Ο Ερντογάν ως γνήσιος εκφραστής μιας ηγεμονεύουσας δύναμης

1737
αυτοκίνητα

Το ότι η Τουρκία δεν είναι φιλική χώρα είναι ένα αυταπόδεικτο γεγονός που το μαρτυρούν τα ιστορικά δρώμενα τουλάχιστον από το 1974 και μετά. Φυσικά αυτή η πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με τις σχέσεις που μπορεί να αναπτύσσονται μεταξύ προσώπων, ή τη φιλία μεταξύ τους ανεξάρτητα από εθνική καταγωγή, ή θρήσκευμα, ή οτιδήποτε άλλο. Πολλοί μιλούν για «φιλία» μεταξύ των δύο λαών και τις προσπάθειες για την καλλιέργεια και την επικράτησή της. Όμως αυτή η φιλία μεταξύ πολυπρόσωπων ομάδων, πολύ περισσότερο μεταξύ δύο ξεχωριστών λαών δεν είναι κάτι που εξαρτάται εν πολλοίς από τους ίδιους τους λαούς, που χωρίς τις κατάλληλες ηγεσίες αποτελούν άμορφες μάζες. Έχει να κάνει περισσότερο με τις ιστορικές καταβολές, τις μνήμες, τους εθνικούς οραματισμούς, τις στοχεύσεις και εν τέλει με τα γεωπολιτικά συμφέροντα κάθε μιας χώρας και το πως αυτά διεκδικούνται από τις ηγεσίες των χωρών και τα συστήματα εξουσίας που επικρατούν.
Η Τουρκία ως συνέχεια και διάδοχος της μεγάλης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας «κουβαλάει» τις ιστορικές μνήμες μιας ολόκληρης χιλιετίας και ουδέποτε έπαψε να διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της εγγύς ανατολής και να προσβλέπει στην ανάκτηση της παλιάς αυτοκρατορικής της αίγλης, αλλά και στην αποκατάσταση της επιρροής της, αν όχι και των χαμένων εδαφών της.
Η Συνθήκη της Λωζάννης, όσο κι αν εμείς οχυρωνόμαστε πίσω από αυτήν -και προσώρας καλά κάνουμε- ήταν μια εξ ανάγκης συμφωνία επίλυσης του «ανατολικού» ζητήματος, που υπέγραψε ο Ατατούρκ ευρισκόμενος σε μειονεξία έναντι της δυτικής «συμμαχίας» τότε, και προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα για τον ίδιο και τη χώρα του. Ήδη γι’ αυτόν ήταν μια πολύ καλύτερη συμφωνία από εκείνη των Σεβρών, που είχε προηγηθεί και πολύ χειρότερη γι’ εμάς. Ήταν όμως απόρροια ενός -με σύγχρονους όρους- «έντιμου» συμβιβασμού. Ενός συμβιβασμού που αποσκοπούσε στην κατοχύρωση των δυτικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή και παρεμπιπτόντως κάποιων από τα δικά μας που είχαμε κραυγαλέα ηττηθεί στα πεδία των μαχών της Μικράς Ασίας, αλλά και της ίδιας της Τουρκίας, που ήταν μέχρι τότε η μεγάλη χαμένη μιας περιόδου ενός τουλάχιστον αιώνα παρακμής. Μιας παρακμής, διαλυτικής, η οποία ανεκόπη με την επικράτηση των νεότουρκων και του Μουσταφά Κεμάλ. Ήταν μια συνθήκη όμως εξ ανάγκης, που πάντα θα αντιμετωπίζεται από την Τουρκία ως στενός «κορσές».
Μια ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη από τις σχέσεις των δύο χωρών οπτική και ανάλυση της πραγματικότητας αυτό δείχνει. Και είναι απολύτως κατανοητή. Είναι λοιπόν κατανοητή και απολύτως προβλέψιμη η συμπεριφορά της Τουρκίας, ανεξάρτητα από το ποιος ηγείται αυτής. Στο βαθμό μάλιστα που η γειτονική χώρα αισθάνεται ισχυρή δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε τις αντίστοιχες προσπάθειες από την πλευρά της.
Και η Τουρκία, στη φάση αυτή, αισθάνεται μεν απειλούμενη και με πολλά ανοικτά μέτωπα με κυριώτερο το κουρδικό, αλλά ταυτόχρονα αρκούντως ισχυρή για να επιβάλλει τους δικούς της όρους και να διεκδικεί με παρρησία αυτό που κατανοεί ως δίκαιό της. Αυτό δείχνει όλη η στάση και συμπεριφορά της. Και δεν τα καταφέρνει καθόλου άσχημα, είναι αλήθεια. Είτε μας αρέσει, είτε όχι!
Το 1974 δεν έχασε καθόλου χρόνο και εκμεταλλεύτηκε τη μοναδική ευκαιρία με το πραξικόπημα της χούντας κατά του Μακαρίου και εισέβαλλε στην Κύπρο χωρίς δεύτερη σκέψη. Έκτοτε κατέχει το 40% περίπου του κυπριακού εδάφους και δεν αισθάνεται καθόλου την ανάγκη να διαπραγματευτεί. Κι όταν προσέρχεται σε συνομιλίες, το κάνει με τους όρους του ισχυρού προς τον αδύναμο. Έκτοτε δεν παραλείπει να εκμεταλλεύεται κάθε δική μας δυσκολία για να επιβάλλει γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, να διεκδικεί ανοικτά πλέον τη δυτική Θράκη, μοχλεύοντας τον αλυτρωτισμό του ντόπιου μουσουλμανικού πληθυσμού, όπως και κάθε άλλου αλυτρωτισμού στη χερσόνησο των Βαλκανίων. Δεν κρύβει τις βλέψεις της στα εδάφη της βόρειας Συρίας και του Ιράκ, επεμβαίνοντας ακόμη και στρατιωτικά επί εδαφών, ενώ πρόθυμα έπαιξε το ρόλο του αποσταθεροποιητή στο μαλακό υπογάστριο της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης ενισχύοντας σχεδόν απροκάλυπτα τους αντίστοιχους αλυτρωτισμούς των μουσουλμανικών πληθυσμών στις νότιες περιοχές (ανεξάρτητα κράτη πια) της παλιάς Ένωσης.
Σήμερα η Τουρκία δεν διεκδικεί μόνο την παλιά αυτοκρατορική αίγλη, αλλά δεν κρύβει καθόλου τη φιλοδοξία των ηγετών της, να ηγηθεί του συνόλου του μουσουλμανικού κόσμου ως η πρώτη αν όχι μοναδική μουσουλμανική ισχυρή κρατική οντότητα, ικανή να «διαπραγματευτεί» με τη Δύση τα συμφέροντα του, με όρους, αν όχι ισχύος, τουλάχιστον ισοτιμίας.
Αν και κόκκινο πανί τόσο για τη Δύση, όσο και για τη Ρωσία, «παίζει» έξυπνα και με τους δύο εκμεταλλευόμενη της μεταξύ τους αντιθέσεις, εξασφαλίζοντας πότε έτσι και πότε αλλιώς τα νώτα της στις προσπάθειες υπονόμευσης, ή και ανατροπής της στρατηγικής της. Διότι η Τουρκία διαθέτει μακροπρόθεσμη στρατηγική και συνδυάζει έξυπνα τις τακτικές της κινήσεις, εκμεταλλευόμενη κάθε ευκαιρία για να την εξυπηρετήσει.
Η Τουρκία και η Ευρωπαϊκή Ένωση
Πολλοί μιλούν -και στη χώρα μας- για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ελληνική πολιτική ηγεσία μάλιστα υποστηρίζει αναφανδόν αυτήν την προοπτική και πολλές φορές αναφέρεται ως η καλύτερη σύμμαχος της Τουρκίας στην προσπάθειά της αυτή. Φαίνεται, ότι οι Έλληνες πολιτικοί έχουν ασπαστεί και υποστηρίζουν την ιδέα ότι μια Τουρκία ενταγμένη στην Ε.Ε. θα πάψει να αποτελεί απειλή για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Η ιδέα αυτή είναι εξαιρετικά χαζή και στηρίζεται περισσότερο στην επιθυμία των πολιτικών μας να απαλλαγούν το γρηγορότερο από τα προβλήματα της εξωτερικής μας πολιτικής και της άμυνας της χώρας, παρά σε μια ψυχραιμότερη αποτίμηση της πραγματικότητας σε σχέση με τη γείτονα χώρα και των γενικότερων επιδιώξεών της.
Πράγματι η Τουρκία επιδιώκει μια ενδεχόμενη ένταξή της στο ευρωπαϊκό «γίγνεσθαι», αλλά με τους δικούς της όρους. Αντίθετα με την Ελλάδα και τις ηγεσίες της που αισθάνονται αδύναμοι και υπήρξαν ανέκαθεν υποτελείς, η Τουρκία και οι ηγέτες της επιδιώκουν τις οποιεσδήποτε σχέσεις με τρίτους και με την ΕΕ με όρους της δικής τους εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Τουρκία η οποιαδήποτε παραχώρηση κρατικής κυριαρχίας και μεταφορά των κέντρων λήψης αποφάσεων εκτός της χώρας σε υπερεθνικά κέντρα, που θα της επιβάλλουν τις πολιτικές. Η Τουρκία δεν είναι Ελλάδα, δηλαδή μια ανέκαθεν προτεκτορατοποιημένη χώρα.
Η Τουρκία στην ενταξιακή της επιδίωξη προσβλέπει στην άντληση άφθονων οικονομικών και άλλων πόρων, που της είναι αναγκαίοι, αλλά συνάμα και στη σταδιακή επιβολή των δικών της βουλήσεων στο εσωτερικό της Ευρώπης, ή τουλάχιστον στη συνδιαμόρφωση κρίσιμων αποφάσεων, μιας υπό διαμόρφωση νέας υπερδύναμης με την Τουρκία σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Κατά μια έννοια προσβλέπει σε «κατάκτηση» της Ευρώπης με διαφορετικούς όρους, έχοντας σύμμαχο τον ολοένα αυξανόμενο σε αριθμό μουσουλμανικό πληθυσμό στο εσωτερικό των χωρών της Ένωσης. Η λογική του «παντουρκισμού» επιβιώνει και γίνεται κυρίαρχη στις μέρες μας.
Αυτό που οι Έλληνες πολιτικοί αδυνατούν να διακρίνουν, το αντιλαμβάνονται πολύ καλά οι ηγεσίες της Δύσης, γι’ αυτό -και παρά τα λεγόμενα κατά καιρούς και τις ατέλειωτες διαπραγματεύσεις-, ουδέποτε θα δεχθούν μια Τουρκία -και μάλιστα μια σχετικά ισχυρή Τουρκία- στο δικό τους κλαμπ. Χρειάζονται την Τουρκία ως ενδεχόμενο οικονομικό «εταίρο» και για τις δικές τους ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, στον βαθμό που η ίδια θεωρεί ότι εξυπηρετούνται οι δικές της, αλλά μέχρις εκεί.
Φυσικά αυτό το γνωρίζει πολύ καλά και η Τουρκία, ότι δηλαδή ουδέποτε θα γίνονταν αποδεκτή στην καρδιά της Δύσης ως συνδιαμορφωτής των πολιτικών διά μέσου των ευρωπαϊκών θεσμών και πράττει αναλόγως, φτάνοντας να ομιλεί ακόμα και για ρατσισμό από την πλευρά των ηγεσιών των κεντροευρωπαϊκών χωρών, επιρρίπτοντας την ευθύνη σε αυτούς για την καρκινοβασία των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων.
Το κλίμα όμως αυτό μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας καθόλου δεν αποτελεί καθησυχαστικό παράγοντα για την Ελλάδα και τα συμφέροντά της. Οι δυτικοί έχουν αποδείξει, ότι λειτουργούν με βάση τα στεγνά τους συμφέροντα και δεν είναι καθόλου βέβαιο, ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί ανταλλάξιμο είδος γι’ αυτούς. Πολύ περισσότερο σήμερα που την ελέγχουν πλήρως οικονομικά και πολιτικά.
Η Τουρκία και η Ελλάδα
Η Τουρκία έχει κάθε λόγο να διεκδικεί και να απαιτεί. Αισθάνεται αρκετά στρυμωγμένη στο Αιγαίο και επιδιώκει μέσα από τη δημιουργία «γκρίζων» ζωνών τον σταδιακό έλεγχό του, τόσο από αέρα, όσο και στη θάλασσα. Δεν είναι μόνον τα υποτιθέμενα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που δημιουργούν κίνητρο για άσκηση επιθετικής πολιτικής από την πλευρά της. Ο συνολικός έλεγχος είναι το ζητούμενο και η τελική της επιδίωξη, που θα δημιουργήσει περαιτέρω προϋποθέσεις για τις επεκτατικές της βλέψεις προς δυσμάς.
Γνωρίζει πολύ καλά, ότι η Ελλάδα μέσα από μυωπικές πολιτικές αποξένωσε από το εθνικό της σώμα τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Δυτικής Θράκης και εκμεταλλευόμενη την πολιτική «κατευνασμού» και αδιαφορίας των Αθηνών έχει ήδη δημιουργήσει όλα εκείνα τα κατάλληλα «προγεφυρώματα» που θα της επιτρέψουν την άμεση ακόμα και εδαφική διεκδίκηση της Θράκης κι ενδεχομένως της Ανατολικής Μακεδονίας. Εξ άλλου διεκδικώντας μόνον να κερδίσει έχει, και τίποτα να χάσει, παίζοντας συνολικά το παιχνίδι του αλυτρωτισμού των μουσουλμάνων σε ολόκληρα τα Βαλκάνια, παρουσιαζόμενη ως σύμμαχος και προστάτης τους.
Το γιατί εμείς την διευκολύνουμε επιτρέποντας επισκέψεις στη Δυτική Θράκη ακόμα και στο υψηλότερο επίπεδο είναι πράγματι απορίας άξιον.
Εκεί όμως που η τουρκική επιθετικότητα και η αντίστοιχη πολιτική έχει θριαμβεύσει απέναντι στην Ελλάδα είναι στο κυπριακό ζήτημα. Η ελληνική πολιτική ηγεσία διακατεχόμενη από το δόγμα ότι η Κύπρος «κείται μακράν» έδειξαν εξ αρχής την πρόθεση να τελειώνουμε όπως – όπως με το πρόβλημα. Έτσι διολισθαίνοντας από υποχώρηση σε θέσεις σε υποχώρηση, ακόμη και στη ρητορική, εμφανίζεται σήμερα να εκλιπαρεί μια λύση ουσιαστικά μιας όσο το δυνατό λιγότερο αναξιοπρεπούς παράδοσης ολόκληρης της Κύπρου στην Τουρκία μέσα από μεθοδεύσεις τύπου σχεδίου Ανάν.
Η Τουρκία είναι μια εχθρική χώρα
Εάν για την πολιτική ηγεσία και την ιθύνουσα τάξη της χώρας μας η Τουρκία αποτελεί ένα «θηρίο» που με γαλιφιές, ξόρκια και προσφορά λιχουδιών γίνεται προσπάθεια να εξημερωθεί και να γίνει φιλικό, η πραγματικότητα είναι για όλους μας διαφορετική.
Η Τουρκία είναι μια εχθρική χώρα. Όχι γιατί το θέλουμε εμείς, αλλά διότι έχει βλέψεις και στρατηγικούς σχεδιασμούς που δεν προσιδιάζουν με τα δικά μας εθνικά συμφέροντα, αλλά αντιτίθενται εμμονικά σε αυτά. Δεν κατανοεί από κατευνασμούς και πολιτικές οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Η Τουρκία μετά από στρατιωτική εισβολή κατέχει παράνομα το 40% του κυπριακού εδάφους. Η Τουρκία έχει βλέψεις δυτικά και είναι προσηλωμένη στην επίτευξη των στόχων της που τους επιτυγχάνει σταδιακά εκμεταλλευόμενη την ασυγχώρητη ημιμάθεια, την επιπολαιότητα και τις φοβίες των πάσης φύσης ηγεσιών της Ελλάδας.
Η Τουρκία μια μόνο γλώσσα καταλαβαίνει. Τη γλώσσα της ισχύος. Και η ισχύς δεν είναι μόνον η γλώσσα των όπλων, αλλά πρώτα η αδιαπραγμάτευτη διεκδίκηση του δικαίου και η χάραξη πολιτικής στρατηγικής για την επιβολή του.
Όταν όμως επιτρέπεις στον οιονδήποτε εχθρό να επισκέπτεται τη χώρα σου και να τον υποδέχεσαι ως υποτελής απέναντι στον κυβερνήτη, τότε του αναγνωρίζεις ως αναφαίρετο το δικαίωμά του στην ιταμότητα των διεκδικήσεων σε βάρος σου. Και αυτό το δικαίωμα ακριβώς άσκησε ο Ερντογάν ερχόμενος εδώ, αφού εμείς τον προσκαλέσαμε, και υπήρξε απόλυτα ειλικρινής!.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας