγκαστικές επενδύσεις αλλά αυτό είναι άλλο θέμα». Προσέθεσε πως οι υπουργοί της κυβέρνησής του επανεξετάζουν τα υπόλοιπα επενδυτικά σχέδια που δεν έχουν ακόμη δρομολογηθεί και «θα εργαστούν θέτοντας προτεραιότητες». Κάλεσε, ωστόσο, τον ιδιωτικό τομέα της χώρας να κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση και να μην περιορίσει ούτε τις επενδύσεις ούτε την παραγωγή.
Προειδοποίησε μάλιστα πως η κυβέρνηση δεν θα δείξει ανοχή σε όσες επιχειρήσεις επιλέγουν να συσσωρεύσουν πλούτο αντί να επενδύσουν. Τις προειδοποίησε μάλιστα με επιδρομές ελεγκτών. Σε ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες του νέου μεσοπρόθεσμου οικονομικού προγράμματος της κυβέρνησης Ερντογάν, θα τις παρουσιάσει την επόμενη εβδομάδα ο υπουργός Οικονομικών και γαμπρός του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ. Εχει, πάντως, ήδη δεσμευθεί πως θα προχωρήσει στον εξορθολογισμό των δαπανών του κράτους και στη λήψη μέτρων που θα μειώσουν το κόστος των έργων.
Ο Τούρκος πρόεδρος επανήλθε, άλλωστε, χθες στο θέμα των επιτοκίων δηλώνοντας την αντίθεσή του στην απόφαση της κεντρικής τράπεζας. «Μιλάει για ανεξαρτησία, είναι λοιπόν ανεξάρτητη, θα δούμε τώρα τα αποτελέσματα της ανεξαρτησίας της», τόνισε αναφερόμενος στην κεντρική τράπεζα και αφήνοντας να εννοηθεί ότι διαφωνεί με την απόφασή της. Επαναλαμβάνοντας τη γνωστή του ρητορική κατά των επιτοκίων, τα οποία χαρακτήρισε ξανά «εκμετάλλευση», προσέθεσε πως «σε αυτή τη φάση» έχει υπομονή αλλά «η υπομονή φθάνει έως ένα σημείο». Η ομιλία του οδήγησε σε νέα ελαφρά υποχώρηση της τουρκικής λίρας, που την Πέμπτη ανέκαμψε μετά την αύξηση των επιτοκίων. Αργά χθες το απόγευμα η ισοτιμία της διαμορφωνόταν στις 6,12 τουρκικές λίρες προς ένα δολάριο.
Ο Ερντογάν δεν παρέλειψε, πάντως, να επαναλάβει την έκκλησή του προς τον τουρκικό λαό να μετατρέψει τις αποταμιεύσεις του σε τουρκικές λίρες για να στηρίξει το νόμισμα και απέδωσε μία ακόμη φορά τα δεινά της τουρκικής οικονομίας σε συνωμοσία ξένων κέντρων. Υπογράμμισε πως η τουρκική οικονομία υφίσταται έναν «στυγερό» οικονομικό πόλεμο που έχουν κηρύξει εναντίον της οι ΗΠΑ επειδή η Τουρκία δεν υπέκυψε στις πιέσεις να απελευθερώσει τον Αμερικανό πάστορα που κρατείται ως ύποπτος τρομοκρατίας.
Ο ΥΠΟΙΚ έπεισε τον πεθερό του
Σχολιάζοντας τις νέες φραστικές επιθέσεις του Ερντογάν κατά των επιτοκίων, οι Financial Times επισημαίνουν πως δεν είναι βέβαιο αν αυτή τη φορά είναι ειλικρινής ή πρόκειται απλά για πολιτικό θέατρο. Ο Ιλτερ Τουράτ, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Bilgi της Κωνσταντινούπολης, τονίζει πως «ο Τούρκος πρόεδρος είναι ικανός να λειτουργεί σε πολλά επίπεδα, διατηρεί τη θέση του έναντι της κοινής γνώμης.
Την ίδια στιγμή, όμως, προσγειώνεται στην πραγματικότητα και αντιλαμβάνεται ότι υπό τις υπάρχουσες συνθήκες δεν υπάρχουν περιθώρια για να εφαρμόσει τις δικές του συνταγές». Αλλοι πιστεύουν πως ο υπουργός Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ανέλαβε να πείσει τον Ερντογάν ώστε να προχωρήσει η κεντρική τράπεζα στην αναγκαία αύξηση των επιτοκίων.
Ο Αλμπαϊράκ έχει καταβάλει προσπάθειες για να πείσει τις αγορές. Τον περασμένο μήνα συνομίλησε μέσω τηλεδιάσκεψης με 6.000 επενδυτές και την περασμένη εβδομάδα είχε επαφές με έναν μικρό αριθμό επενδυτών στο Λονδίνο. Σύμφωνα με τον Τιμ Ας, αναλυτή αναδυόμενων αγορών στην BlueBay Asset Management, «προφανώς ο Αλμπαϊράκ άκουσε τους επενδυτές στο Λονδίνο και έπεισε τον πεθερό του».