Τα χθεσινοβραδινά γεγονότα κατά τον τερματισμό της πορείας για την επέτειο της εξέγερσης του Νοέμβρη 1973, έφεραν για μια ακόμα φορά στην επικαιρότητα το ζήτημα της σχέσης που μπορεί να έχει ένα οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός, ένας ιστορικός τόπος, ένα ιστορικό πρόσωπο κ.λπ., με εκείνους που μετά από χρόνια επιχειρούν ν’ αναφερθούν σ’ αυτό, διεκδικώντας την έκφραση της ιστορικής συνέχειας.
Διαχρονικά, το ζήτημα έχει τεθεί επανειλημμένα, με σχετικά πιο πρόσφατη την περίπτωση της διεκδίκησης της εαμικής κληρονομιάς στα μεταπολιτευτικά χρόνια, τόσο από την κομμουνιστική Αριστερά όσο και από το ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα μετά την άνοδό του στην εξουσία και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, την παροχή συντάξεων στους αγωνιστές της κ.λπ.
Το ίδιο αυτό ζήτημα επανέρχεται στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια, αφορώντας στη σχέση που μπορεί να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη μνημονιακή του στροφή και τη μετατόπισή του στον χώρο των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων, με τις παραδόσεις του κομμουνιστικού, αριστερού και λαϊκού κινήματος του τόπου μας. Πρόκειται για ζήτημα που απασχόλησε τελευταία, με αφορμή την επίσκεψη στη Μακρόνησο, που οργανώθηκε από το κυβερνητικό κόμμα, και συζητιέται κι αυτές τις μέρες με αφορμή την επέτειο της εξέγερσης του Νοέμβρη του 1973.
Προφανώς, κανένας δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως είναι ο αποκλειστικός κληρονόμος – ιδιοκτήτης των αγωνιστικών παραδόσεων, ώστε να μπορεί να ορίζει και το ποιος έχει το δικαίωμα να αναφέρεται σ΄αυτές και να τις τιμά. Οι ηρωικές παραδόσεις του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, των αγώνων της Αριστεράς και του λαού μας για ελευθερία, εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία και κοινωνική προκοπή και δικαιοσύνη, ανήκουν στον καθένα που συνεχίζει αυτούς τους αγώνες, απ’ όποιο μετερίζι κι αν βρίσκεται, παίρνοντας υπόψη ότι το αριστερό κίνημα και εδώ όπως και παγκοσμίως, εκφράζεται από ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων, όπως έχουν διαμορφωθεί μέσα από ιστορικές περιπέτειες δεκαετιών, με την πολυδιάσπαση να αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά του.
Όμως, είναι ακριβώς αυτός ο όρος που τίθεται αναγκαστικά, όταν μιλάμε για κληρονομιά και συνέχισή της. Η οποιαδήποτε αναφορά δεν μπορεί να κρίνεται, παρά μόνο σε άμεση σύνδεση με την επιμονή στη συνέχιση αυτών των αγώνων. Και εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα με τον μεταλλαγμένο μνημονιακό και καθεστωτικό ΣΥΡΙΖΑ.
Η αναφορά στους αγώνες του παρελθόντος δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να γίνεται εν κενώ. Παραβλέποντας, δηλαδή, τα επίδικα ζητήματα που αυτοί οι αγώνες αναδείκνυαν κάθε φορά. Και είναι σ’ αυτό το καίριο σημείο που ο μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να διεκδικεί μια κληρονομιά από την οποία όχι μόνο έχει ξεκόψει, αλλά και δρα σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση.
Αναφέρομαι σαφώς στα ζητήματα που έθιξα πιο πάνω: εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία, κοινωνική προκοπή και κοινωνική δικαιοσύνη.
Με δεδομένο ότι η μνημονιακή πολιτική -όπως και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε πριν από τη στροφή του καλοκαιριού του 2015- συνεπάγεται εκχώρηση της εθνικής ανεξαρτησίας σε ξένα κέντρα (ΔΝΤ και Ε.Ε.), περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας, με τη μετατόπιση του κέντρου λήψης των αποφάσεων από τους αστικοδημοκρατικούς εθνικούς θεσμούς σε μηχανισμούς ανεξέλεγκτους από τον ελληνικό λαό, ενώ η ανταπόκριση στις απαιτήσεις των “δανειστών” και του κεφαλαίου οδηγεί στην κοινωνική καταστροφή, πλήττοντας τη μεγάλη κοινωνική πλειονότητα των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, η αναφορά στους αγώνες του παρελθόντος μόνο ως καπηλεία μπορεί να νοηθεί.
Όταν ο ίδιος ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ και πρωθυπουργός της χώρας, Αλέξης Τσίπρας, δηλώνει ότι έχει την ίδια αντίληψη για τη δημοκρατία με τον ακροδεξιό αμερικανό πρόεδρο Τραμπ, μόνο ως καπηλεία εμφανίζεται η επίσκεψη στη Μακρόνησο, που λειτούργησε ως τόπος μαρτυρίου στα χρόνια της πιο μαύρης και απροκάλυπτης αμερικανοκρατίας. Και η αίσθηση της καπηλείας δεν έγινε καν προσπάθεια να διασκεδαστεί. Έχει κάνει τον γύρο των ΜΜΕ και του διαδικτύου η διαβόητη φωτογραφία του γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ, Παναγιώτη Ρήγα, με υψωμένη τη γροθιά στη Μακρόνησο, ενώ μόλις και μετά βίας συγκρατεί το ειρωνικό του χαμόγελο. Και γύρω του οι ακόλουθοί του να έχουν λυθεί στα γέλια…
Ακριβώς όπως μόνο ως πρόκληση μπορεί να χαρακτηριστεί η εμφάνιση μπλοκ έστω και λίγων εκατοντάδων μελών του κυβερνητικού κόμματος στην πορεία του Πολυτεχνείου, η οποία επί τόσες δεκαετίες γίνεται με κεντρικό σύνθημα το “φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι!”, περιφρουρούμενων από τις ορδές των ΜΑΤ.
Την ίδια μέρα που ο αρμόδιος υπουργός Σταύρος Κοντονής έκανε δηλώσεις για την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να προχωρήσει στους πλειστηριασμούς για την παράδοση της λαϊκής στέγης στις τράπεζες. Ακόμη περισσότερο, που οι δηλώσεις αυτές γίνονταν τη μέρα που ο ελληνικός λαός θρηνούσε τους νεκρούς του από τις φονικές πλημμύρες, ως συνέπεια της κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος για παροχές σε επιχειρηματίες που κατασκευάζουν γήπεδα, ενώ η Αττική -και όχι μόνο- παραμένει χωρίς την ελάχιστη θωράκιση από τέτοιου είδους καταστροφές.
Δευτερεύον ίσως, αλλά εξαιρετικά σημαντικό και σημειολογικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικό: πρόκειται για τον ίδιο υπουργό που προωθεί τον νέο Σωφρονιστικό Κώδικα, με τον οποίο τα εξευτελιστικά ξεγυμνώματα και οι σωματικοί έλεγχοι των κρατουμένων (γυναικών, ανδρών και ανηλίκων) στις ελληνικές φυλακές θεσμοθετούνται ως νόμιμη δραστηριότητα. Αν μη τι άλλο, μιλάμε για χλευασμό του αγώνα του Νοέμβρη ενάντια στους βασανισμούς.