Στη μνήμη του μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή, για τη συμπλήρωση δεκαεφτά χρόνων από τον θάνατό του, στις 14 Σεπτεμβρίου 2001.
Όταν το 1952 πρωτακούγεται στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού το όνομα του νεαρού καλλιτέχνη Στέλιου Καζαντζίδη δεν έχουν περάσει παρά μόνο τρία χρόνια από τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, από τη λήξη μιας περιόδου συγκλονιστικών πολιτικο-κοινωνικών εξελίξεων και αναταραχών. Οι μνήμες από την τραγωδία της φασιστικής κατοχής, την εποποιία της Αντίστασης και τις συγκρούσεις της εμφύλιας ένοπλης αντιπαράθεσης ήταν ακόμη ζωντανές, ενώ οι συνέπειες της ήττας του εργατικού και λαϊκού κινήματος χειροπιαστές και οδυνηρές.
Η συντριβή των δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού στα βουνά του Γράμμου δεν συνιστούσε, απλώς, την ήττα μιας από το τις δύο αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις. Επρόκειτο για ένα γεγονός βαθύτερης και ουσιαστικότερης σημασίας, καθώς σηματοδοτούσε τον τερματισμό μιας περιόδου σκληρών ηρωικών και ελπιδοφόρων αγώνων, της ανάτασης ενός λαού που είχε αποτολμήσει να προβάλει, με όρους μαζικής κινητοποίησης και ένοπλου αγώνα, την απαίτηση της κυριαρχίας του πάνω στις τύχες του, μέσα από το όραμα και το αίτημα της “Λαοκρατίας”. Είχε διαμορφώσει, ως εκ τούτου, συνείδηση όχι μόνο της κοινωνικής ανισότητας και εκμετάλλευσης την οποία βίωνε, αλλά και της δυνατότητάς του να την ανατρέψει.
Η ήττα και τα επακόλουθά της λειτούργησαν συντριπτικά στη συνείδηση αυτού του κόσμου. Ακριβώς γιατί αποτέλεσαν διάψευση των ελπίδων. Δεν ήταν μόνο η αίσθηση του αδικαίωτου τόσων αγώνων, τόσου αίματος που χύθηκε κατά τη Μεγάλη Δεκαετία του ’40. Τόσων δεκάδων χιλιάδων αγωνιστών που έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα κατά του φασισμού και της κοινωνικής εκμετάλλευσης, στις μάχες του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, στα μπλόκα και τα σκοπευτήρια των κατακτητών, στα Μακρονήσια και τους τόπους εκτελέσεων του ανασυγκροτούμενου αστικού κράτους.
Η ίδια η κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα που επιβλήθηκε με τη νίκη των δυνάμεων του αστισμού χαρακτηριζόταν από τα κυρίαρχα στοιχεία της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας, της φτώχειας και της ανέχειας, της ανεργίας και της ανασφάλειας.
Οι δυνάμεις του αστισμού που έβγαιναν νικήτριες από μια ταξική αναμέτρηση κατά την οποία “είχαν δει το Χάρο με τα μάτια τους” δεν έκρυβαν τις ρεβανσιστικές τους διαθέσεις. Μέχρι το 1955 συνεχίζονταν οι εκτελέσεις. Στις φυλακές και στα ξερονήσια παρέμεναν, μέχρι και πολλά χρόνια αργότερα, έγκλειστοι και εξόριστοι χιλιάδες αγωνιστές της Αντίστασης και της Αριστεράς. Όσοι είχαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συμμετάσχει στο εαμικό κίνημα, όσοι εξέφραζαν απόψεις αντίθετες προς την κυρίαρχη κατάσταση ή υπήρχε υποψία ότι το έκαναν, κατατάσσονταν στη δεύτερη κατηγορία πολιτών: Καθώς το καθεστώς εμφανιζόταν ως η ενσάρκωση της ιερής ιδέας του τρισχιλιετούς Έθνους των Ελλήνων, η αντικαθεστωτική τοποθέτηση υποδήλωνε αυτομάτως το αντεθνικό, το σλαβοκίνητο.
Η κυρίαρχη ιδεολογία της εθνικοφροσύνης, που εμφανιζόταν σαν η συμπύκνωση της πεμπτουσίας της συνάντησης του ελληνικού και του χριστιανικού πολιτισμού, επιβαλλόταν με τη συστηματική προπαγάνδα στα σχολεία, στον στρατό, στην Εκκλησία, στα ΜΜΕ, αλλά κυρίως με τον φόβο του πανταχού παρόντος χωροφύλακα, με την τρομοκρατία των ΤΕΑ, με τον χαφιεδισμό και το “περάστε από το Τμήμα δι’ υπόθεσίν σας”, με τα Πιστοποιητικά Κοινωνικών Φρονημάτων, απαραίτητων για την όποια σοβαρή συναλλαγή με το δημόσιο, για εξεύρεση δουλειάς, για σπουδές κ.λπ.
Τη ζοφερή αυτή πραγματικότητα του καθημερινού τρόμου συμπλήρωνε η εφιαλτική πραγματικότητα των συνθηκών ζωής της μεγάλης πλειονότητας του εργαζόμενου λαϊκού κόσμου. Η ανεργία αποτελούσε, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60, το κυρίαρχο κοινωνικό πρόβλημα, κινούμενη σε ποσοστά γύρω στο 25%. Μέχρι το 1956 η αγοραστική δύναμη του μεροκάματου βρισκόταν κάτω από τα προπολεμικά επίπεδα. Η εργατική τάξη εργάζεται σε συνθήκες πλήρους εργοδοτικής αυθαιρεσίας, καθώς το συνδικαλιστικό κίνημα ελέγχεται ασφυκτικά από τους μηχανισμούς των εργατοπατέρων, που έχοντας κάνει τον αντικομμουνισμό επάγγελμα (συνήθως, αρκετά προσοδοφόρο) βρίσκονται σε στενή συνεργασία με την εργοδοσία και τους μηχανισμούς της Ασφάλειας.
Η ανεργία και η φτώχεια επιτείνονται με τη συνεχή προσέλευση στις πόλεις, και ιδιαίτερα στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας, αγροτικών πληθυσμών που εγκαταλείπουν την ύπαιθρο, εξαναγκαζόμενοι από τις άθλιες οικονομικές συνθήκες και την τρομοκρατία, που εξακολουθεί να οργιάζει στα χωριά.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον διαμορφώνεται στα χρόνια αυτά το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι, κληρονόμος και μετεξέλιξη του ρεμπέτικου, όπως είχε μορφοποιηθεί το τελευταίο με την καθοριστική παρέμβαση του Τσιτσάνη.
Το ίδιο το ρεμπέτικο, ως λαϊκό τραγούδι των πόλεων (διακρινόμενο από το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι της υπαίθρου), πέρασε από διάφορες περιόδους, τόσο από καθαρά μουσικολογική άποψη όσο και από την άποψη της κοινωνικής απεύθυνσης και αποδοχής του. Στην κλασική του μορφή, αυτή που σχηματικά θα λέγαμε ότι σηματοδοτείται από την παρουσία του Μάρκου Βαμβακάρη, κυρίως κατά τη δεκαετία του ’30, παραμένει τραγούδι “περιθωριακό”, αν και όχι με την έννοια της αποκλειστικής αποδοχής του από το κοινωνικό περιθώριο. Μαζί με τον κόσμο αυτόν, το ρεμπέτικο εκείνης της περιόδου ακούγεται και από τμήματα της εργατικής τάξης, συνήθως προσφυγικής προέλευσης, αλλά δεν έχει κατακτήσει την ευρύτερη λαϊκή αποδοχή.
Καθώς κατά τη δεκαετία του ’40 αλλάζουν ραγδαία οι κοινωνικές συνθήκες, το ρεμπέτικο μετασχηματίζεται μουσικολογικά και θεματολογικά, ώστε να καταστεί αποδεκτό από ευρύτερα λαϊκά στρώματα, που η κατοχή τα έφερε πιο κοντά το ένα στο άλλο από άποψη συνθηκών ζωής, ενώ η Αντίσταση συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας κοινής παλλαϊκής συνείδησης, με όρους ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς και τελικά της εργατικής τάξης.
Αν και το λαϊκό τραγούδι των πόλεων ποτέ δεν έπαψε να ενσωματώνει στοιχεία από το παραδοσιακό τραγούδι της υπαίθρου, αλλά και από δυτικά ακούσματα, τώρα το πάντρεμα αυτών των στοιχείων γίνεται ουσιαστικότερο και βαθύτερο.
Αντιστοίχως, η θεματολογία του το καθιστά περισσότερο “κοινωνικό”, με την έννοια της όλο και πιο συχνής αναφοράς σε ζητήματα που αφορούν στην καθημερινότητα της ζωής ευρύτατων φτωχών λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων, στις ελπίδες τους, στις ανησυχίες τους. Ακόμη και σε ζητήματα που σχετίζονται με τη συνολική πολιτική κατάσταση -σε μια περίοδο έντονης πολιτικοποίησης των λαϊκών μαζών- τα οποία περνάνε, συνήθως, μέσα από τον αξιοθαύμαστο αλληγορικό τρόπο που εισάγει ο Τσιτσάνης για να αποφύγει τη λογοκρισία.
Με την ήττα του εργατικού και λαϊκού κινήματος και καθώς ο λαϊκός κόσμος βιώνει έντονα στην καθημερινότητά του τη φτώχεια, την ανασφάλεια, αλλά και την αίσθηση της διάψευσης και του αδιεξόδου, στο λαϊκό τραγούδι τείνει να κυριαρχήσει ένας ρυθμός βαρύς, σε συνδυασμό με τη θεματολογία που προβάλλει αυτήν ακριβώς τη λαϊκή αίσθηση. Μιλάμε για το “μαύρο τραγούδι” της δεκαετίας του ’50, με τους στίχους που αποπνέουν την αίσθηση της κοινωνικής αδικίας και της ατομικής απελπισίας.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης αναδεικνύεται στον κατεξοχήν ερμηνευτή αυτού του τραγουδιού και όχι τυχαία, καθώς είναι ο ίδιος “κοινωνικά ομοούσιος” με τον κόσμο τον οποίο εκφράζει.
Γεννημένος από πρόσφυγες γονείς στην προσφυγική εργατούπολη της Νέας Ιωνίας στην Αθήνα. βιώνει από τα πρώτα του χρόνια τη φτώχεια και την καταφρόνια που έζησε η προσφυγική φτωχολογιά στα δύσκολα χρόνια της προσπάθειας ενσωμάτωσής της στην ελλαδική κοινωνία. Ζει τις τραγικές εμπειρίες της Κατοχής και τις επιπτώσεις της φασιστικής τρομοκρατίας, όταν ο οικοδόμος πατέρας του βασανίζεται από συμμορία συνεργατών του κατακτητή και πεθαίνει εξαιτίας των βασανιστηρίων λίγο μετά την Απελευθέρωση.
Ο έφηβος Στέλιος υποχρεώνεται να εργαστεί ως παράνομος μικροπωλητής, ως οικοδόμος, ως εργάτης σε εργοστάσια. Φαντάρος, αμέσως μετά τον εμφύλιο, γνωρίζει τη φρίκη του κολαστηρίου της Μακρονήσου.
Προικισμέμος με αστείρευτες φωνητικές δυνατότητες, καλλιεργημένες από τα “μακρόσυρτα ανατολίτικα” ακούσματα της προσφυγιάς, θα ξεχωρίσει στην έκφραση του κυρίαρχου στοιχείου του νέου τραγουδιού: του πόνου, του καημού, του παράπονου.
Στα τραγούδια που ερμήνευσε ο Καζαντζίδης εκφράστηκε ένας κόσμος ολόκληρος. Ο κόσμος της φτωχολογιάς. Δεν έχει υπάρξει κανένας άλλος καλλιτέχνης που να έχει ερμηνεύσει τόσο μεγάλο αριθμό τραγουδιών που να αναφέρονται άμεσα σε ζητήματα φτώχειας, κοινωνικής αδικίας και εκμετάλλευσης.
Στα τραγούδια του κυριαρχεί η καταγγελία της κοινωνικής αδικίας, με τρόπο μερικές φορές αφελή, πάντως όχι διακηρυκτικό, όπως συμβαίνει στο πολιτικό τραγούδι διαμαρτυρίας. Ο Καζαντζίδης δεν ήταν στρατευμένος πολιτικός τραγουδιστής. Η δική του διαμαρτυρία ήταν άμεση και αυθόρμητη. Μιλάει άμεσα τη γλώσσα του κόσμου στον οποίο απευθύνεται και εκφράζει το επίπεδο εργατικής και λαϊκής κοινωνικής συνείδησης, σε συνθήκες ήττας και διάψευσης των ελπίδων. Ως εκ τούτου, το τραγούδι του δεν εμπεριέχει συνθήματα διεξόδου, δεν προτείνει στόχους πάλης. Και είναι αυτός ο λόγος που ενώ η εργατική τάξη της εποχής αγκαλιάζει αυτό το τραγούδι και εκφράζεται μέσα απ’ αυτό, η Αριστερά και η οργανική της διανόηση θα το παραβλέψουν, θα το υποτιμήσουν, θα το χλευάσουν, χαρακτηρίζοντάς το “μοιρολατρικό”. Άρα, εμπόδιο στην ταξική συνειδητοποίηση…
Πρόκειται για μια αντιμετώπιση που καθορίστηκε από την κυρίαρχη στην Αριστερά ανάγνωση του μαρξισμού, κατά την οποία η πάλη των τάξεων αποτελεί παράγωγο της ταξικής συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης, διεξάγεται, δηλαδή, στον βαθμό που η τελευταία συγκροτείται ως “κοινωνικό υποκείμενο” με συνείδηση του “ιστορικού της ρόλου” και συγκροτώντας το δικό της πολιτικό υποκείμενο, το κόμμα, θέτει τους δικούς της πολιτικούς τακτικούς και στρατηγικούς στόχους,
Η άποψη αυτή, χαρακτηριστικά οικονομίστικη, απομονώνει μεταξύ τους τα επίπεδα κοινωνικής συγκρότησης (οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό) και αντιλαμβάνεται το ιδεολογικο-πολιτικό εποικοδόμημα σαν άμεσα εξαρτώμενο και καθοριζόμενο από την οικονομική βάση. Κατά συνέπεια, βλέπει σαν πρωταρχικό τη συγκρότηση των τάξεων στο οικονομικό επίπεδο, σαν αποτέλεσμα του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που συντελείται αντικειμενικά, ανεξάρτητα από την ταξική πάλη. Συγκροτούμενες στο οικονομικό επίπεδο, οι κοινωνικές τάξεις μπαίνουν στη συνέχεια στη μεταξύ τους αντιπαράθεση στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, η εργατική τάξη υπόκειται πλήρως στην αστική ιδεολογική κυριαρχία, μέχρις ότου συνειδητοποιήσει τα ταξικά της συμφέροντα, οπότε αρχίζει να διεξάγει πάλη ενάντια στο κεφάλαιο, συνειδητά και συγκροτημένα, μέσα από τους δικούς της ταξικούς φορείς.
Στην πραγματικότητα, η άποψη αυτή (που, όπως επισήμανε ο Νίκος Πουλαντζάς, υποδηλώνει πως θα μπορούσαν να υπάρχουν τάχα τάξεις χωρίς την πάλη των τάξεων, χωρίς τη μεταξύ τους αντιπαράθεση και ανεξάρτητα απ’ αυτήν) παραβλέπει τη βασική θέση του μαρξισμού για την πάλη των τάξεων ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας. Σύμφωνα με τη βασική αυτή μαρξιστική θέση, η πάλη των τάξεων είναι παρούσα και στη διαδικασία συγκρότησής τους, μια διαδικασία που συντελείται ταυτόχρονα και στα τρία επίπεδα της κοινωνικής δομής: τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό και το ιδεολογικό.
Η εργατική τάξη συγκροτείται με την κάμψη της αντίστασης των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων και των ανεξάρτητων εργαζομένων της απλής εμπορευματικής παραγωγής, κάτω από την πίεση της επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων, άρα μέσα από διαδικασίες ταξικής αντιπαράθεσης. Η προλεταριοποίηση, η απώλεια μέσων παραγωγής και εργασιακής ανεξαρτησίας, που αποτελεί όρο για την ένταξη στην εργατική τάξη, ταυτίζεται με την υπαγωγή στην εξουσία του κεφαλαίου και με την υποχώρηση προγενέστερων ιδεολογιών που στηρίζονταν και στήριζαν με τη σειρά τους, την εργασιακή ανεξαρτησία.
Η αντιπαράθεση της εργατικής τάξης με το κεφάλαιο είναι παρούσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, ακόμη και με τις απλούστερες μορφές της διεκδίκησης καλύτερων όρων εργασίας και μεροκάματου, ανεξαρτήτως του αν οι εργαζόμενοι έχουν συνείδηση της εμπλοκής τους στην ταξική πάλη. Στο άμεσο επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων οι προλετάριοι γνωρίζουν ότι υπόκεινται στην εξουσία της εργοδοσίας και διαμορφώνουν συνείδηση αυτής της πραγματικότητας, με όρους δίκαιου-άδικου, συχνά προσωποιημένα στον “άδικο εργοδότη”. Διαμορφώνεται, έτσι, η αυθόρμητη εργατική ιδεολογική τάση, υποκείμενη στην επιρροή της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, την οποία συνάμα υπονομεύει. Η ταξική πάλη διεξάγεται ολοκληρωμένα και σε επαναστατική κατεύθυνση στον βαθμό που η αυθόρμητη εργατική ιδεολογική τάση συνδέεται με την επιστημονική μαρξιστική ανάλυση της ταξικής εκμετάλλευσης και η αυθόρμητη αντίθεση στην καπιταλιστική κυριαρχία μετασχηματίζεται σε συνειδητή πολιτική πάλη για την ανατροπή της.
Η ταξική πάλη, ως εκ τούτου, διεξάγεται ανεξαρτήτως της συνείδησης των ατόμων-φορέων ταξικών κοινωνικών θέσεων, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη οργανωμένων φορέων για τη διεξαγωγή της. Η ύπαρξη αυτών των τελευταίων δεν υποδηλώνει παρά το επίπεδο ανάπτυξής της και πολιτικοποίησής της.
Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα η εργατική τάξη δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να είναι επαναστατική. Η ήττα λειτουργούσε καταλυτικά. Δεν ήταν όμως και δεν θα μπορούσε να είναι “ενσωματωμένη”, δεν αποδέχτηκε και δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί την υπάρχουσα πραγματικότητα που διαμόρφωσε η νίκη του αστισμού. Οι συνθήκες ζωής και εργασίας, πολλά χρόνια μετά τον Εμφύλιο, όπως πολύ σύντομα περιγράφτηκαν παραπάνω, δεν άφηναν περιθώριο για αυταπάτες.
Ταυτόχρονα, ο κόσμος αυτός έβγαινε μέσα από το μεγάλο σχολείο των σκληρών αγώνων μιας δεκαετίας, κατά την οποία αμφισβήτησε την αστική ταξική κυριαρχία. Στη μεγάλη αυτή ταξική αντιπαράθεση ηττήθηκε και το γνώριζε. Μπορεί, πλέον, το όραμα της Λαοκρατίας να είχε συντριβεί στις πλαγιές του Γράμμου, αλλά η λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία που διαμορφώθηκε στα χρόνια του αγώνα παρέμενε βαθιά ριζωμένη στη λαϊκή συνείδηση. Το απέδειξε το εντυπωσιακό 25% της διωκόμενης Αριστεράς το 1958, εννιά μόλις χρόνια από τη στρατιωτικο-πολιτική ήττα. Το απέδειξαν τα ποσοστά που ξεπερνούσαν το 50% στις εργατογειτονιές. Ακόμη και το 1964, όταν το πανελλαδικό ποσοστό της ΕΔΑ συρρικνώθηκε στο 12%, οι ίδιες αυτές συνοικίες έδιναν 30% και 40%.
Αυτός ο ηττημένος κόσμος δεν τραγουδούσε και δεν μπορούσε να τραγουδάει επαναστατικά θούρια, όπως έκανε στα χρόνια της εαμικής επανάστασης. Δεν τραγουδούσε, όμως, ούτε και τα ανάλαφρα τραγουδάκια που αναφέρονταν στις χαρές της ζωής των μεσοστρωμάτων, στους ρομαντικούς έρωτες και στην ξενοιασιά του ωχαδερφισμού. Τραγουδούσε Καζαντζίδη γιατί είχε συνείδηση της κατάστασης την οποία βίωνε. Και το τραγούδι του Καζαντζίδη μπόρεσε να παρακολουθήσει τη διαμόρφωση αυτής της συνείδησης βήμα το βήμα, ακριβώς γιατί διατηρούνταν άμεση σχέση με τον κόσμο αυτόν.
Τραγούδι απόγνωσης κατά τη δεκαετία του ’50. “Το σήμερα χειρότερο απ’ το χθες”, τραγουδάει ο Καζαντζίδης το 1956. Μηνύματα συγκρατημένης αισιοδοξίας στα τέλη της δεκαετίας και “μια καινούργια κοινωνία θε’ να χτίσω / κι απ’ τον κόσμο φτώχεια κι άδικο να σβήσω”. Για ν΄ακολουθήσει η έξαρση του εργατικού και λαϊκού δημοκρατικού κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του ’60, τότε που θ’ ακουστούν “τα μουτζουρωμένα χέρια και η φόρμα η παλιά (που) κρύβουν χρήμα και αξία και μια τίμια καρδιά”. Οι οικοδόμοι, στην πρωτοπορία των εργατικών και λαϊκών αγώνων, θα υμνηθούν στο “οικοδόμοι παλικάρια με περήφανη ψυχή”.
Περνάμε, πλέον, στην περίοδο των μεγάλων εργατικών αγώνων (η Ελλάδα είναι παγκοσμίως πρώτη χώρα σε απεργιακή δραστηριότητα στα μέσα της δεκαετίας του ’60), της μεγάλης έκρηξης της δημοκρατικής αντίστασης απέναντι στο μετεμφυλιακό καθεστώς, που θα αποκορυφωθεί με την εξέγερση των Ιουλιανών του 1965.
Τα τραγούδια που απορρίφτηκαν σαν “μοιρολατρικά” εξέφραζαν την άρνηση του εργαζόμενου λαικού κόσμου να αποδεχτεί την εφιαλτική μετεμφυλιακή πραγματικότητα. Συνέβαλαν, παράλληλα, στη μορφοποίηση της αυθόρμητης εργατικής ιδεολογίας, στην αναπαργωγή της συνείδησης των ταξικών διαφορών. Οι εργάτες, η εργαζόμενη νεολαία, οι οικοδόμοι που κατέβαιναν στα μαχητικά συλλαλητήρια και υποχρέωναν συχνά σε άτακτη φυγή τις αστυνομικές δυνάμεις καταστολής, με τα τραγούδια αυτά συνόδευαν τις ώρες της δουλειάς στα εργοστάσια και στις σκαλωσιές. Και, όπως φάνηκε, κάθε άλλο παρά ανασταλτικά λειτούργησαν στην ταξική συνειδητοποίηση και στην αγωνιστικότητά τους.
Είναι η εποχή που ο νέος αριστερός συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης θα πραγματοποιήσει τη μεγάλη τομή με το πολιτικό τραγούδι, που θεμελιώνεται, όμως, στις περιφρονημένες από την Αριστερά και τη διανόησή της βάσεις του λαϊκού τραγουδιού. Ο Καζαντζίδης θα ερμηνεύσει, μεταξύ πολλών άλλων, το συγκλονιστικό “Βράχο βράχο τον καημό μου”, χαστούκι στο καθεστώς που εξακολουθεί να κρατάει στα ξερονήσια χιλιάδες λαϊκούς αγωνιστές. Και θ’ αντιλαλήσουν οι εργατογειτονιές το “Σαββατόβραδο”.
Την ίδια περίοδο κατά χιλιάδες φεύγουν καθημερινά οι μετανάστες για τις “φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές”. Το άμεσο ταξικό αισθητήριο θα καταστήσει τον Καζαντζίδη τραγουδιστή της μετανάστευσης, εκφραστή του πόνου του εργάτη που παίρνει “το τρένο Γερμανίας-Αθηνών, στην τρίτη θέση σε μια άκρη καθισμένος”, καθώς “πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο / μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα, όπου γης είναι πατρίδα”.
Ο Καζαντζίδης θα αποσυρθεί από το πάλκο το 1965, όταν πλέον σοβαρές αλλαγές αρχίζουν να συντελούνται στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Όταν τα “μπουζούκια” γίνονται χώρος ψυχαγωγίας “αυτών που ήθελαν να κάνουν επιδείξεις”, που σκορπούσαν το χρήμα γιατί το είχαν βγάλει χωρίς κόπο, όπως ο ίδιος διαπίστωνε. Των νεόπλουτων, των βολεμένων. Τελικά των Ωνάσηδων και των Νιάρχων.
Θα συνεχίσει, εντούτοις, την επαφή και την επικοινωνία με τον κόσμο του μέσα από τους δίσκους, μέχρι που κι αυτή η δίοδος κόπηκε για να επαναλειτουργήσει χρόνια μετά.
Αναγνωρισμένος ως εκφραστής της αυθόρμητης συνείδησης του κόσμου της βιοπάλης, απ’ αυτόν τον ίδιο κόσμο, ο Καζαντζίδης θα αντιμετωπιστεί “θετικά” κι από την Αριστερά όταν, πλέον, οι συνθήκες έχουν καταστήσει ανεπίκαιρο μεγάλο μέρος από το έργο του. Η Αριστερά θα συμπεριφερθεί, έτσι, απέναντι στο μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέθηκε και προς το ρεμπέτικο. Απαξιώνοντάς το στην εποχή της ακμής του, εκθειάζοντάς το (ένα μέρος του τουλάχιστον, το πιο εύπεπτο και ενσωματώσιμο στη χαρακτηριστική μικροαστική κουλτούρα της) αργότερα, ως είδος μουσειακό.
Στη συμπεριφορά αυτή έχει καταπληκτική σύμπτωση με τη στάση των εκπροσώπων της επίσημης αστικής ιδεολογίας, αν και από διαφορετικές αφετηρίες. Το ρεμπέτικο χλευάστηκε από την αστική διανόηση και διώχτηκε από τους μηχανισμούς καταστολής, ως ξενόφερτο, ανατολίτικο, παρακμιακό, αταίριαστο με τον εθνικό ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, που “τόσο πετυχημένα” (!) εξέφραζαν τα γλυκανάλατα δυτικότροπα τραγουδάκια της οπερέτας. Σήμερα ο συκοφαντημένος στον καιρό του Βαμβακάρης κατατάσσεται μεταξύ των μεγάλων μορφών του εθνικού νεοελληνικού πολιτισμού και αναζητώνται οι βυζαντινές ή και οι… αρχαιοελληνικές ρίζες του έργου του!
Αντιστοίχως, το “μοιρολατρικό και παρακμιακό” (και για την επίσημη αστική ιδεολογία), “ξενόφερτο και ανατολίτικο” επίσης, μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι ακούγεται στα μπουζουξίδικα, εν μέσω τεκνοτσιφτετελιών και σκυλάδικων. Με την κατάλληλη προσαρμογή στην ενορχήστρωση, κάποια λαϊκά κομμάτια ακούγονται ως και στα Μέγαρα Μουσικής. Και στα πρώτα και στα δεύτερα, όμως, θα είναι πολύ απίθανο να ακουστεί το αυθόρμητα ταξικό τραγούδι που ερμήνευσε ο Καζαντζίδης. Το “όταν κανείς είναι φτωχός απ’ όλους αδικιέται / ο φτωχός, μάνα, καλύτερα να μη γεννιέται” ή το “ας μην ξεχνάμε όλοι μας, μέσ’ στη ζωή ετούτη / με τον ιδρώτα του φτωχού πως βγαίνουνε τα πλούτη”. Ούτε μπορούν να πουν τίποτα στους νεόπλουτους “νυχτόβιους” ούτε έχουν υπάρξει ποτέ για το ελληνικό εθνικό σύστημα μουσικής.
Ίσως, μάλιστα, να είναι καλύτερα έτσι. Αισθητικά, γιατί αποφεύγεται η κακοποίησή τους. Ιδεολογικά, γιατί επιβεβαιώνεται και σήμερα η δυνατότητα εκρηκτικής λειτουργίας τους στις εργατικές και λαϊκές συνειδήσεις. Αυτής της λειτουργίας που η Αριστερά δεν ήθελε, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε και να αντιληφθεί.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε το 2005 στο περιοδικό “Λαϊκό Τραγούδι” και στο βιβλίο “Στέλιος Καζαντζίδης. Αφιέρωμα” (επιμέλεια Θωμάς Κοροβίνης, εκδ. Οδός Πανός).