Φαίνεται πλέον σήμερα με τον πλέον καθαρά τρόπο ότι οι μορφές της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και αντίστοιχων πολιτικών και οικονομικών ολοκληρώσεων, που ταυτίστηκαν με την παγκοσμιοποίηση, ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό και αμερικανικό επίπεδο, κλονίζονται ισχυρά, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι οδηγούνται αυτοματοποιημένα στην κατάρρευση. Σε κεντρικές χώρες του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου επικρατεί ή γίνεται εξαιρετικά ισχυρή η τάση της εθνικής αναδίπλωσης και αποστασιοποίησης από τις σχετικές ολοκληρώσεις (Βρετανία με την επικράτηση του Brexit, ΗΠΑ με την ανάδειξη του Ν. Τράμπ στην προεδρία της χώρας, ισχυρότατη παρουσία στην Αυστρία, γεωμετρική άνοδος της Εναλλακτικής στην Γερμανία, απειλητική παρουσία του Εθνικού Μετώπου στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του Μαίου 2017, συντριπτική απόρριψη των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων στην Ιταλία κλπ.).
Η αντικειμενική επέκταση του κεφαλαίου και οι αντιφάσεις της
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι τα κινήματα της Αριστεράς που προκάλεσαν αυτή την αποδόμηση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, ούτε προφανώς τα σοσιαλδημοκρατικά ή συντηρητικά αστικά πολιτικά κόμματα : Στην πρώτη περίπτωση λόγω της χαμηλής επιρροής των αριστερών κινημάτων στις κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες, στη δεύτερη περίπτωση γιατί οι αστικές παρατάξεις (συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών) είναι τα κατ’ εξοχήν πολιτικά στηρίγματα της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Πρόκειται άρα για πολιτικά κινήματα ακραίου δεξιού χαρακτήρα, με εθνικιστικά και ξενοφοβικά χαρακτηριστικά που διεδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο, κατορθώνοντας να ηγεμονεύσουν στη στάση οργής και απογοήτευσης σημαντικών πληβειακών στρωμάτων της ευρωπαϊκής ηπείρου, που έχουν υποστεί τις παντοειδείς επιπτώσεις του σύγχρονου διεθνοποιημένου καπιταλισμού (ανεργίας, εξαθλίωσης, κατάρρευσης δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών κ.ά.).
Οι διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου που δρομολογήθηκαν στο ευρωπαϊκό επίπεδο από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, και ακόμη παραπέρα η παγκοσμιοποίηση που προέκυψε τις επόμενες δεκαετίες, δεν ήταν έκφραση του κοσμοπολιτικού βολονταρισμού των αστικών τάξεων των επιμέρους χωρών. Απεναντίας ήταν το αποτέλεσμα της αντικειμενικής κίνησης ανάπτυξης του κεφαλαίου που είχε ανάγκη πρόσθετου ζωτικού χώρου πέραν των επιμέρους εθνικών συνόρων. Το ίδιο είχε συμβεί στην ιστορική αφετηρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπου ο κάθε επιμέρους εθνικός καπιταλισμός επεδίωκε να καθαιρέσει τα ενδιάμεσα εμπόδια που ορθώνονταν από τα επιμέρους φέουδα, πριγκιπάτα, πολιτείες, διαμορφώνοντας έναν ενιαίο εθνικό χώρο κυκλοφορίας των εμπορευμάτων χωρίς εμπόδια και δασμούς, με ενιαίο εθνικό νόμισμα, και τα υπόλοιπα κοινά χαρακτηριστικά (π.χ. γλώσσα, μεταφορικά δίκτυα κλπ.).
Αντίστοιχα οι επιμέρους εθνικοί καπιταλισμοί στην αντικειμενική διαδικασία επέκτασής τους, καθιέρωσαν τον ενιαίο οικονομικό ευρωπαϊκό χώρο (ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και ανθρώπινου δυναμικού), προκειμένου να υπερβούν τους δασμολογικούς φραγμούς, τις νομισματικές ισοτιμίες, τη διαφοροποίηση των επιμέρους εργασιακών καθεστώτων κλπ. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει μόνον στο οικονομικό και τελικά στο νομισματικό επίπεδο : Εκ των πραγμάτων απαιτούσε την συγκρότηση ενός υπερεθνικού διοικητικού, πολιτικού και οικονομικού οικοδομήματος, το οποίο σε μια εποχή που χαρακτηρίζονταν από την αρχόμενη επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, επέβαλε κανόνες και ρυθμίσεις γενικού ευρωπαϊκού χαρακτήρα (νομοθεσία, συνθήκες, βίβλοι κλπ.). Η ενοποίηση αυτή των εθνικών αστικών τάξεων στο ευρωπαϊκό επίπεδο δεν μπορούσε παρά να αναπαράγει τους όρους της αστικής ταξικής κυριαρχίας στον διευρυμένο ευρωπαϊκό χώρο, πράγμα που τις προσέδιδε μεγαλύτερη ισχύ έναντι των εθνικών εργατικών τάξεων.
Εντούτοις η ίδια η διαδικασία επέκτασης του κεφαλαίου και ελεύθερης λειτουργίας του σε ηπειρωτικό, ακόμη και σε παγκόσμιο επίπεδο (με τις σχετικές ρυθμίσεις του ΠΟΕ από τα μέσα της δεκαετίας του 1990), ενώ παρείχε νέα πεδία ανάπτυξης του κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού της «ελεύθερης αγοράς», εντούτοις έφερνε στην επιφάνεια νέες αντιφάσεις μέσα σε ολοκληρώσεις με διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, εξειδίκευσης του «συλλογικού εργάτη», εργατικού κόστους, κοινωνικών status κλπ. Η συσσώρευση εμπορικών πλεονασμάτων στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες σε σχέση με τις ελλειμματικές χώρες του ευρωπαϊκού νότου είναι μία από τις πολλές τέτοιου είδους αντιφάσεις. Σ’ αυτό το πλαίσιο η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που ανέκυψε εδώ και μια οκταετία, χωρίς να μπορεί να ξεπεραστεί εντελώς από τις ευρωπαϊκές οικονομίες, σε συνδυασμό με την κρίση χρέους που δημιουργούσε νέες μορφές κερδοσκοπίας, επέφεραν την επιδείνωση της κοινωνικής κατάστασης ευρύτατων στρωμάτων των ίδιων των ευρωπαϊκών χωρών, με το 30%-40% μεσοσταθμικά του ευρωπαϊκού πληθυσμού να αναπαράγεται συστηματικά σαφώς κάτω από τα όρια της φτώχειας. Η παγκοσμιοποίηση με την απολύτως απρόσκοπτη λειτουργία της καπιταλιστικής επεκτατικότητας, με τις εκκαθαρίσεις των λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων, παρήγαγε πλέον κοινωνικά αποτελέσματα που τείνουν να προσλάβουν την μορφή ενδημικών καταστάσεων χωρίς κοινωνικές διεξόδους.
Πληβειακές τάξεις στερημένες πολιτικών εκπροσωπήσεων
Τα σοσιαλδημοκρατικά εργατικά κόμματα, στο μέτρο που καταγράφονταν μια ορισμένη καπιταλιστική ανάπτυξη στις μεταπολεμικές δεκαετίες, λειτούργησαν με όρους κοινωνικής αναδιανομής και κράτους πρόνοιας. Η κρίση υπερσυσσώρευσης και η ανοιχτή καπιταλιστική διεθνοποίηση έθεσε τέρμα σ’ αυτή τη λειτουργία, παρόλο που οι σχηματισμοί αυτοί είχαν αναδειχθεί ως κύριοι εκπρόσωποι των εργατικών τάξεων, στη βάση των κοινωνικών συμβολαίων. Το γεγονός ότι όλα σχεδόν χωρίς εξαίρεση οδηγήθηκαν στη εφαρμογή των πολιτικών της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης, τα απομάκρυνε από τα πληβειακά λαϊκά στρώματα τα οποία και έμεναν ουσιαστικά χωρίς πολιτικές εκπροσωπήσεις (Γαλλία, Ελλάδα, Ισπανία κλπ.).
Τα αστικά συντηρητικά κόμματα από την άλλη πλευρά δεν είχαν αυτές τις διακυμάνσεις, εφόσον εκπροσωπούσαν την κοινωνική συμμαχία αστικής και μικροαστικών τάξεων, και εφόσον ανοιχτά και αποφασιστικά προωθούσαν την συγκρότηση του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου, οικονομικά, πολιτικά και νομισματικά. Συνεπώς, εφόσον εκπροσωπούσαν τους «από πάνω» δεν θίγονταν από τις κοινωνικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, εκτός και αν τμήματα των επιμέρους εθνικών αστικών τάξεων έκριναν ως προσφορότερη την προοπτική της υπεράσπισης των συμφερόντων τους με εγχειρήματα εθνικής οικονομικής αναδίπλωσης. Σε κάθε περίπτωση ήταν και θα συνεχίσουν να έχουν μια ισχυρή παρουσία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και για μακρό χρονικό διάστημα.
Τίθεται έτσι το ζήτημα της κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης των πληβειακών στρωμάτων, από την ευρωπαϊκή Αριστερά, που θα ήταν και ο φυσικός τους εκφραστής. Ωστόσο είναι αυτό που δεν συνέβη και δημιούργησε τις σημερινές επιπλοκές στις πολιτικές εκπροσωπήσεις. Αυτό έγινε για τους ακόλουθους ιστορικά λόγους :
α) Απέναντι στην επελεύνουσα νεοφιλελεύθερη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, δεν στάθηκαν πολιτικά επαρκή να διαμορφώσουν εναλλακτικές προοπτικές ριζοσπαστικού χαρακτήρα και κοινωνικής χειραφέτησης, ακολουθώντας ουσιαστικά κατά πόδας διαφορετικά πολιτικά σχέδια και σχηματισμούς. Το Γαλλικό ΚΚ από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ακολουθώντας την κυβερνητική πορεία του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, το ιταλικό κομμουνιστικό κίνημα την σύγκλιση με την χριστιανοδημοκρατία και τις οβειδιακές του μεταμορφώσεις, η Κομμουνιστική Επανίδρυση με την πρόσδεσή της στην κεντροαριστερά του Ρ. Πρόντι κλπ. Αυτό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα συμπαρέσυρε στην παραφθορά και τα απομάκρυνε σταδιακά από τις εργατικές πληβειακές εκπροσωπήσεις.
β) Το βάρος που έπεσε στους ώμους του δυτικού κομμουνιστικού κινήματος από την εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την κατάρρευσή του χωρίς καμία λαϊκή αντίσταση, γεγονός που κατέστησε το αριστερό κίνημα απωθητικό για ευρύτατα στρώματα των ευρωπαίων εργαζομένων, οι οποίοι προσανατολίζονταν σε εντελώς διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις. Η δυσφήμιση του σοσιαλιστικού οράματος από το καθεστώς του αυταρχικού κρατικού καπιταλισμού είχε μακροχρόνιες συνέπειες μέχρι και σήμερα στη δυνατότητα να προβληθεί το κομμουνιστικό κίνημα της γενικευμένης χειραφέτησης ως φερέγγυα και αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Η ίδια η αναφορά στον σοσιαλισμό της κοινωνικής απελευθέρωσης εξοβελίστηκε, και αντικαταστάθηκε από έναν «δημοκρατισμό» και «προοδευτισμό», που δεν απείχαν και πολύ από την ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία του παρελθόντος.
γ) Η προτεραιότητα και η απομόνωση της Αριστεράς στο «πολιτικό» πεδίο, με την υποτίμηση και τον δευτερεύοντα ρόλο του λαϊκού εργατικού κινήματος στην πολλαπλότητα των εκφράσεών του, και έτσι η καλλιέργεια διαδικασιών «ανάθεσης» από την ίδια την Αριστερά. Δεν ήταν το κίνημα που στοιχειοθετούσε και συγκροτούσε τη φυσιογνωμία των αριστερών σχηματισμών, αλλά ήταν αυτοί που επέβαλαν κανόνες στην ίδια την πορεία του κινήματος. Η απομάκρυνση έτσι εργατικής τάξης και αριστερού πολιτικού υποκειμένου γινόταν όλο και μεγαλύτερη, δίνοντας τη δυνατότητα στη λειτουργία διαφορετικών πολιτικών εκπροσωπήσεων.
Η ακροδεξιά κάλυψη του πολιτικού κενού και η ανατροπή της
Κατά συνέπεια η καπιταλιστική διεθνοποίηση, στη διαπλοκή της με την εφαρμογή του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και την κρίση χρέους που προέκυψε, δημιούργησε ολόκληρης κοινωνικές ζώνες λαϊκής υποβάθμισης, ανεργίας, αποσπασματικής απασχόλησης, εξαθλίωσης, περιθωριοποίησης σε όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, φέροντας την κατάσταση του «τρίτου κόσμου» στο ίδιο το εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών. Αυτές οι λαϊκές ζώνες βρέθηκαν κυριολεκτικά χωρίς πολιτικές εκπροσωπήσεις : Τα αστικά συντηρητικά στρώματα δεν ενδιαφέρονταν για το φαινόμενο αυτό, γιατί αυτά ήταν οι στυλοβάτες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, και είχαν επίγνωση ότι η εξυπηρέτηση των δικών τους ταξικών συμφερόντων θα είχε δραματικές συνέπειες σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εγκατέλειψαν τη λογική των κοινωνικών συμβολαίων και του κράτους πρόνοιας και έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων, επιτείνοντας τις συνέπειες της ευρωπαϊκής διεθνοποίησης, απώλεσαν σημαντικό μέρος των εργατικών τους εκπροσωπήσεων (Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα κ.ά.), και περιήλθαν στο ίδιο πολιτικό κάδρο των συντηρητικών κομμάτων, των καθεστωτικών δυνάμεων, οξύνοντας το ζήτημα των λαϊκών εκπροσωπήσεων. Τα κόμματα της Αριστεράς βρέθηκαν σε στάση ανεπάρκειας να αναλάβουν τον ρόλο των πολιτικών οργανωτών και εκπροσώπων των πληβειακών κοινωνικών ζωνών, εξ αιτίας της ίδιας της πορείας που ακολούθησαν : Η μεγάλη ιστορική ευκαιρία που αναδείχθηκε στην Ελλάδα με το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 για την προώθηση μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής αναιρέθηκε από τον ίδιο το φορέα αυτού του μετασχηματισμού, γεγονός που έβλαψε ανεπανόρθωτα την υπόθεση των αριστερών λαϊκών πολιτικών εκπροσωπήσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Δεν απέμενε πλέον παρά η ανάληψη της πληβειακής πολιτικής εκπροσώπησης από τις δυνάμεις του ακραίου συντηρητισμού, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, της εθνικιστικής αναδίπλωσης, της ισχυροποίησης του ρόλου των κατασταλτικών μηχανισμών, των περικοπών δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών κλπ. Κύριο πεδίο ανάπτυξής τους η λαϊκή αγανάκτηση και οργή απέναντι στο πολιτικό «κατεστημένο», κύριο μέσο συσπείρωσης η αξιοποίηση του «φόβου» απέναντι στους κλυδωνισμούς και στις επιπτώσεις της διεθνοποίησης, κύριο μέσον χειραγώγησης η ανεύρεση και ο εντοπισμός των «αποδιοπομπαίων τράγων», κύρια ιδεολογική τους αναφορά η προσφυγή στον ψευδεπίγραφο πατριωτισμό και την πατριδοκαπηλία. Η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης είναι πλέον το μείζον ιστορικό ζήτημα για την Αριστερά και το λαϊκό κίνημα για μια ολόκληρη περίοδο που έχουμε μπροστά μας.
Ο κλονισμός αυτός της καπιταλιστικής διεθνοποίησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν σημαίνει αναγκαστικά την κατάρρευση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε βραχυπρόθεσμη προοπτική, αν και διαμορφώνει όρους να προκληθεί μεσοπρόθεσμα. Ακόμη και αν αυτό συμβεί, και μάλιστα με τους όρους που τείνει να εξελιχθεί, δηλαδή υπό την κυρίαρχη ηγεμονία δυνάμεων της άκρας δεξιάς (Βρετανία, Γαλλία, Αυστρία κλπ.), να έρθει στην επιφάνεια ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο εθνικής περιχαράκωσης των επιμέρους καπιταλισμών, αυτό δεν οδηγεί αναγκαστικά σε προοδευτικούς και σοσιαλιστικούς μετασχηματισμούς στο εσωτερικό των εθνικών κρατών. Τόσο η ολοκλήρωση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, όσο όμως και η ενδεχόμενη αποδυνάμωση και απορρύθμισή της δεν επιφέρει από μόνη της καμία αμφισβήτηση της αστικής ταξικής κυριαρχίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Το επίδικο για την Αριστερά ζήτημα είναι ο ίδιος ο καπιταλιστικός χαρακτήρας των οικονομικών λειτουργιών, τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση, και αυτό είναι το χαρακτηριστικό και προσδιοριστικό της στοιχείο. Π.χ. μια ενδεχόμενη αποχώρηση της Γαλλίας, στην υποθετική περίπτωση επικράτησης του Εθνικού Μετώπου στις προσεχείς προεδρικές εκλογές, από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, και η εφαρμογή όλων των μέτρων που αυτό υποστηρίζει, δεν θα καταστήσει ευχερέστερο τον αγώνα των γαλλικών συνδικάτων απέναντι στην κατεδάφιση του Κώδικα Εργασίας, και το ίδιο συμβαίνει άλλωστε με την σημερινή κατάσταση πραγμάτων της λειτουργίας της ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Άρα σε κάθε περίπτωση εκείνο που έχει να κάνει το αριστερό κίνημα, αφού επαναπροσδιορίσει τους όρους κίνησής του, εφόσον θέσει εκ νέου το ιστορικό αίτημα της καθολικής λαϊκής χειραφέτησης, αφού επιχειρήσει να κερδίσει και να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στις πληβειακές τάξεις, είναι να επικεντρώνεται στην αντιπαράθεση με την καπιταλιστική ταξική κυριαρχία, με την κάθε μορφή που εκφαίνεται στο προσκήνιο.