Και το πρόσωπο του καταχτητή
Το πρόσωπο της κατοχής και του κατακτητή σε δυο εικόνες. Οι δολοφονίες, Αύγουστος του 1996, του Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού. Είκοσι πέντε χρόνια από τότε.
Ένα ακόμη δύσκολο καλοκαίρι για την Κύπρο. Τραγικό και βασανιστικό.
Η πορεία των μοτοσικλετιστών που είχε ξεκινήσει από το Βερολίνο κατέληξε στη Δερύνεια. Ήταν μια πορεία προς την ελευθερία, μια κίνηση αφύπνισης της Ευρώπης, αλλά και των ίδιων των Κυπρίων. Παρά τις προσπάθειες της κυπριακής κυβέρνησης προς τους διοργανωτές για ματαίωση της αυτό δεν επιτεύχθηκε. Έγινε κανονικά. Η ιστορία γράφτηκε στη συνέχεια. Με το αίμα δυο νέων.
Ο Τάσος, 11 Αυγούστου 1996, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από μια ομάδα «Γκρίζων Λύκων», στη νεκρή ζώνη, στην περιοχή της Δερύνειας. Έπεσε κάτω από τα κτυπήματα αλλά αυτοί συνέχισαν να τον κτυπούν με ρόπαλα μέχρι που ξεψύχησε. Και όταν ακόμη τον είχαν σκοτώσει εξακολουθούσαν να τον κτυπούν με το ίδιο πάθος και μίσος. Ο Τάσος συμμετείχε στην εκδήλωση και βρέθηκε στη νεκρή ζώνη. Ήταν εκεί για την πατρίδα του, γιατί πίστευε στην απελευθέρωση, γνωρίζοντας τους κινδύνους. Σε κάποια στιγμή πήγε για σώσει ένα φίλο του, που δεχόταν κτυπήματα από τον όχλο των φανατικών. Ο Τάσος περικυκλώθηκε από Γκρίζους Λύκους και δέχθηκε τα μέχρι θανάτου κτυπήματα. Κάθε κτύπημα, που δεχόταν στο κεφάλι, σε όλο του το σώμα, δεχόταν και το μίσος του κατακτητή. Οι κατακτητές δεν αντέχουν ούτε την παραμικρή σπινθήρα ελευθερίας.
Μετά την κηδεία του Τάσου, μέσα στη θλίψη και την οργή που ξεχείλισε, ξέσπασαν και νέες διαδηλώσεις. Ήταν 14 Αυγούστου, τρεις ημέρες μετά την δολοφονία του Τάσου Ισαάκ. Ο Σολωμός Σολωμού, ξάδελφος του Τάσου, «έσπασε» τη γραμμή των Οηέδων και έτρεξε προς τον ιστό στον οποίο κυμάτιζε η κατοχική σημαία. Του φώναζαν οι Οηέδες, που παρακολουθούσαν ως θεατές. Ακούστηκε από το βάθος και μια φωνή. Σαν κραυγή αγωνίας ακούστηκε: «Ρε που πας….». Το που πήγαινε το γνώριζε. Το είχε προαποφασίσει και δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής.
Με το τσιγάρο αναμμένο στο στόμα, ανέβηκε στον ιστό με την κατοχική σημαία. Τότε ο Σολωμός αναμετρήθηκε με την ιστορία. Από το μπαλκόνι του σπιτιού, λίγα μέτρα από εκεί, όπου συγκεντρώθηκε η ηγεσία του κατοχικού καθεστώτος, ένας έποικος, γνωστός παράγοντας του ψευδοκράτους, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Οι φωτογραφίες τον δείχνουν να τον σημαδεύει με το πιστόλι του. Εκεί ήταν και ο ( τότε) κατοχικός ηγέτης, Ραούφ Ντενκτάς.
- Ο έποικος, πρώην αξιωματικός του τουρκικού στρατού, Κενάν Ακίν, ο οποίος πυροβόλησε τον Σολωμό διετέλεσε «υπουργός» και «βουλευτής» του ψευδοκράτους, μετά από ενέργειες της Κυπριακής Δημοκρατίας καταζητείται από την Ιντερπόλ. Το ίδιο και οι δολοφόνοι του Τάσου. Μέχρι σήμερα θεωρείται «παράγοντας» του κατοχικού καθεστώτος.
Οι δολοφόνοι του Τάσου και του Σολωμού παραμένουν ασύλληπτοι και προστατεύονται από το κατοχικό καθεστώς, από την Τουρκία. Για τις δύο υποθέσεις, η Κυπριακή Δημοκρατία το Φθινόπωρο του 1996 είχε εκδώσει 13 συνολικά εντάλματα σύλληψης. Τα εντάλματα που είχαν εκδοθεί με εντολή του τότε Γενικού Εισαγγελέα, αείμνηστου Αλέκου Μαρκίδη, είχαν διαβιβαστεί και στην Interpol η οποία προχώρησε σε έκδοση διεθνών ενταλμάτων σύλληψης για τους 10. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να ανακινεί συνεχώς το θέμα και να επιμένει μέχρι τη σύλληψη των εγκληματιών της φασιστικής Τουρκίας.
Ο Τάσος και Σολωμός θυσιάσθηκαν. Έχασαν τη ζωή τους θέλοντας να στείλουν μηνύματα. Στην Κύπρο υπάρχει κατοχή και η μόνη λύση δεν είναι παρά η απελευθέρωσή της. Όχι η νομιμοποίηση των κατοχικών δεδομένων.
ΣΗΜ: Προ διετίας επικαλέσθηκα την αναφορά της κόρης του Τάσου Ισαάκ, Αναστασίας, σε εκδήλωση μνήμης πριν δυο χρόνια. Την επαναφέρω γιατί είναι πάντα επίκαιρη:
- «Γιατί να σεβαστώ μια κοινωνία που δεν σέβεται την ιστορική της συνέχεια. Τόσα χρόνια κρύφτηκα μέσα στον θυμό μου. Προσπάθησα να τον ξεπεράσω μέσα στην αφάνεια, μα με έπνιξε η απογοήτευση. Πολλά αναπάντητα ερωτήματα με βασανίζουν και γι’ αυτό είμαι εδώ. Κλειστήκαμε στο “εγώ” μας, χωνεύουμε τα εγκλήματα, απλοποιούμε τα γεγονότα, ώστε να συμφιλιωθούμε μαζί τους. Χαρακτηριζόμαστε από αδράνεια. Αποδεχόμαστε και αδιαφορούμε για το διαρκές έγκλημα εις βάρος της πατρίδας μας …».
Η Αναστασία, είχε τότε μόλις γεννηθεί, δεν γνώρισε τον πατέρα της. Το «χελιδονάκι», όπως την τραγούδησε η Χαρούλα.