Διευρύνονται πλέον όλες οι ενδείξεις ότι ο κύκλος της κυβερνητικής ζωής του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ όλο και περισσότερο γίνεται πιο ασφυκτικός. Πρόκειται κατ’ αρχήν για όλες τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης που χωρίς καμία εξαίρεση αποτυπώνουν μια ισχυρή εκλογική πρωτοκαθεδρία της συντηρητικής παράταξης, προϋπόθεση για την κατάκτηση της πολιτικής διακυβέρνησης από τη ΝΔ, εφόσον συνεχίζει να ισχύει το κοινοβουλευτικό μπόνους και η απλή αναλογική πρόκειται (;) να εφαρμοσθεί από τις μεθεπόμενες βουλευτικές εκλογές. Απεναντίας η εκλογική εμβέλεια του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται μειωμένη στο μισό εκείνης των δύο εκλογικών αναμετρήσεων του 2015, ως εμφανές αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποποιήθηκε την κυβερνητική εφαρμογή του ριζοσπαστικού του προγράμματος και επιπρόσθετα υλοποιεί μέτρα ενός τρίτου Μνημονίου που έχουν δυσμενείς επιπτώσεις για τις λαϊκές τάξεις.
Η μεταστροφή των όρων της πολιτικής αντιπαράθεσης
Η ΝΔ ως συνεπής δύναμη εκπροσώπησης και προάσπισης των αστικών συμφερόντων, ούτως ή άλλως διατηρεί μια σημαντική αντιπροσωπευτικότητα της συμμαχίας αστικών στρωμάτων και μικροαστικών τάξεων, έτσι ώστε η περιορισμένη διαρροή ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά, να της δίνει το σαφές προβάδισμα. Απεναντίας ο ΣΥΡΙΖΑ που εκπροσωπούσε ιστορικά τις νέες μικροαστικές τάξεις της διανοητικής εργασίας, με μια πολύ περιορισμένη εκλογική επιρροή, κατόρθωσε και κατέκτησε την πολιτική διακυβέρνηση επειδή πολιτεύτηκε ως φορέας της αντιμνημονιακής στάσης των εργαζομένων δυνάμεων. Άρα προϋπόθεση για να διατηρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ το επίπεδο εκλογικής εκπροσώπησης του 2015, και ακόμη να την διευρύνει όπως φαίνονταν στην άνοιξη 2015, ήταν να παραμείνει πιστός στις ταξικές αυτές του εκπροσωπήσεις.
Στο μέτρο τώρα που μπροστά στις κρίσιμες επιλογές που ορθώνονταν μπροστά του, και με την δεδομένη κυριαρχία στους κόλπους του των εκσυγχρονιστικών μικροαστικών στρωμάτων της διανοητικής εργασίας, έναντι των λαϊκών αριστερών δυνάμεων στο εσωτερικό του, αποποιήθηκε τον προγραμματικό του εαυτό και υποκλίθηκε στις υπαγορεύσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των κέντρων της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης, επόμενο ήταν να εισέλθει σε μια τροχιά παραφθοράς του εκλογικού του ακροατηρίου και σταδιακής αποστοίχισης των δυνάμεων της εργασίας, των ανέργων, της νεολαίας κλπ. Όπως η δεξιά παράταξη είναι σκληρά και αποφασιστικά συνεπής υπερασπιστής των αστικών ταξικών συμφερόντων που εκπροσωπεί, γι’ αυτό και διατηρεί μια ισχυρή εκλογική δύναμη, ο ΣΥΡΙΖΑ αν ήθελε να κρατήσει τις εκπροσωπήσεις του 2015 χρειάζονταν να υλοποιήσει τις επιδιώξεις και προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων που τον είχαν στηρίξει. Στην αντίθετη περίπτωση που επικράτησε η πολύμορφη αποψίλωση της δυναμικής του δεν ήταν πλέον παρά ζήτημα χρόνου και η κλεψύδρα φαίνεται ότι εξαντλείται.
Για μια καινούρια έτσι ιστορικά φορά η επέλαση του ακραίου συντηρητισμού δεν είναι προϊόν μιας ελκτικότητας και ενός κύρους της ΝΔ έναντι της Αριστεράς, αλά αποκλειστικά προϊόν της ίδιας της χρεοκοπίας του αριστερού κινήματος, που όπως και σε άλλες ιστορικές περιπτώσεις αφού μάζεψε το γάλα στην καρδάρα και την γέμισε, το έδωσε την κλωτσιά που το έχυσε όλο στο έδαφος. Η ευθύνη για την διαφαινόμενη έτσι άνοδο της δεξιάς παράταξης στην πολιτική εξουσία ανήκει εξολοκλήρου στις δυνάμεις της Αριστεράς. Η μοναδική περίπτωση που να μπορούσε να αναδειχθεί μια ανατροπή αυτής της εξέλιξης των πραγμάτων δεν ήταν άλλη από την εμφάνιση στο προσκήνιο ενός ταξικού ριζοσπαστικού, λαϊκού και εργατικού κινήματος, που θα μπορούσε να θέσει τις εξελίξεις σε διαφορετική τροχιά : Ανακόπτοντας την πορεία της ΝΔ προς την διακυβέρνηση της χώρας, συσπειρώνοντας κοινωνικές δυνάμεις του αφετηριακού εργατικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ κλπ. Αυτό όμως δεν συνέβη στη διετία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, με την παραφορά και ανεπάρκεια των ρευμάτων του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, και την αμηχανία και αδρανοποίηση που επέφερε η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ στον εργαζόμενο κόσμο : Άλλωστε αποδεικνύεται ότι το μεγαλύτερο ηθικό και πολιτικό πλήγμα δεν επέρχεται από τους τυπικούς αντιπάλους (συντηρητική παράταξη, αστική τάξη, όργανα ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης), αλλά από το ίδιο το εσωτερικό της λαϊκής ριζοσπαστικής παράταξης. Τα ξίφη καρφώνονται στο σώμα του Καίσαρα από τους ίδιους τους στενούς του συνεργάτες κι’ αυτός φεύγει απ’ τη ζωή κατάπληκτος.
Η σημερινή τραγωδία του κινήματός μας είναι ότι ηττήθηκε από τον ίδιο του τον εαυτό, κι’ όχι δίνοντας τη μάχη με τον ταξικό αντίπαλο, π.χ. εφαρμόζοντας ευθύς εξαρχής το κυβερνητικό του πρόγραμμα ανεξαρτήτως των όποιων πολιτικών, νομισματικών και οικονομικών αντιδράσεων. Μ’ άλλες λέξεις με την άμεση προσχώρηση του κέντρου κυβερνητικής εξουσίας, της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινοβουλευτικής ομάδας, της πλειονότητας της οργανωτικής υπόστασης του πολιτικού υποκειμένου, δηλαδή των εκπροσώπων των νέων μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας, στην αποδοχή και άσκηση της αστικής πολιτικής, εγχώριας και ευρωπαϊκής. Γι’ αυτούς τους λόγους το ξεπέρασμα μιας τέτοιας ήττας είναι πολύ δυσχερέστερο από την ευθεία αντιπαράθεση με τον ταξικό πολιτικό αντίπαλο.
Στην κυβερνητική του διετία ο ΣΥΡΙΖΑ ουδόλως κατήργησε τους εφαρμοστικούς νόμους των δύο προηγουμένων μνημονίων. Οδηγήθηκε σε μια αστική διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων (υψηλή ανεργία, εισοδηματική αποψίλωση, ισχυρή φορολόγηση κλπ.), την οποία και αντικειμενικά νομιμοποίησε. Δεν κατόρθωσε να αναδείξει και να εφαρμόσει ένα παράλληλο «αντισταθμιστικό πρόγραμμα», έτσι ώστε ακόμη και σε αλλαγές που δεν είχαν πολιτικό κόστος (μάθημα της θρησκειολογίας αντί των χριστιανικών θρησκευτικών), να καταλήγει ικέτης της ορθόδοξης εκκλησίας. Επιβάρυνε τις λαϊκές τάξεις με τις ρυθμίσεις του τρίτου μνημονίου, μειώνοντας παραπέρα τις συντάξεις, προωθώντας μέχρι τέλους τις ιδιωτικοποιήσεις, επιβαρύνοντας φορολογικά τα αυτοαπασχολούμενα επαγγελματικά στρώματα. Όλα αυτά, μεταξύ άλλων, επόμενο ήταν να προκαλέσουν την δημοσκοπική, αλλά και εμπειρικά διαπιστούμενη, απομείωση της εκλογικής του επιρροής στο μισό εκείνης του 2015.
Από την ενδομνημονιακή στην ριζοσπαστική αντιπαλότητα
Άλλωστε η επαγγελλόμενη εδώ και μια διετία επιστροφή στην ανάπτυξη και την κανονικότητα μέσα στο 2017, με διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του χρέους (έναντι της φημολογούμενης «ελάφρυνσης» των 60 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2060…), προσέλκυση μεγάλων ξένων επενδύσεων τη στιγμή που η αγοραστική δύναμη των λαϊκών νοικοκυριών έχει μειωθεί κατά τουλάχιστον 30% – 40% (συνεπώς πώς θα διατεθούν τα νέα προϊόντα που υποτίθεται ότι θα παραχθούν), αντιμετώπιση της υπερμεγέθους ανεργίας με την μαζική μετανάστευση των νέων επιστημόνων στις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές οικονομίες και με πρόσκαιρες οκτάμηνης διάρκειας συμβάσεις με αμοιβές των 500 ευρώ, η διατυπούμενη απαίτηση λήψης νέων επιβαρυντικών δημοσιονομικών μέτρων ύψους 4,2 δισεκ. ευρώ για το 2019 – 20 κλπ., όλα αυτά συνθέτουν ένα ζοφερό μέλλον, που εκ των πραγμάτων πλέον θα τείνει να οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ οριακά σε μονοψήφια νούμερα εκλογικής εκπροσώπησης. Μια κυβέρνηση των μικροαστικών εκσυγχρονιστικών δυνάμεων, που έχει απωλέσει τις σχέσεις εκπροσώπησης των υποτελών τάξεων και παράλληλα αναλώνεται στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αστικής τάξης, που δεν βασίζεται δηλαδή σε κανένα ευάριθμο κοινωνικό σώμα (εργατικό ή μικροαστικό), δεν έχει καμία προοπτική κυβερνητικής επιβίωσης ακόμη και αν φορμαλιστικά διατηρεί μια οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Κατά συνέπεια η εγκατάλειψη της διακυβέρνησης, με όρους «ηρωικής εξόδου», προβάλλει ως η μοναδική δυνατότητα να αποφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ την «πασοκοποίηση», να διατηρήσει ορισμένα αξιοπρεπή ποσοστά αντιπροσωπευτικότητας, και ως μελλοντική αξιωματική αντιπολίτευση (συνεργούσης και της καθιέρωσης της απλής αναλογικής), να μπορεί να διαδραματίσει τον ρόλο μιας κεντροαριστερής άμυνας έναντι του ακραίου νεοσυντηρητισμού της ΝΔ, πράγμα που ενδεχομένως θα συνεχίζει να διατηρεί εγκλωβισμένα ορισμένα λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα. Έτσι ο άξονας της κυρίαρχης πολιτικής αντιπαράθεσης στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση, θα επιχειρηθεί να μετατοπιστεί με σαφήνεια από την αντιπαλότητα λαϊκών αντιμνημονιακών δυνάμεων και αστικών δυνάμεων της μνημονιακής διαχείρισης (βουλευτικές εκλογές Ιουνίου 2012 και Ιανουαρίου 2015), στην αντιπαράθεση του «φωτός» με το «σκότος», του ήπιου νεοφιλελευθερισμού μιας κεντροαριστερής αμυντικής γραμμής και του σαρωτικού νεοφιλελευθερισμού μιας επελαύνουσας ΝΔ.
Η επικράτηση ενός τέτοιου σκηνικού αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο εκδοχές της νεοφιλελεύθερης πολιτικής (μετριοπαθούς και ακραίας), θα οδηγήσει εκ νέου το ελληνικό αριστερό κίνημα στην περιθωριοποίηση. Από τη μια πλευρά όλες οι δημοσκοπικές αποτιμήσεις, παρόλους τους υποκειμενισμούς που εμπεριέχουν, καταδεικνύουν ότι η ελληνική Αριστερά (ΚΚΕ + ΛΑΕ + ΑΝΤΑΡΣΥΑ) οριακά φτάνουν στην παλιά κλασική οροφή επιρροής του 10%. Και από την άλλη πλευρά, η υποχώρηση και η ύφεση του λαϊκού εργατικού κινήματος που έχει πάρει επικίνδυνες διαστάσεις στην τελευταία διετία, δεν προδιαγράφει μια ανάταξη ικανή να τροποποιήσει τους υφιστάμενους ταξικούς συσχετισμούς. Οι συνέπειες της μεταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ, η «ήττα από τα μέσα», η χρεοκοπία χωρίς καν να δοθεί η μάχη υπήρξαν τελικά περισσότερο από καταστρεπτικές στο ελληνικό λαϊκό κίνημα: Ππεριπτώσεις όπως του προέδρου Αλλιέντε ή του κομαντάντε Φιντέλ θα παραμένουν επί μακρόν ως φωτεινά ορόσημα στην ιστορία της Αριστεράς, ενώ περιπτώσεις όπως αυτές του σημερινού πρωθυπουργού σύντομα θα οδηγηθούν στην ατιμωτική ταπείνωση και στη λήθη : Ποιος θυμάται σήμερα την τραγελαφική περίπτωση του Γ. Παπανδρέου, που από το 44% του ΠΑΣΟΚ το 2009 κατόρθωσε και το έφερε στο σημερινό 5%.
Μπορούμε να μετατοπίσουμε τον άξονα της αντιπαράθεσης μεταξύ κεντροαριστερού και κεντροδεξιού νεοφιλελευθερισμού, στο σημείο που τον είχε αναδείξει η ταξική πάλη, της αντιπαλότητας ανάμεσα στην αντιμνημονιακή ριζοσπαστική πολιτική και στο μπλοκ των αστικών μνημονιακών δυνάμεων (πρωτίστως ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, με τους σχετικούς τους δορυφόρους) ; Έχουμε τη δυνατότητα να ξεπεράσουμε τους «αγεφύρωτους» διαχωρισμούς μας, τον αθεράπευτο «υποκειμενισμό» μας, την επάρκεια να υπερβούμε την κινηματική αδράνεια του εργατικού κινήματος κλπ. ; Έχουμε την ικανότητα και την διάθεση να επικεντρωθούμε στην ανατροπή των μνημονίων, στην αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης, στην απαλλαγή από τις υπαγορεύσεις του κλονιζόμενου ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ορθώνοντας ανάχωμα στη νεοσυντηρητική επέλαση και θέτοντας στην άκρη τις μορφές Αριστεράς που συνεχίζουν να πατάν σε δύο βάρκες ;