Γρατζουνάνε οι στίχοι του πάνω σε παλιές πλάκες γραμμοφώνου: «Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά για’ το ’χες παρακάνει και στο Χατζηκυριάκειο, άμυαλη, άρχισες το σεργιάνι» • «Μας κυνηγούν τον ναργιλέ γιατί τον πίνουν μάγκες και ζούλα τον φουμάρουνε όλ’ οι αριστοκράτες» • «Εδιωξα κι εγώ μια γάτα/ που ’χε γαλανά τα μάτια/ σαν κοιμόμουνα τη νύχτα μου ’χωνε βαθιά τα νύχια.// Τόσους μήνες που την είχα/ μου ξηγιότανε στην τρίχα/ τώρα έγινε από σόι/ και τα ψάρια δεν τα τρώει». Το τελευταίο αποτελεί το εθνόσημό του, όπως λέει («Ρεμπέτικη Ιστορία 1» του Κώστα Χατζηδουλή, εκδ. Νεφέλη) ο ίδιος ο Νίκος Μάθεσης που αναχώρησε για τα επουράνιους τεκέδες σαν σήμερα το 1975.
Ασίκης και ντερβίσης ονομαστός, διέθετε ασφαλώς και μόρτικο παρατσούκλι. Ιδού: «Τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, τον Νίκο τον Τρελάκια/ παιδί τζιμάνι, μάγκες μου, μα κάνει καυγαδάκια.// Το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του/ γι’ αυτό δεν πάει, μάγκες μου, ποτέ κανείς κοντά του.// Οι γκόμινες τον ξέρουνε κι όλοι οι νταβατζήδες/ για γούστο του τσακώνεται με όλους τους νταήδες». Τρελάκιας με το γνώθι σαυτόν, πά’ να πει. «Το ’γραψα για τον εαυτό μου. Ηθελα τ’ όνομά μου ν’ ακουστεί σ’ όλον τον κόσμο. Το ’δωσα του Ανέστου (Δελιάς) κι έγραψε τη μουσική, τραγούδησε ο ίδιος κι είχε μεγάλη επιτυχία» εξηγεί.
Το 1907 γεννήθηκε στη Σαλαμίνα και γρήγορα εγκαταστάθηκε στον Αγιο Νείλο. Ο πατέρας και οι θείοι του είχαν πάγκο στην κεντρική ψαραγορά του Πειραιά. Δουλεύοντας εκεί, μυήθηκε μικρός στο ρεμπέτικο περιβάλλον. «Υπήρχαν περιβόητοι μάγκες, άντρες ζόρικοι που τους έτρεμαν όλοι. Αντρες που για να τους μιλήσεις έπρεπε να κάνεις μαθήματα ένα μήνα πιο μπροστά σπίτι σου γι’ αυτό που θα τους πεις» συνεχίζει. Για ν’ αποκτήσει όνομα στον κόσμο της μαγκιάς αποφάσισε να μαλώσει μ’ έναν απ’ τους πρυτάνεις της. Ο Νίκος Σκριβάνος είχε φήμη άγριου νταή κι ήταν απ’ τους σημαντικότερους ερασιτέχνες μπουζουξήδες της εποχής. «Πήγα στο μαγαζί του, γυρεύοντας για καβγά. Τον προκάλεσα, αλλά ήταν ξύπνιος άντρας και γίναμε φίλοι αμέσως. Είπαμε: Ηταν ο Δίας. Μιλάει ο Μάθεσης».
Ανάλωσε τα νιάτα του σε χοντρούς τσαμπουκάδες –είχε διαπράξει φόνο εν αμύνη– στους τεκέδες και τα ρεμπέτικα στέκια του παλιού Περαία, ενώ έβαλε το χέρι για να μπει το μπουζούκι στους δίσκους. Το καλοκαίρι του ’45 έγραψε στίχους για τον θάνατο του Βελουχιώτη. «Ο Αρης ήτανε φίνος άντρας, μάγκας κι αγωνιστής και Ελληνας. Οχι αποφάγια. Κατάλαβες;». Ο Χιώτης τούς έκανε χασαποσέρβικο που δεν κυκλοφόρησε ποτέ για ευνόητους λόγους. «Τα λούλουδα μαράθηκαν/ χάθηκε το φεγγάρι/ ένας λεβέντης έσβησε/ που τονε ’λέγαν Αρη» λέει το τρίτο κουπλέ. Η μελωδία ξεχάστηκε. Το ξανάγραψε ο Γενίτσαρης αποτίοντας τιμή και στους τρεις.
Ο Τρελάκιας
*Πηγή: efsyn.gr