Υποψήφιος για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών το 2016 κόντρα στον Ντόναλντ Τραμπ, ο γερουσιαστής Νότιας Καρολίνας Λίντσεϊ Γκράχαμ είχε χαρακτηρίσει τον αντίπαλό του «τρελό» και πνευματικά «ακατάλληλο για πρόεδρο». Ακόμη κι όταν ο Τραμπ είχε κερδίσει πλέον το χρίσμα, ο Γκράχαμ αρνήθηκε να τον υποστηρίξει απέναντι στη Χίλαρι Κλίντον. Δύο χρόνια αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος υποστήριξε ολόθερμα τον εκλεκτό του Τραμπ για το Ανώτατο Δικαστήριο, Μπρετ Κάβανο. Αλλοι δύο Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές που έχουν εξαπολύσει φαρμακερά βέλη εναντίον του Τραμπ, η Σούζαν Κόλινς και ο Τζεφ Φλέικ, ήταν εκείνοι που έγειραν την πλάστιγγα υπέρ του Κάβανο.
Η οριακή υπερψήφιση του δικαστή, παρά τις κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί εναντίον του για ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά στα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια, ήρθε ύστερα από ένα παρατεταμένο ψυχόδραμα που καθήλωσε την Αμερική και μεταφράστηκε ως πολιτική νίκη για τον Τραμπ. Οχι μόνο γιατί κατάφερε να υπερισχύσει των Δημοκρατικών, που είχαν κηρύξει πανστρατιά για τη ματαίωση του διορισμού, αλλά και γιατί για πρώτη φορά κατάφερε να συσπειρώσει τους Ρεπουμπλικανούς, το κατεστημένο των οποίων τον αντιμετώπιζε ως ξένο σώμα.
Στην τελική ευθεία
Με αναστηλωμένη την αισιοδοξία τους ύστερα από την αίσια έκβαση της υπόθεσης Κάβανο, ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί ρίχτηκαν στην τελική ευθεία για τη μεγάλη μάχη των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο, στις 6 Νοεμβρίου. Αν τα καταφέρουν, ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορεί να κυβερνά τους επόμενους 26 μήνες χωρίς αναχώματα από τη νομοθετική εξουσία. Παράλληλα, θα απαλλαγεί οριστικά από τον φόβο ενδεχόμενης παραπομπής του με το ερώτημα της καθαίρεσης στην περίπτωση που προκύψουν ενοχλητικά ερωτήματα από την έρευνα του ειδικού ανακριτή Ρόμπερτ Μιούλερ για τη ρωσική υπόθεση. Κάτι περισσότερο: από εκεί που όλοι οι αντίπαλοί του αναρωτιόνταν εάν ο Τραμπ καταφέρει να ολοκληρώσει μία προεδρική θητεία, από τις 7 Νοεμβρίου θα αρχίσουν να αγωνιούν μήπως τον φορτωθούν και για δεύτερη. Είναι αλήθεια ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα δίνουν έως τις 6 Νοεμβρίου μια μάχη σε ανηφορικό έδαφος. Η παράδοση θέλει τις πρώτες εκλογές μετά την ανάδειξη νέου προέδρου να κερδίζονται από την αντιπολίτευση. Το 1994, δύο χρόνια μετά την εκλογή του Μπιλ Κλίντον, η «συντηρητική επανάσταση» του Νιουτ Γκίνγκριτς έδωσε στους Ρεπουμπλικανούς και τα δύο σώματα του Κογκρέσου. Στη Βουλή, το καθαρό κέρδος τους ήταν 54 έδρες. Το 2006, στις δεύτερες ενδιάμεσες εκλογές επί προεδρίας Τζορτζ Μπους, σάρωσαν οι Δημοκρατικοί, με καθαρό κέρδος 31 εδρών στη Βουλή. Το 2010, δύο χρόνια μετά τον θρίαμβο του Μπαράκ Ομπάμα, οι Ρεπουμπλικανοί άλωσαν τη Βουλή με τη μεγαλύτερη ανατροπή από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης, τη δεκαετία του 1930: το καθαρό κέρδος τους ήταν 63 έδρες.
Αυτή τη χρονιά, αρκεί ένα καθαρό κέρδος 23 εδρών για να εξασφαλίσουν οι Δημοκρατικοί τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων (συνολικά, 435 έδρες). Οι δημοσκοπήσεις τούς ευνοούν, αφού φαίνεται να έχουν άνετο προβάδισμα σε 209 έδρες, ενώ από τις έδρες που «παίζονται» οι 68 ανήκουν σε Ρεπουμπλικανούς και μόνο 10 σε Δημοκρατικούς. Αντίθετα, στη Γερουσία, παρότι η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών είναι οριακή (51-49), η εκλογική γεωγραφία τούς ευνοεί. Σε αντίθεση με τη Βουλή, όπου σε όλες τις εκλογές ανανεώνονται όλες οι έδρες, στη Γερουσία ανανεώνεται κάθε φορά μόνο το ένα τρίτο του σώματος. Από τις 35 έδρες που θα κριθούν φέτος, οι 26 ανήκουν σε Δημοκρατικούς και μόνο εννέα σε Ρεπουμπλικανούς.
Σε πολλά διεθνή μίντια κυριαρχεί η εντύπωση πως ο Τραμπ είναι το μεγάλο βαρίδι των Ρεπουμπλικανών σε αυτή την εκλογική ανηφόρα. Οι Αμερικανοί μάλλον δεν είναι τόσο σίγουροι. Ναι μεν η δημοτικότητα του Τραμπ ποτέ δεν χτύπησε ταβάνι, αλλά παρέμεινε εντυπωσιακά σταθερή, γύρω στο 42% – μάλιστα, το τελευταίο δεκαήμερο εμφάνιζε μια κάποια άνοδο. Σημειωτέον ότι η δημοτικότητα του Μπαράκ Ομπάμα στις ενδιάμεσες εκλογές ήταν γύρω στο 43-44%. Στο μεταξύ, η κατάσταση της οικονομίας ευνοεί τους Ρεπουμπλικανούς. Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης είναι 4,2% και η ανεργία έχει συρρικνωθεί στο 3,7%, επιδόσεις αξιοζήλευτες για τις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες.
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει βάσιμα ότι η καυχησιολογία του Τραμπ για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας παραπέμπει στον κόκορα που, επειδή λαλεί την αυγή, αισθάνεται ότι είναι εκείνος που υψώνει τον ήλιο. Το πολιτικό αποτέλεσμα, όμως, δεν αλλάζει. Η μείωση των φορολογικών βαρών που πέρασαν οι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο ικανοποιεί μεγάλο μέρος της άρχουσας και της μεσαίας τάξης, ενώ η κοινωνική δημαγωγία των μύδρων του εναντίον της παγκοσμιοποίησης βρίσκει απήχηση σε εργατικά στρώματα που πλήττονται από την αποβιομηχάνιση. Παράλληλα, η αμφισβήτηση διεθνών εμπορικών συνθηκών που είχαν υπογράψει οι προκάτοχοί του δεν κατέληξε στην καταστροφή που πολλοί προεξοφλούσαν. Αντίθετα, το Μεξικό, ο Καναδάς και η Νότια Κορέα υπέγραψαν καινούργιες συμφωνίες, κάνοντας παραχωρήσεις (πολύ μικρότερες από εκείνες που διατυμπανίζει ο Τραμπ) στις ΗΠΑ.
Με αυτά τα δεδομένα, το πιθανότερο αποτέλεσμα των εκλογών θα είναι να κερδίσουν οι Δημοκρατικοί τη Βουλή, με μικρότερη ή μεγαλύτερη διαφορά και να διατηρήσουν, έστω και δύσκολα, οι Ρεπουμπλικανοί τη Γερουσία. Ενα αποτέλεσμα πολιτικά διαχειρίσιμο από τον Τραμπ, που θα αφήσει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά για την επόμενη διετία. Βεβαίως, στις τρεις εβδομάδες που μένουν μέχρι τις εκλογές πολλά μπορεί να συμβούν. Ηδη, η αναταραχή στη Γουόλ Στριτ κλονίζει το αφήγημα Τραμπ για την ευρωστία της οικονομίας, ενώ η παραίτηση της πρέσβειρας στον ΟΗΕ Νίκι Χέιλι επαναφέρει το φάντασμα της εκ των ένδον αμφισβήτησης.
Ενα από τα ανοιχτά ερωτήματα είναι υπέρ ποίου θα λειτουργήσει η υπόθεση Κάβανο. Οι πρώτες ενδείξεις είναι ότι η πόλωση συσπειρώνει και κινητοποιεί και τα δύο στρατόπεδα, αν και με διαφορετικό τρόπο – πολλές γυναίκες και προοδευτικοί ακτιβιστές θα πάρουν τη ρεβάνς ψηφίζοντας Δημοκρατικούς, ενώ η χριστιανική Δεξιά που ερεθίστηκε από τον κατά Τραμπ «οργισμένο όχλο» των διαδηλωτών θα συσπειρωθεί γύρω από τους Ρεπουμπλικανούς. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η πρωτοφανής πόλωση που διατρέχει όλη την αμερικανική κοινωνία, και της οποίας ο Τραμπ είναι μόνο το σύμπτωμα, θα κερδίσει άλλη μία μάχη.
Το αίνιγμα της αποχής
Την έκβαση της αναμέτρησης θα επηρεάσει σε καταλυτικό βαθμό η έκταση της αποχής από την εκλογική διαδικασία. Η πρώτη σύγχρονη Δημοκρατία εντυπωσιάζει με τα χαμηλά επίπεδα πολιτικού ενδιαφέροντος των πολιτών της, κάτι που ισχύει διαχρονικά με ελάχιστες εξαιρέσεις. Πρόσφατη έρευνα κατέτασσε τις ΗΠΑ στην 26η θέση μεταξύ 32 δημοκρατικών, ανεπτυγμένων χωρών ως προς την προσέλευση στις κάλπες (πρώτη ήταν η Σουηδία, με ποσοστό περίπου 84%). Στις εκλογές του 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη πρόεδρος με το 46% των ψήφων (τρία εκατομμύρια λιγότερες από την Κλίντον, λόγω εκλογικού συστήματος) και με την προσέλευση να ανέρχεται σε μόλις 55,7%. Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα στις εκλογές για το Κογκρέσο, όπου η προσέλευση είναι κατά κανόνα κάτω από 40%. Στις τελευταίες ενδιάμεσες εκλογές του 2014, επί προεδρίας Ομπάμα, η συμμετοχή ήταν μόλις 36%, κατά τι μικρότερη από εκείνη του πρόσφατου δημοψηφίσματος στη FYROM. Η πολωτική ατμόσφαιρα και η κρισιμότητα της φετινής αναμέτρησης μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα.
*Πηγή: kathimerini.gr