Η ταινία με τον παραπάνω τίτλο, του Αρμάντο Ιανούτσι, αποτελεί μια διακωμώδηση των όσων εξελίχθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, μετά το θάνατο του Στάλιν, στις 5 Μαρτίου 1953. Και παρ’ ότι έχει στοιχεία μυθοπλασίας, εντούτοις στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία δείχνουν τον παραλογισμό του σταλινικού φαινομένου. Μάλιστα, στη Ρωσία το έργο απαγορεύτηκε από το καθεστώς Πούτιν, ως απαράδεκτο και προσβλητικό για τον Στάλιν. Προφανώς έτσι εννοούν τη δημοκρατία. Με απαγορεύσεις.
Η ταινία ξεκινά δείχνοντας διώξεις πολιτών από τη NKVD (κρατική υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων), η οποία έχει επιβάλλει ένα απέραντο τρόμο. Παράλληλα, δείχνει μια συναυλία, όπου μετά το τέλος της, ο Στάλιν ζητά να του δοθεί σε δίσκο. Όμως, δεν τολμά κανείς να του πει ότι δεν έχει γίνει ηχογράφηση. Έτσι, ξεκινούν διάφορα ευτράπελα, ώστε να ηχογραφηθεί από την αρχή η συναυλία και να παραδοθεί στα χέρια του αρχηγού. Όμως, μέσα στον δίσκο υπάρχει και ένα γράμμα από την πιανίστα της συναυλίας, Μαρία Γιούντινα, η οποία τον κατηγορεί ως εγκληματία. Διαβάζοντας ο Στάλιν το γράμμα, ξεσπάει σε γέλια και εκεί παθαίνει το βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, που καταλήγει στον θάνατό του. Βέβαια, ποτέ τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Όπως είπαμε, το έργο έχει στοιχεία μυθοπλασίας.
Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν σε ένα αγώνα δρόμου για τη διαδοχή, μέσα από απίστευτες δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, συνεδριάσεις και ανίερες συμμαχίες από τα βασικά μέλη του Πολιτικού Γραφείου, δηλαδή μεταξύ του προσωρινού αναπληρωτή γενικού γραμματέα του κόμματος, Μάλενκοφ, του αρχηγού των μυστικών υπηρεσιών Λαυρέντι Μπέρια και του Χρουτσόφ, για το ποιος τελικά θα πάρει τη θέση του Στάλιν. Σχετικά με αυτό, η ιστορία έχει αποφανθεί.
Όλα αυτά δίνονται με τη μορφή μαύρης κωμωδίας. Για παράδειγμα, όταν ο Στάλιν παθαίνει το εγκεφαλικό επεισόδιο και πέφτει στο πάτωμα, οι δύο φρουροί που είναι έξω από το γραφείο του, ακούγοντας τον γδούπο, λέει ο ένας: «Μήπως πρέπει να πάμε να δούμε τι συνέβη;», για να του απαντήσει ο άλλος: «Βγάλε το σκασμό, διότι με τις βλακείες σου θα μας τουφεκίσουν και τους δύο». Σε μια άλλη σκηνή, αφότου ο Στάλιν παθαίνει το εγκεφαλικό, μέχρι να κληθεί γιατρός για να του παράσχει βοήθεια, δείχνει μια τεράστια γραφειοκρατική αγκύλωση και κωλυσιεργία, ιδιαίτερα από μέρους του Μπέρια, ο οποίος επικαλούμενος τις δικλίδες ασφαλείας που είχε επιβάλει ο Στάλιν, θέτει ζήτημα να συνεδριάσει η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος για να αποφασίσει ποιος ή ποιοι γιατροί θα κληθούν. Ακόμη και η προφορά ότι ο Στάλιν μπορεί να έχει πεθάνει αποτελεί υπονομευτική ενέργεια, αφού η θνητότητά του ήταν κάτι το αδιανόητο.
Βέβαια, παρ’ ότι η ταινία αποτυπώνει με κωμικοτραγικό τρόπο μια ολόκληρη εποχή τρόμου της σταλινικής περιόδου, εντούτοις, όπως εύστοχα παρατηρεί η Μαριάννα Τζιαντζή (Πριν, 11-3-2018), «το γέλιο που προκαλούν οι κωμικές σκηνές και καταστάσεις αφήνει μια πολύ πικρή γεύση, όταν συγκρίνουμε αυτό που βλέπουμε με αυτό που ξέρουμε ότι υπήρξε».
Για την ιστορία, να θυμίσουμε ξανά τις διαβόητες Δίκες της Μόσχας, την περίοδο 1936-38, στις οποίες κατηγορήθηκε για προδοσία και εκτελέστηκε όλη η παλιά γενιά των μπολσεβίκων που συμμετείχε στην Οκτωβριανή Επανάσταση (Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν, Ρίκοφ, Τόμσκι, Ράντεκ, Ρακόφσκι, Πιατακόφ, Σμιρνόφ, Κίροφ, Αντόνοφ-Οβσέγενκο, ο στρατηγός Τουχατσέφσκι και πολλοί άλλοι). Ο Τρότσκι δολοφονήθηκε λίγο αργότερα. Στους κατηγορούμενους συμπεριλαμβάνονταν όλα τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου επί εποχής Λένιν. Ο εισαγγελέας Βισίνσκι, έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα χιλιάδες αγωνιστές, με μόνο κατηγορητήριο τις ψεύτικες ομολογίες, οι οποίες αποσπάστηκαν κατόπιν άσκησης φυσικής και ψυχολογικής βίας. Ακόμη και στενοί συνεργάτες του Στάλιν, όπως ο Ορτζονικίτζε, οδηγήθηκε στην αυτοκτονία, στις 18-2-1937, αφού προηγουμένως ο Στάλιν είχε τουφεκίσει τον αδελφό του. Επιπλέον, το 70% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής που είχε εκλεγεί τον Ιανουάριο του 1934, εξοντώθηκε. Έτσι, όταν πραγματοποιήθηκε το 18ο Συνέδριο του κόμματος, το 1939, αυτό έγινε στα ερείπια του παλιού μπολσεβίκικου κόμματος. Από τα 1.589.000 μέλη, μόνο το 0,3% από αυτά, δηλαδή περίπου 5.000 μέλη είχαν προσχωρήσει πριν από το 1917, ενώ 1% (δηλαδή, 16.000 μέλη) προσχώρησαν το 1917 και ένα 10% των μελών προσχώρησαν τα έτη 1918-1920.
Ας το πούμε καθαρά. Αυτό που γνωρίσαμε δεν ήταν σοσιαλισμός. Ήταν ο σφετερισμός της εξουσίας της εργατικής τάξης από την άρχουσα γραφειοκρατία. Η καπιταλιστική παλινόρθωση προωθήθηκε από την ίδια την γραφειοκρατική κάστα και ήταν το αποτέλεσμα της ίδιας της φύσης αυτού του καθεστώτος: της στενότητας των αγαθών και της κατάπνιξης της εργατικής δημοκρατίας. Τα πάντα διευθύνονταν από το κόμμα και το κράτος, στο όνομα της εργατικής τάξης.
Όμως, ο σοσιαλισμός δεν δημιουργείται με διαταγές, αλλά προκύπτει μέσα από τα οργανωμένα εργατικά συμβούλια και την αυτοδιαχείριση, από τον χώρο της παραγωγής μέχρι το εθνικό επίπεδο. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει την ελευθερία ύπαρξης και λειτουργίας διαφορετικών κομμάτων, οργανώσεων, τάσεων και συνδικάτων, καθώς επίσης του δικαιώματος στην απεργία και την κατοχύρωση της ελευθερίας του Τύπου. Με λίγα λόγια, δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Βέβαια, όπως πάλι επισημαίνει η Μαριάννα Τζιαντζή, «Εύκολο (και λογικό) είναι να δηλώνουμε αντισταλινικοί. Πιο δύσκολο είναι να αποτινάξει κανείς τις λιγότερο κραυγαλέες πτυχές του σταλινισμού, τις υπόγειες αλλά τοξικές. Αυτές οι πλευρές έχουν διαποτίσει τρόπους σκέψης και συμπεριφορές έναντι όχι του ταξικού εχθρού αλλά των ‘’αντιπάλων’’ εντός του χώρου της Αριστεράς». Τα συμπεράσματα δικά μας…