Σήμερα, Κυριακή, η «κεντροαριστερά» ψηφίζει για την ανάδειξη αρχηγού και ένας, τουλάχιστον, πολίτης της χώρας βρίσκει την εν λόγω διαδικασία τόσο άψογη, ώριμη και ρηξικέλευθη, ώστε τη χαρακτηρίζει στο Facebook «απόδειξη λαού που ξυπνάει». Μπα, όχι, μη σας ξεγελάει η «παλιακιά» ορολογία. Δεν πρόκειται για κανέναν βετεράνο ΠΑΣΟΚτζή που, ελλείψει άλλων ευκαιριών και λόγων, συγκινείται επειδή βλέπει υποψήφια και επικρατέστερη για την αρχηγία την κόρη του Γιώργου Γεννηματά. Ο άνθρωπος που δήλωσε εκστασιασμένος με την όλη διαδικασία κι έτοιμος να ψηφίσει κι ο ίδιος είναι ο Στέφανος Μάνος.
Ναι, ο γνωστός. Ο «γκουρού» του αμόλυντου νεοφιλελευθερισμού, ο διατελέσας και «αρχιτέκτονας» της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ο μετέπειτα αρχηγός του «μαινόμενου ταύρου» (αν θυμάστε το κόμμα που ίδρυσε), ο οποίος κατόπιν «ημέρεψε» όσο χρειαζόταν για να βρει πολιτική στέγη και στα δυο μεγάλα κόμματα της τότε εποχής. Όλα αυτά, βεβαίως, προτού ιδρύσει τη «Δράση», προτού ποντάρει τα πολιτικά του «ρέστα» στη συνεργασία με τον Θ. Τζήμερο.
Ω, ναι, λοιπόν. Τώρα ο Στ. Μάνος «ποντάρει» στην «κεντροαριστερά», αρχίζοντας από ένα υμνολόγιο για την… εκθαμβωτική διαδικασία ανάδειξης αρχηγού. Θεωρεί, υποτίθεται, μέγα επίτευγμα τη συμφωνία των εννέα υποψηφίων πως θα πειθαρχήσουν στους κανόνες, τους οποίους θέσπισε η επιτροπή Αλιβιζάτου. Εδώ, προφανώς, γελάμε! Ο Στ. Μάνος δηλώνει θετικά εντυπωσιασμένος με μια διαδικασία, η οποία έχει γίνει αντικείμενο γενικού σαρκασμού: Εννέα υποψήφιοι αρχηγοί, για έναν πολιτικό σχηματισμό που παραμένει… απροσδιόριστος. Ούτε καταστατικό εκπονήθηκε, ούτε πλαίσιο πολιτικών αρχών συμφωνήθηκε- τίποτα.
Αλλά γιατί να μένουμε στα προσχήματα και τις αφορμές; Επί της πολιτικής ουσίας είναι που νοιώθει ο Στ. Μάνος κοντινή του την «κεντροαριστερά». Οι διθύραμβοι επί της διαδικασίας δείχνουν απλή εισαγωγή. Διασκεδαστικά υπερφίαλη, είναι αλήθεια. «Απόδειξη λαού που ξυπνάει», επειδή έπειτα από το πρωινό ή μεσημβρινό τους ξύπνημα, ψηφίζουν οι «κεντροαριστεροί»; Τόσο πάθος, πια; Λες σχολιάζει ετεροχρονισμένα κάποια εκλογική νίκη της Θάτσερ, ή εκείνη της «μητσοτακικής» ΝΔ, το 1990.
Εξόργισε κάμποσους «νεοδημοκράτες» η ανάρτηση του Στ. Μάνου στο Facebook, όπως διαπιστώσαμε. Απορούν: Μα να νοιώθει πλησιέστερα «στα πολιτικά παιδιά του Σημίτη και του Τσοχατζόπουλου παρά στον Κυριάκο;». Είναι να απορείς με τις απορίες τους… Διότι, πέραν των «προσωπικών σχεδιασμών», πέραν του ποιος «σερβίρει» και ποιος «τρώει»… χυλόπιτες όταν πρόκειται για πολιτικές συνεργασίες, εντάξεις και καριέρες, ένα είναι βέβαιο: ουδείς δικαιούται να κατηγορήσει τον Στ. Μάνο για απεμπόληση βασικών αρχών, βλέποντάς τον να «φλερτάρει» πολιτικά με τη «σοσιαλ» – φιλελεύθερη «κεντροαριστερά». Μα ούτε και την πολιτική προϊστορία μπορεί να παραγράψει.
Ήταν 1998 όταν ο Κώστας Καραμανλής, αρχηγός τότε της ΝΔ, διέγραψε τον Στ. Μάνο (και πέντε ακόμη «μητσοτακικούς» βουλευτές), επειδή είχε ταχθεί υπέρ του σχεδίου για ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ, το οποίο προωθούσε ο Γιάννος Παπαντωνίου, υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης του «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ.
Ήταν 2004 όταν ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Α. Παπανδρέου προσέφερε «εγγυημένη» είσοδο στη Βουλή στον Στ. Μάνο και τον Αν. Ανδριανόπουλο, τοποθετώντας τους σε κατάλληλες θέσεις στο ψηφοδέλτιο επικρατείας. Μπορεί να έγινε αυτό έξι χρόνια προτού ο ΓΑΠ «ρίξει» την ελληνική κοινωνία στο έλεος του ανελέητου ΔΝΤ και των μνημονίων, αλλά κανείς δεν μπορούσε να θεωρήσει και τα τότε (2004) δοθέντα «δείγματα γραφής» του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ ως ασύμβατα με την προσφορά πολιτικής – κοινοβουλευτικής στέγης σε Μάνο και Ανδριανόπουλο.
Άλλωστε από τον Ιανουάριο του έτους εκείνου, του 2004, ο ΓΑΠ είχε διατυπώσει- μιλώντας στο Λαύριο- την εμπνευσμένη ιδέα να εργάζονται ανασφάλιστοι οι νέοι έως 25 ετών, ως μέτρο «για την αντιμετώπιση της ανεργίας». Κι ήλθαν μετά τα μνημόνια και είδαμε πόσο… καταπολέμησαν την ανεργία, τόσο η καλπάζουσα «μαύρη εργασία», όσο και η «κανονική» μείωση των εργοδοτικών εισφορών…
Από τότε έως σήμερα η ελληνική σοσιαλδημοκρατία βουτήχτηκε ακόμη βαθύτερα στα νερά του «ρεαλισμού», του κυνισμού, του κοινωνικού δαρβινισμού, του «There is Not Alternative», των «κατορθωμάτων» τύπου PSI. Γιατί λοιπόν να μην ξανασμίξουν τα αηδόνια του «ακραίου κέντρου»; Τι ακριβώς θα φάνταζε παράταιρο ή αλλόκοτο;
Ας προσέξουν μόνο στην «κεντροαριστερά», με ποιόν ακριβώς τρόπο θα παρουσιάσουν (εάν και εφ’ όσον) τον Στ. Μάνο ως μεγάλο απόκτημα. ΟΚ, εάν η επιχειρηματολογία περιοριστεί στο πεδίο της διελκυστίνδας, δηλαδή στο σκεπτικό «ο Κυριάκος απειλεί να μας ‘φάει’ στελέχη, αλλά να, απορροφούμε κι εμείς γνωστούς κεντροδεξιούς, όπως κάναμε παλιότερα», το πράγμα έχει κάποιο νόημα. Κι ίσως κάποια αποτελεσματικότητα, αν ληφθεί υπόψη σε ποιο κοινό θα απευθυνθεί και ποιες είναι οι προτεραιότητες αυτού του κοινού.
Εάν όμως οι φωστήρες της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας σκεφτούν να παρουσιάσουν τον Στ. Μάνο ωσάν να πρόκειται για κάποιον «μάγο» των know how της οικονομίας, ας επανεξετάσουν την ιδέα. Διότι, όποιο «κοινωνικό πρόσημο» κι αν θελήσουν να επικαλεστούν για την πολιτική που πρεσβεύουν, το χάλι της «μητσοτακικής» διακυβέρνησης δύσκολα μπορεί να καλυφθεί κι ακόμη δυσκολότερα εκείνο του 1992 – 1993, δηλαδή του διαστήματος κατά το οποίο «γενικός δερβέναγας» της οικονομικής πολιτικής ήταν ο Στ. Μάνος. (Για την ακρίβεια: από τις αρχές Αυγούστου του 1992 και έως και τις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993).
Περισσότερα και αναλυτικότερα για αυτό, εάν χρειαστεί, στο μέλλον. Εάν πάντως κάποιοι ενδιαφερόμενοι… βιάζονται, ας αναζητήσουν στα επίσημα στατιστικά στοιχεία την περίοδο Μητσοτάκη (1990 – 93) και την υπο- περίοδο Μάνου στο «τιμόνι» της οικονομικής πολιτικής. Κι ας τα δουν όλα- όχι μόνο τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό!
Ας δουν την τρομακτική επιβράδυνση της ανάπτυξης, προτού φθάσει ύφεση (- 1,6%), το 1993, για πρώτη φορά από το 1987 και για δεύτερη από το 1983. Ας δουν τη σοβαρότατη, για τα μέτρα της εποχής, κάμψη της απασχόλησης. Τους ανέργους που το 1989 ήταν επισήμως 296.000 κι έπειτα από 3,5 έτη κυριαρχίας των… θαυματουργών δυνάμεων της νεοφιλελεύθερης «δημιουργικότητας» έφθασαν 398,200, εκ των οποίων οι 48.400 «παρήχθησαν» ανάμεσα στο 1992 και το 1993.
Ας δουν την κάκιστη εξέλιξη του προϊόντος βιομηχανίας – μεταποίησης (έτσι για να δούμε πως πήγαν τα πράγματα στον πυρήνα της «πραγματικής οικονομίας), που εισήλθε σε αρνητική τροχιά το 1990, για να καταλήξει σε ένα παραλυτικό «μείον 4,3%» το 1993 (τα θετικά πρόσημα επέστρεψαν το 1994, με 1,2%). Ας δουν το βάλτωμα των ιδιωτικών ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου. Τα πάντα…
Επί του παρόντος, μια ευχή στην εκλαμπρότατη ελληνική «σοσιαλδημοκρατία». Άντε, φίλτατοι, κάντε τώρα μεταγραφή και τον Τζήμερο!
ΥΓ: Αντί επιλόγου, το σχόλιο ενός αγανακτισμένου «νεοδημοκράτη» (το είδαμε στο Facebook):
«Δηλαδή, ψηφίζαμε στην Νέα Δημοκρατία τον Στέφανο Μάνο, ως ιδεολογικώς συμπορευόμενον με εμάς καί αυτός ήταν ΠΑ.ΣΟ.Κος!!! Νάτα πώς αποκαλύπτονται τα πράγματα!!! Ποιός υπονόμευε την κυβέρνηση Μητσοτάκη και μετά τα έριξαν στον Σαμαρά. Να που είχε δίκιο ο Παπαδόπουλος που κατάργησε τον φαύλο κοινοβουλευτισμό».
Από εμάς, ασχολίαστο.
ΠΗΓΗ: εφημερίδα “Πριν”, Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017