Ο ευφυής τύπος που εφηύρε τον Τύπο

1499

Τι τον έπιασε στα καλά καθούμενα τον Γιαννάκη τον Γκούτενμπεργκ κι ανακάλυψε την τυπογραφία, να παιδεύει την αφεντιά μου καθημερνώς και κατ’ επέκτασιν εσάς, μυστήριο πράμα! Σκοπεύω να του τα ψάλω απ’ την καλή και ταυτοχρόνως να καταγγείλω, τσουγκρίζοντας κάνα ποτηράκι, τον άκρατο οίνο, την ξανθή αττική ρετσίνα που υπεραγαπώ. Πώς μου ’ρθε να τα χώσω στον πρώτο τυπογράφο; Μα θέλει ρώτημα; Τα κακάρωσε σαν σήμερα πριν από πεντακόσια πενήντα χρόνια. Ησύχασε ο ίδιος και βρήκαμε κακό μπελά εμείς.
Υπήρξε αναντάν μπαμπαντάν χρυσοχόος και σιδηρουργός, αλλά ψαχνόταν με τις εφευρέσεις ο μπαγάσας. Αν η μοίρα μου είναι αδιάρρηκτα δεμένη με τη δική του, θα ’φτιαχνα το πολύ πολύ τίποτα λεπτεπίλεπτα κοσμήματα, άντε καμιά καγκελόπορτα με περίτεχνα σκαλίσματα και πριτσίνια, χρήσιμα αντικείμενα δηλαδή, να τα χαίρεται το μάτι και να μην μπορούν να τα πλησιάσουν οι λωποδύτες. Κι αν, που λέει ο λόγος, το ψώνιο μου με την πένα δεν είχε γιατρειά, θα ’γραφα τα θλιβερά μου πονήματα σε παπύρους ή χασαπόχαρτα, θα τα ’δειχνα σε μια ντουζίνα φίλους, οι μισοί θα με αποθάρρυναν, θα προσπαθούσαν να με συνετίσουν, μια-δυο-τρεις, στο τέλος θα βαριόμουνα, θα γλιτώνατε εσείς απ’ τις αδολεσχίες μου και τα κομματικά επιτελεία απ’ τη χολή μου.
Πιεστήριο και στοιχειοθεσία με μεταλλικά γράμματα επινόησε ο ερίφης. Οπότε τα φληναφήματά μου τυπώνονται σε τιράζ χιλιάδων αντιτύπων, φτάνουν στην πιο απόμακρη εσχατιά της χώρας, όλο και βρίσκεται κανένας ανυποψίαστος αργόσχολος να τα διαβάσει, βλέπω φαρδιά-πλατιά χαραγμένη την τζίφρα μου στη σελίδα, το ψευδώνυμό μου επίσης –αυτό πού το βάζεις;–, παίρνει αέρα το λιποβαρές μυαλουδάκι μου και ποιος με σταματά. Κι έτσι αρχίζει ο φαύλος κύκλος που αισθάνομαι ενίοτε να με καταπίνει σαν κινούμενη άμμος. Στύβω, λοιπόν, νυχθημερόν την γκλάβα μου μπας και κατεβάσει ιδέες και, αν θεωρήσω καμιά της προκοπής, παίρνω χαρτί και μολύβι να μη μου φύγει και χάσει βελόνι η Βενετιά. Επειτα βαράω με τ’ ακροδάχτυλα το πληκτρολόγιο κι όποιον πάρει ο χάρος. Τι σου ’φταιξε ο κοσμάκης, ρε Γουτεμβέργιε;
Ομως, επρόκειτο για σπουδαίο μάστορα· ανυπέρβλητο. Δεν ξέρω τι έκαναν οι Κινέζοι προηγουμένως, μπορούσαν μολαταύτα να μας σώσουν – καθόσον δύσκολα θα εξοικειωνόμασταν με τα ιδεογράμματα. Στην Ευρώπη του δέκατου πέμπτου αιώνα, πάντως, κυριαρχούσε η εκτυπωτική μέθοδος της ξυλογραφίας, η οποία δεν διεκδικούσε περγαμηνές υψηλής ποιότητας. Οι σανιδένιες επιφάνειες έπρεπε να αντικατασταθούν από μεταλλικές. Ο Γιοχάνες βρέθηκε στο στοιχείο του, κατασκευάζοντας μεμονωμένα στοιχεία από κράμα μολύβδου, αντιμονίου και κασσίτερου.
Σχημάτιζαν έτσι λέξεις, αράδες, στήλες, σελίδες, που προσαρμόζονταν σφιχτά σε τετράγωνο τελάρο. Η σύγχρονη εκτυπωτική πλάκα ήταν γεγονός. Τα καλούπια που δημιουργούνταν με χειροκίνητη πίεση δεν έδιναν ομοιόμορφο αποτέλεσμα. Ο ως άνω Γ.Γ. σκαρφίστηκε το μηχανικό τυπογραφικό πιεστήριο, αξιοποιώντας την τεχνογνωσία που είχαν αναπτύξει οι οινοποιοί στα προηγμένα πατητήρια τους και προσέφερε για πρώτη φορά τη δυνατότητα εκτύπωσης του χαρτιού κι από τις δυο όψεις. Πειραματίστηκε επιπροσθέτως με τα μελάνια. Πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων τα μείγματα από λινέλαιο και καπνιά, που χρησιμοποιούσαν οι ξυλογράφοι, παρασκευάζοντας δικά του με ρετσίνι, νέφτι και διάφορα χρωστικά. Μαγάρισε και το κρασί ο αθεόφοβος.

 *Πηγή: efsyn.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας