Συνέντευξη του Νίκου Μάλλιαρη* στο Sport-Retrο.gr.
Ελάχιστοι άνθρωποι από τον χώρο του ποδοσφαίρου είχαν συναντηθεί με τον Χαρίλαο Φλωράκη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Όταν οι άσοι των γηπέδων άρχισαν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους και να οργανώνονται σε συνδικάτα, ο επί σειρά ετών ηγέτης του ΚΚΕ είδε με άλλο μάτι το λαοφιλέστερο άθλημα.
Ο Νίκος Μάλλιαρης, παλαίμαχος ποδοσφαιριστής και εκ των πιο ενεργών στελεχών του ΠΣΑΠ, είναι σίγουρα ο πιο ειδικός για να μιλήσει επί του θέματος, δεδομένου ότι προέρχεται από τον χώρο της Αριστεράς, όπως έχει οριστεί να λέγεται.
Το Sport-Retrο.gr του έδωσε τον λόγο, αρχής γενομένης από την περιγραφή της προσωπικότητας του Χαρίλαου Φλωράκη.
«Υπήρξε αγωνιστής, εκτοπισμένος, φυλακισμένος… Είχε λαϊκότητα. Δεν ήταν αγράμματος, εκτιμούσε τη λαϊκή σοφία και τους ανθρώπους που τη μετέδιδαν.
Ήταν ανοιχτόμυαλος, ανθρώπινος και δεν είχε καμία σχέση με εκείνους που εγκλωβίζονται στα στενά κομματικά όρια, τους ιντριγκαδόρους, τους στενοκέφαλους ή, αν θέλεις, τους δογματικούς.
Δεν υποστήριζε κάποια ομάδα. Εκεί που μεγάλωσε, στη Θεσσαλία, έπαιζε ποδόσφαιρο με πάνινες μπάλες, αυτές που τα παιδιά της εποχής του έφτιαχναν με κουρέλια από τα σπίτια τους.
Μετά έφυγε από τα μέρη του, εγγράφηκε σε μία σχολή Τηλεγραφητών στην Αθήνα και σιγά-σιγά εισχώρησε στην Εθνική Αντίσταση, τον Εμφύλιο Πόλεμο… Η ζωή του πήρε αυτήν την κατεύθυνση».
-Πώς αντιλαμβανόταν ο ίδιος και το ΚΚΕ το ποδόσφαιρο μέχρι τη δημιουργία του ΠΣΑΠ;
«Το χαρακτήριζαν «όπιο του λαού». Δηλαδή ότι αποπροσανατολίζει τον λαό από την ενασχόληση με την πολιτική και τη νεολαία από τα προβλήματα που υφίσταντο. Το ποδόσφαιρο ελέγχεται από την αστική άρχουσα τάξη κ.τ.λ. Τα στελέχη του ΚΚΕ δεν είχαν καλή άποψη για το άθλημα.
Εξάλλου, υπήρχε και το επιχείρημα ότι την επταετία 1967-1974, η Χούντα έδινε μεγάλη ώθηση στο ποδόσφαιρο και γενικότερα τον αθλητισμό, όπως συνηθίζουν άλλωστε τα συγκεκριμένα καθεστώτα. Εφαρμοζόταν δηλαδή η φράση «άρτον και θεάματα.
Εμείς, μέσω των συναντήσεων με τον ΠΣΑΠ του οποίου ήμασταν μέλη, του δώσαμε σιγά-σιγά ερεθίσματα, προκειμένου να αποκτήσει μία καλύτερη άποψη για το ποδόσφαιρο και να τη μεταφέρει στους συντρόφους του».
-Και ποιες ήταν οι πρώτες αντιδράσεις του;
«Όταν διαπίστωσε ότι υφίσταται πια συνδικαλισμός, άρχισε να γοητεύεται. Του άρεσε που παίκτες-θρύλοι όπως ο Δομάζος, ο Παπαϊωάννου, ο Καμάρας, ο Κούδας και πολλοί ακόμα, οι οποίοι προέρχονταν από λαϊκές οικογένειες, πρωτοστάτησαν δυναμικά σε έναν χώρο που κυβερνείτο από μεγαλοεπιχειρηματίες, βιομηχάνους κ.τ.λ.
Ως ΠΣΑΠ κάναμε 2-3 συναντήσεις μαζί του στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και βάζαμε σε περίοπτη θέση τον εκδημοκρατισμό του ποδοσφαίρου. Αν μη τι άλλο, του δώσαμε να καταλάβει ότι οι παίκτες διέθεταν συνδικαλιστική έκφραση και πολιτική άποψη με την ευρύτερη έννοια και όχι με την κομματική».
-Τι συζητήσεις έκανε με τους ποδοσφαιριστές;
«Καταρχήν αντιλήφθηκε ότι το ποδόσφαιρο ανήκει στον λαϊκό πολιτισμό και, κατ’ επέκταση, πως έχει πολύ μεγάλη δύναμη. Υπήρχε και η στενή φιλία μεταξύ των παικτών και των καλλιτεχνών, οι οποίοι επίσης είχαν τρομερή απήχηση στην κοινωνία.
Σε αυτήν την πορεία των συναντήσεων ενδιαφερόταν για την καταγωγή τους και ήθελε να μάθει για τις ρίζες τους. Μάθαινε, ας πούμε, ότι κάποιοι είχαν συγγενείς που είχαν ενταχθεί στο ΕΑΜ, έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο…
Διάφορα μέλη του ΠΣΑΠ κατάγονταν από τη Μακεδονία. Στα μέρη τους γινόταν ο Εμφύλιος, δηλαδή στον Γράμμο, το Βίτσι και τις γύρω πόλεις όπως η Καστοριά, η Φλώρινα και η Κοζάνη, οπότε ανέτρεχε κι αυτός σε ιστορίες, μας έλεγε πώς πολεμούσαν τότε…
Ο Γιώργος Κούδας δήλωνε κομμουνιστής, το παραδεχόταν μέσω συνεντεύξεων, βαδίζοντας στα… χνάρια του πατέρα του. Αυτό άρεσε στον Φλωράκη γιατί επρόκειτο για ένα τεράστιο ποδοσφαιρικό όνομα της εποχής.
Ο πατέρας του Λεβέντη ήταν επίσης κομμουνιστής και κομματικό στέλεχος. Είχε πάθει παράλυση στο πόδι και τύφλωση από τα βασανιστήρια. Άρα, όπως καταλαβαίνεις, ο Φλωράκης ένιωθε καλύτερα με παίκτες που «κουβαλούσαν» τέτοια βιώματα, τους ένωναν περισσότερα πράγματα, υπήρχε η λογική της συντροφικότητας».
-Τότε, υπήρξε και η υπόθεση με τους Έλληνες παίκτες που προέρχονταν από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (σ.σ. οι γονείς τους είχαν καταφύγει σε αυτές λόγω των αριστερών πεποιθήσεών τους).
«Ο Φλωράκης γνώριζε πολλούς από τους γονείς των παιδιών που προέρχονταν από τη Σοβιετική Ένωση, τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία… Είχαν πολεμήσει μαζί στον Εμφύλιο και το 1949, όταν ηττήθηκε ο Δημοκρατικός Στρατός, βρήκαν καταφύγιο στις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες.
Από το 1949 μέχρι το 1952 με 1955, περίπου 100.000 άνθρωποι εγκαταστάθηκαν σε αυτές τις χώρες και εκεί έκαναν οικογένειες, εκεί γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν παίκτες, όπως ο Νίκος Γιούτσος, ο Βασίλης Χατζηπαναγής, ο Νίκος Καραμανλής, ο Θωμάς Λαφτσής, ο Γιώργος Ζήνδρος, ο Γιάννης Ματζουράκης και πολλοί άλλοι.
Ενθουσιαζόταν όταν εμείς παίρναμε τέτοιες θέσεις, αποσκοπώντας στον ελεύθερο επαναπατρισμό των προσφύγων, μεταξύ των οποίων και πάρα πολλά παιδιά ποδοσφαιριστών που αγωνίζονταν στην Α’ και τη Β’ Εθνική».
-Πώς το πετύχατε αυτό;
«Ο Φλωράκης ως αρχηγός κόμματος προωθούσε το αίτημα στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία υποστήριζε ότι δεν είναι ώριμο ακόμα να επιστρέψουν οι πολιτικοί πρόσφυγες υπό τον φόβο ότι αν θα πάνε στα χωριά τους, θα πλακωθούν ξανά με τους δεξιούς.
Η κυβέρνηση καθυστερούσε τον νόμο για τον επαναπατρισμό, ο οποίος γινόταν επιλεκτικά για ένα διάστημα. Έλεγαν ας πούμε «αυτός ας έρθει δεν προκαλεί αντιθέσεις, αυτός όχι θα προκαλέσει». Και πήγαινε σιγά-σιγά. Η θέση του ΚΚΕ, όμως, ήταν άμεσος και ελεύθερος επαναπατρισμός για όλους.
Όπως καταλαβαίνεις, του άρεσε που το συγκεκριμένο αίτημα υποστηριζόταν και από τους ποδοσφαιριστές. Γενικώς, κάθε κόμμα όταν βρίσκει απήχηση των θέσεων του από τον λαό, ενισχύει τη δύναμή του και την επιρροή του.
Επίσης του άρεσε και χαιρόταν με το γεγονός ότι πολλοί μεγάλοι ποδοσφαιριστές υπέγραψαν για τη μείωση των εξοπλισμών που γινόταν μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ.
Μάλιστα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το 1979 νομίζω, είχαμε στείλει επιστολή στον τότε Αμερικανό πρόεδρο, τον Ρόναλντ Ρίγκαν για να μην προχωρήσει στην κατασκευή μιας βόμβας νετρονίου, η οποία έπεφτε και κατέστρεφε τα πάντα».
-Ο Χαρίλαος Φλωράκης, λοιπόν, άρχισε να βλέπει με καλό μάτι το ποδόσφαιρο και τους παίκτες.
«Ναι. Επειδή ήταν και ανοιχτόμυαλος, όπως είπαμε, άρχισε σιγά-σιγά να μιλά με καλά λόγια στο κόμμα του για το ποδόσφαιρο. Τον συναντούσαμε στο γραφείο του για να του καταθέσουμε προτάσεις και αιτήματα.
Τότε, τα θέματα για το ποδόσφαιρο συζητούνταν στη Βουλή, λόγω του γεγονότος ότι ο εκάστοτε υπουργός Αθλητισμού νομοθετούσε μέχρι και την ημερομηνία που θα γίνουν οι μεταγραφές.
Δεν ήταν όπως στην πορεία που εξελίχθηκε και έφτασε η Ομοσπονδία του να ενισχυθεί στην πορεία και να κατακτήσει το λεγόμενο αυτοδιοίκητο. Δηλαδή, παράγοντες του αθλήματος, πάντα σύμφωνα με τις ντιρεκτίβες της UEFA και της FIFA, να νομοθετούν για τα θέματα του ποδοσφαίρου.
Τότε, τα πολιτικά πρόσωπα νομοθετούσαν, δηλαδή οι υπουργοί. Αφού έφερναν τις προτάσεις τους στη Βουλή για να αποκτήσουν ισχύ νόμου, εμπλέκονταν όλα τα κόμματα.
Εμείς έπρεπε να ενημερώσουμε τον αυταρχικό υπουργό Αχιλλέα Καραμανλή, τον αδερφό του Κωνσταντίνου, ο οποίος αρνείτο να μας δεχθεί κιόλας.
Και γι’ αυτό απευθυνόμασταν στα κόμματα, τους δίναμε τις προτάσεις και τις ιδέες, γιατί αυτοί ακόμα δεν είχαν διαμορφώσει ακόμα πολιτική. Μόλις είχε νομιμοποιηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα και είχε δημιουργηθεί το ΠΑΣΟΚ, οπότε διαμόρφωναν θέσεις στη Βουλή μέσα από τις δικές μας προτάσεις και τις υποστήριζαν».
-Τελικά το ΚΚΕ έγινε πιο… φιλικό με το ποδόσφαιρο;
«Την τετραετία 1977-1981, μέχρι που βγήκε το ΠΑΣΟΚ, γίνονταν οι προεργασίες. Το 1981, λοιπόν, δέχθηκε την πρότασή μου, περί δημιουργίας αθλητικής επιτροπής στο ΚΚΕ. Υπήρχαν επιτροπές για την παιδεία, την υγεία, τον πολιτισμό και άλλες, όμως δεν υπήρχε για τον αθλητισμό.
Είχαν προηγηθεί όλα αυτά που σου είπα, οπότε εισηγήθηκε την πρόταση στο πολιτικό γραφείο. Έλεγε τότε στους συντρόφους του «τα παιδιά κάνουν ολόκληρο αγώνα στον χώρο τους, έχουν συνδικάτα, παίρνουν πρωτοβουλίες…». Μέχρι τότε το ΚΚΕ ήταν… αντιποδοσφαιρικό. Η αθλητική επιτροπή έγινε τον Νοέμβριο του 1981.
Αργότερα, το 1986 νομίζω, υπήρξε και το εξής γεγονός στην ΑΕΛ, η οποία τότε ήταν και ομαδάρα. Όταν έφυγε ο ιδιοκτήτης Καντώνιας, ήθελε να παραδώσει τις μετοχές της ΠΑΕ στον δήμο Λαρισαίων που τότε ο δήμαρχος προερχόταν από το ΚΚΕ, ο αείμνηστος Αριστείδης Λαμπρούλης. Το θέμα τέθηκε στο τραπέζι του πολιτικού γραφείου και υπήρξαν αντιδράσεις. «Θα μπλέξουμε και με το ποδόσφαιρο; Είπαμε για αθλητική επιτροπή όχι όμως και για ομάδες», έλεγαν τότε».
*Ο Νίκος Μάλλιαρης είναι παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, επί σειρά ετών μέλος της διοίκησης του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΠΣΑΠ).