Ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος για την καγκελαρία “ξέχασε” τα ευρωομόλογα και διαμηνύει ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα κρίνει “την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη”.
Η διατύπωση που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός στην Μαδρίτη, ότι “τα ελλείμματα του νότου είναι τα πλεονάσματα του ευρωπαϊκού βορά” δεν είναι καινοφανής αλλά αντίθετα ένα από τα κεκτημένα της συζήτησης για την “ελληνική κρίση”, που δεν είναι απλά και μόνο ελληνική αλλά αφορά συνολικότερα το ευρώ, την ΕΕ και το μέλλον της Ευρώπης.
Η λύση αυτής της αντίφασης βέβαια δεν είναι εύκολη, ειδικά όταν η Γερμανία εξοστρακίζει ακόμα και τις κεϋνσιανές συστημικές λύσεις που έχουν προταθεί και πρώτη απ’ όλες την έκδοση ευρωομολόγων για την αμοιβαιοποίηση των κινδύνων.
Δεν είναι λοιπόν εύκολα εξηγήσιμο γιατί ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε αυτήν την στιγμή για να επαναφέρει το θέμα. Γιατί αν προσδοκούσε τη στήριξη “νότιων” συνομιλητών όπως ο Φρανσουά Ολάντ, έκανε προφανώς λάθος: Το ενδιαφέρον του Γάλλου προέδρου στη σύνοδο Κορυφής των Χωρών του Νότου της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρχιζε και τελείωνε στη δημόσια έκφραση της κατανόησης για την επίθεση των ΗΠΑ στη Συρία.
Θα μπορούσαμε βέβαια να πιθανολογήσουμε ότι οι δηλώσεις του πρωθυπουργού έγιναν με το βλέμμα στο Βερολίνο και τον Σουλτς, που θεωρείται από πληθώρα κυβερνητικών στελεχών προνομιακός συνομιλητής και “εγγύηση” για να βγούμε από τα αδιέξοδα. Και όντως ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος για την καγκελαρία, παρά τις αντιδράσεις που υπήρχαν στην Γερμανία, είχε ταχθεί επανειλημμένα υπέρ των ευρωομολόγων.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι πλέον ο Μάρτιν Σουλτς το γύρισε κανονικά επί το… σοϊμπλέστερον, τασσόμενος κατά των ευρωομολόγων, σε μια εμφανή προσπάθεια να εναρμονιστεί με αυτά που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, αλλά και με όσα προκύπτουν από τις συνομιλίες του με οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες της Γερμανίας.
Σαν να μην έφτανε μάλιστα αυτό, ο “συνομιλητής” μας, θυμίζοντας εντυπωσιακά τις αντίστοιχες θέσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, δήλωσε προς πάσα κατεύθυνση ότι «η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη θα εξαρτηθούν από το βαθμό στον οποίο θα εφαρμόζονται οι μεταρρυθμίσεις στη Ελλάδα».
Και αυτή η στροφή του Σουλτς δείχνει ότι είναι σχεδόν αδύνατον να υπάρξουν καλά νέα για το (καθοριστικό) ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων και υπογραμμίζει πολύ πιο έντονα τις (κατά Τσακαλώτο) “στενοχώριες” που έρχονται για τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους αυτής της χώρας.
Οπότε, παρά τις πρόθυμες γραφίδες που βιάστηκαν να πανηγυρίσουν, τ’ είχες Γιάννη, τ’ είχα πάντα, και οι πέτρες ξανακυλάνε στη βάση του βουνού, και άντε να ξανασκύβουμε, να τις ξανασηκώνουμε, και να τραβάμε πάλι την ανηφόρα καλοκαιριάτικα.
Δεν είναι λοιπόν εύκολα εξηγήσιμο γιατί ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε αυτήν την στιγμή για να επαναφέρει το θέμα. Γιατί αν προσδοκούσε τη στήριξη “νότιων” συνομιλητών όπως ο Φρανσουά Ολάντ, έκανε προφανώς λάθος: Το ενδιαφέρον του Γάλλου προέδρου στη σύνοδο Κορυφής των Χωρών του Νότου της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρχιζε και τελείωνε στη δημόσια έκφραση της κατανόησης για την επίθεση των ΗΠΑ στη Συρία.
Θα μπορούσαμε βέβαια να πιθανολογήσουμε ότι οι δηλώσεις του πρωθυπουργού έγιναν με το βλέμμα στο Βερολίνο και τον Σουλτς, που θεωρείται από πληθώρα κυβερνητικών στελεχών προνομιακός συνομιλητής και “εγγύηση” για να βγούμε από τα αδιέξοδα. Και όντως ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος για την καγκελαρία, παρά τις αντιδράσεις που υπήρχαν στην Γερμανία, είχε ταχθεί επανειλημμένα υπέρ των ευρωομολόγων.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι πλέον ο Μάρτιν Σουλτς το γύρισε κανονικά επί το… σοϊμπλέστερον, τασσόμενος κατά των ευρωομολόγων, σε μια εμφανή προσπάθεια να εναρμονιστεί με αυτά που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, αλλά και με όσα προκύπτουν από τις συνομιλίες του με οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες της Γερμανίας.
Σαν να μην έφτανε μάλιστα αυτό, ο “συνομιλητής” μας, θυμίζοντας εντυπωσιακά τις αντίστοιχες θέσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, δήλωσε προς πάσα κατεύθυνση ότι «η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη θα εξαρτηθούν από το βαθμό στον οποίο θα εφαρμόζονται οι μεταρρυθμίσεις στη Ελλάδα».
Και αυτή η στροφή του Σουλτς δείχνει ότι είναι σχεδόν αδύνατον να υπάρξουν καλά νέα για το (καθοριστικό) ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων και υπογραμμίζει πολύ πιο έντονα τις (κατά Τσακαλώτο) “στενοχώριες” που έρχονται για τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους αυτής της χώρας.
Οπότε, παρά τις πρόθυμες γραφίδες που βιάστηκαν να πανηγυρίσουν, τ’ είχες Γιάννη, τ’ είχα πάντα, και οι πέτρες ξανακυλάνε στη βάση του βουνού, και άντε να ξανασκύβουμε, να τις ξανασηκώνουμε, και να τραβάμε πάλι την ανηφόρα καλοκαιριάτικα.