Άγνωστες ιστορίες για τον σπουδαίο ποιητή όπως τις αφηγήθηκαν οι ναυτικοί που ταξίδεψαν μαζί του
Σαν σήμερα, πριν από 110 χρόνια γεννήθηκε ο ποιητής – ασυρματιστής Νίκος Καββαδίας.
Το 1933, εξέδωσε την ποιητική του συλλογή «Μαραμπού», το 1947 το «Πούσι», το 1954 το μυθιστόρημά του «Βάρδια». Το 1975 δεν πρόλαβε να δει την ποιητική του συλλογή «Τραβέρσο» να κυκλοφορεί. Πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου, το «Τραβέρσο» έφτασε στα βιβλιοπωλεία λίγες ημέρες αργότερα.
Η ποιητική συλλογή του Καββαδία, «Μαραμπού» προκάλεσε ενδιαφέρον, όμως η μεγάλη αναγνώριση του ποιητή ήρθε, μετά θάνατον, από τη μελοποίηση ποιημάτων του από τον Γιάννη Σπανό τον Δεκέμβριο του 1975, την Μαρίζα Κωχ το 1977, και τον Θάνο Μικρούτσικο στον δίσκο «Σταυρός του Νότου», το 1979.
Το 1977, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, που πέρασε τη ζωή του στα πλοία και τα λιμάνια της υφηλίου, 37 συνάδερφοί του, ναυτικοί συμμετείχαν σε λογοτεχνικό διαγωνισμό, σκιαγραφόντας το έργο και την προσωπικότητά του.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1977, το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» και ο Βασίλης Καββαθάς δημοσίευσαν σπάνιες αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν δίπλα στον Καββαδία.
«Ο Νίκος Καββαδίας ήξερε, ότι δεν έπρεπε να εκθέτει τον εαυτό του στον κίνδυνο να “βιαστεί” η ευαισθησία του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το κατάφερνε πάντα…
»Είχε βγει στο δρόμο της περιπέτειας, που τον μέθαγε κι έκανε του κεφαλιού του…Μέσα στον ναυτικό επενδυτή του (σ.σ. ναυτικό παλτό), που μοσχοβολούσε θαλασσινό αέρα και αρμύρα, υπήρχαν πάντα σημειωμένοι, σ’ ένα χαρτί, στίχοι, από ένα καινούριο του ποίημα…
»Κι ήταν έτοιμος να σου διηγηθεί μια αμαρτωλή ιστορία, δοσμένη με το δικό του τον τρόπο, αυθόρμητα, καθαρά, πού έζησε ή άκουσε σ’ ένα από τα λιμάνια που “έπιασε”, όταν ταξίδευε…
»Μα εκείνο που χαρακτηρίζει τον Καββαδία, σαν άνθρωπο», συνεχίζει ο πλοίαρχος Ρομποτής, «στην ιδιότυπη λειτουργία του ναυτικού και του ποιητή, είναι οι φράσεις του:
Έχω κάνει το στήθος μου πινακοθήκη των φίλων μου.
Έτσι, τους κρατώ πάντα κοντά στην καρδιά μου!…».
Οι παλιοί συνάδερφοι του Καββαδία μνημονεύουν την αφοπλιστική του ειλικρίνεια.
«Όταν κάποτε χάρισε ένα θαυμάσιο κολιέ από κοράλια σε κάποια γνωστή του της είπε:
Μη στενοχωρηθείς πως ξοδεύτηκα για να τ’ αγοράσω.
Τόκλεψα από μια παστρικιά στη Βομβάη.
Όμως, μην ανησυχείς, το ξέπλυνα με ουίσκι, και τ’ άφησα μέρες με σκέτο οινόπνευμα για να τ’ απολυμάνω…»
Τατουάζ
«Είχε τατουάζ – στάμπες – σ’ όλο του το κορμί. “Mόνο στα πόδια δεν έχω”, έλεγε. Και τραβούσε το πουκάμισό του κι έδειχνε το μαλλιαρό στήθος του και την κοιλιά του, που ήταν γεμάτη από καλλιτεχνήματα… Στην πλάτη του είχε ένα μεγάλο ωροσκόπιο. Τρεις μέρες πάλευαν, τρεις Γιαπωνέζοι, για να το φτιάξουν. Ήτανε ανήσυχοι και νευρικοί. Απ’ ό,τι κατάλαβα, βρίσκανε πολλές φλεβίτσες, που τους δυσκόλευαν στη δουλειά τους…»
Ταυτότητα και άρωμα γυναίκας
Θαυμασμό προκαλούσε στα χρόνια που ο Καββαδίας ήταν στα καράβια, η ικανότητά του να ξεχωρίζει την καταγωγή των γυναικών.
«Έβαζε στοιχήματα και τα κέρδιζε. Έλεγε στο καράβι – το επιβατικό – που δούλευε:
– Αυτή είναι Σιαμίτισσα. Ο πατέρας της είναι Γάλλος…Ο φίλος του, καπετάνιος Σπύρος Βανδώρος αντιδρούσε.
– Και δεν υπάρχει περίπτωση να είναι η μητέρα της Γαλλίδα;
– Όχι να μας φέρουν τα διαβατήρια, να βρούμε άκρη…
– Έγινε…
Και είχε δίκιο.
»Στο Παρίσι, κάποτε, δήλωσε ότι άμα μυρίσει ανθρώπινο κορμί, μπορεί να σου πει από πού είναι. Του δένανε – οι φίλοι του- τα μάτια και του φέρανε μια γυναίκα. Τον ρώτησαν:
– Άνδρας είναι ή γυναίκα; Τη μύρισε και είπε…
– Γυναίκα σίγουρα
– Από πού είναι;
– Είναι από το Μαρόκο ή από κει κοντά…
Έτσι ήτανε. Φέρνουν κάποιον άλλον. Τον μυρίζει;
– Με συγχωρείτε, βρε παιδιά. Αυτός δεν είναι ούτε άνδρας ούτε γυναίκα…
Κόκκαλο οι άλλοι.
Με τον Σεφέρη
«Στη Βηρυττό πάντα, θα πήγαινε στην Πρεσβεία, συντροφιά με το διπλωμάτη τότε Σεφέρη. Θα παρακολουθούσαν μαζί μια εθνική γιορτή.
– Άφησε με να σε οδηγώ εγώ, του λέει ο Καββαδίας. Τον πήγε από ένα δρόμο, γεμάτο με ελληνικές σημαίες.
– Εδώ είναι Ελλάδα, του λέει ο Σεφέρης. Δεν τον ήξερα αυτόν το δρόμο.
– Είναι τα ελληνικά μπορντέλα…
Για τον Σεφέρη πάντα έλεγε: «Ήταν φίλος μου, αλλά δεν ξέρω αν ήμουν και γω δικός του…» Να ένας διάλογός τους:
– Εγώ μπορώ να σ’ έχω φίλο;
– Γιατί;
– Εγώ είμαι λαϊκός άνθρωπος. Εσύ είσαι άλλο…
«Ο Σεφέρης δεν έχει πολλά πάρε δώσε με τον κόσμο», έλεγε ο Καββαδίας. «Κι αυτό δεν είναι καλό για έναν ποιητή…»
Ο θάνατος
«Στα πρώτα του ταξίδια στο Περού [ο Καββαδίας] συνάντησε μια χαρτορίχτρα. Του είπε: “Θα γίνεις γνωστός στο 1934 και θα πεθάνεις γύρω στα 64 χρόνια σου…”. Έτσι έγινε. Το 1933 έβγαλε το ‘Μαραμπού’ και δικαίωνε την Περουάνα χαρτορίχτρα.
»Όσο πλησίαζε η “άλλη” ημερομηνία, τόσο ζούσε με την αγωνία του θανάτου. “Δεν μπορεί να έπεσε έξω η Περουάνα”, έλεγε.
»Τον Φεβρουάριο του 1975, ο Καββαδίας υπέστη εγκεφαλικό. «Αυτό που φοβόμουνα, να πεθάνω δηλαδή, στη στεριά, έγινε…
»Λίγες ημέρες μετά πέθανε.
»Στην ατζέντα του βρέθηκε το τελευταίο του ποίημα:
Μα ο ήλιος εβασίλεψε
κι ο αετός απεκοιμήθη
και το βοριά τον δροσερό
τον πήραν τα καράβια
κι έτσι δόθηκε ο καιρός
του χάρου και τον πήρε»
Ένας ναυτεργάτης τον «αποχαιρέτησε» με αυτά τα λόγια:
«Αγαπημένε μας ποιητή,
ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα – στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός.
Εμείς θα πάμε για “σκάντζα” βάρδια. Ένα καράβι που πλέει αλάργα, χαμένο στο πούσι, αν βρει την ρότα του, θα μας πάρει.
Για καλό κατευόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοι σου, σ’ αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο από τα μάτια μας θαλασσένιο νερό. Είναι μαζεμένο από της θάλασσας τον καθάριο βυθό…»