Ο Αριστείδης ήταν ο αγαπημένος φίλος του μπαμπά μου. Δηλαδή, όχι μόνο του μπαμπά μου, όλης της οικογένειας. Εμείς, με την αδελφή μου, από μικρά ακόμα τον ξεχωρίζαμε και τον αγαπούσαμε πιο πολύ από όλους τους φίλους του πατέρα μας και περιμέναμε πως και πως την ώρα που θα’ ρχόταν στο σπίτι μας ο Αριστάκης.
Γύρω στα σαράντα, μετρίου αναστήματος, κοκαλιάρης και ασκημούλης με μια χρυσή καρδιά, πιο αγνή κι από μωρού. Όταν άρχιζε να διηγείται ιστορίες κρεμόμασταν από τα χείλη του. Αγράμματος ήταν, τσαγκάρης στο επάγγελμα, είχε όμως μια τέχνη στη διήγηση που μας συνέπαιρνε και τον ακούγαμε όλοι σα μαγεμένοι. Οι ιστορίες του απλές, δικά του βιώματα τωρινά και περασμένα. Ξεκινούσε συνήθως από το πώς πέρασε τη μέρα του και στη συνέχεια έτρεχε ο νους του στα παλιά, θυμόταν τις περιπέτειες από τη Νεολαία Λαμπράκη, το κυνηγητό, το ξύλο, την πρώτη του αγάπη, τη συναγωνίστρια Χρυσάνθη, το δάσκαλό του στο σχολείο κι ένα σωρό άλλα πράγματα.
Μια απλή ερώτηση «Πώς είσαι Αριστείδη;» ήταν ικανή να ξετυλίξει ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι ιστοριών άλλοτε αστείων και άλλοτε τόσο συγκινητικών που δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε τα δάκρυά μας. Τις διηγούταν με τέτοια γλαφυρότητα, που έστω κι αν τις είχαμε ξανακούσει, πάλι γελούσαμε και δακρύζαμε μαζί του σαν να τις ακούγαμε πρώτη φορά. Χρωμάτιζε τη φωνή του, ανάλογα με την περίσταση, μιμούταν τις φωνές των άλλων, κουνούσε τα χέρια πέρα δώθε, έκανε τα δικά του αθυρόστομα σχόλια, παράσταση κανονική.
-Εσύ μικρή, τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις; με ρωτάει μια μέρα, πάνω που τέλειωσε μια ιστορία κι ετοιμαζόταν ν’ αρχίσει μια δεύτερη. Θέλεις να σπουδάσεις;
-Ναι, βέβαια θέλω, του είπα, ήμουν τότε έξι χρονών.
Θα σπουδάσω.
-Και τι θα γίνεις;
-Κομμώτρια, του απάντησα με ύφος και γέλασαν όλοι κοροϊδευτικά.
Εγώ πειράχτηκα και κατσούφιασα. Εκείνος ήρθε κοντά μου, μου έπιασε τα χέρια, τα κοίταξε προσεκτικά σαν να τα διάβαζε και μου λέει σοβαρά, αλλά όλο αγάπη: «Τέτοια όμορφα χεράκια, με τόσο λεπτά δαχτυλάκια δεν κάνει να τα καις με τα σεσουάρ και τις βαφές. Τα δαχτυλάκια σου, λένε ότι θέλουν να δουλεύουν με το μολύβι και το χαρτί.».
Έμεινα να κοιτάζω τα χέρια μου και πάνω που ετοιμάστηκα να τον ρωτήσω για τα επαγγέλματα με το μολύβι και το χαρτί, ακούστηκε το «σσσσς», κάτι σαν το τρίτο κουδούνι στο θέατρο, γιατί ο Αριστείδης θα μας έλεγε, πώς αποφάσισε να γίνει τσαγκάρης.
Πριν αρχίσει μια ιστορία, πρώτα καθάριζε τη φωνή του, ύστερα λευτέρωνε τα χέρια του για να μπορεί να κάνει τις χειρονομίες του και ήταν έτοιμος: «Εγώ που λες Νικόλα» έλεγε στον πατέρα μου, «ήμουν ο φτωχότερος του χωριού». «Πιο φτωχό από μένα, μέχρι τώρα, δεν έχω δει στη ζωή μου. Μάνα δεν είχα, πέθανε στη γέννα κι ο πατέρας μου όλη μέρα εργάτης στα χωράφια, μ’ άφηνε να μεγαλώνω μόνος μου, με τη βοήθεια των γειτόνων. Κάθε μέρα έκανα πέντε χιλιόμετρα με τα πόδια για να πάω στην πόλη, στο σχολείο. Πού λεφτά για λεωφορείο. Χαράματα κινούσα, με τρύπια παπούτσια κι έφτανα αργοπορημένος και κατάκοπος. Τα ρούχα, δανεικά της γειτονιάς. Άλλοτε μεγαλύτερα από το μπόι μου, τα γύριζα δυο και τρεις φορές, περπατούσα και τα’ σερνα κι άλλοτε στενά να μη μπορώ να πάρω ανάσα.» Η αναπαράσταση συνόδευε όλα αυτά που έλεγε με τρόπο μοναδικό. Μας έδειχνε και πως γυρνούσε τα παντελόνια του και πως τον στένευαν τα ρούχα και τραβούσε το πουκάμισό του βαριανασαίνοντας, ήθελε να είναι ολοκληρωμένη η διήγηση. «Στο Δημοτικό είχα δυο παντελόνια όλο κι όλο, ένα χειμωνιάτικο κι ένα καλοκαιρινό, ώσπου μια μέρα, τι έγινε θαρρείς; Ένα άτιμο σκυλί μου όρμησε στο δρόμο και με τραβούσε από το παντελόνι, το λυσσασμένο, με μια μανία …… εγώ φώναζα, το κλώτσαγα, τίποτα αυτό, δεν σταμάτησε μέχρι που μου το’ βγαλε.» Όσο κορυφώνονταν η ιστορία τόσο και η ερμηνεία άγγιζε το ρεσιτάλ. «Αφού τα κατάφερε το αναθεματισμένο, τράβηξε αδιάφορο κατά κάτω στα χωράφια. Έμεινα στη μέση του δρόμου ξεβράκωτος. Κοιτάζω το παντελόνι, είχε γίνει κουρέλι. Πάει καλιά του κι ήταν το ζεστό, το χειμωνιάτικο κι ο καιρός το χειμώνα άγριος, κρύο που ξύριζε και χιόνι μέχρι τα γόνατα, άλλη φορά θα σας πω και για το κρύο του χειμώνα. Φτώχεια που λες Νικόλα και σα να μην έφτανε η ρημάδα, κάθε φορά που έμπαινα στην τάξη, ο δάσκαλος με περίμενε με τη βίτσα στο χέρι. Σκληρός άνθρωπος, δεν άκουγε τίποτα. Χυμούσε πάνω μου με λύσσα χειρότερη κι απ’ του σκυλιού. Και να γιατί άργησες και να γιατί είσαι λερωμένος και να γιατί δεν διαβάζεις, ξύλο να δουν τα μάτια σου. Τόσο ξύλο ούτε οι μπάτσοι δεν μου ρίξαν. Αλλά …… άλλο ήθελα να σας πω ….. α ναι, πώς έγινα τσαγκάρης»
«Λοιπόν ακούστε. Μια μέρα, με σηκώνει ο δάσκαλος στο μάθημα, εγώ στούρνο εντελώς, άνοιγα το στόμα μου τάχα πως θα μιλήσω και το ξανάκλεινα, τι να πω αφού ήμουν αδιάβαστος. Ήξερα πως θα μ’ άρπαζε πάλι με τη βίτσα κι ήθελα λίγο να τον καθυστερήσω. Κοίταζα μια το δάσκαλο, μια το πάτωμα, μια την πόρτα να τρέξω να ξεφύγω, έξυνα το κεφάλι μου μήπως και θυμηθώ κάτι από το βιβλίο, αλλά τίποτα. Εγώ από τα βιβλία ήξερα μόνο τις ζωγραφιές. Ο δάσκαλος σηκώνεται αργά από τη έδρα κι έρχεται προς το μέρος μου, χωρίς τη βίτσα όμως. Ωχ, σκέφτομαι, θα μου ρίξει σφαλιάρα και σηκώνω τα χέρια μου να σκεπάσω το πρόσωπο.
– Εσύ παιδί μου, μου λέει όλο σιχασιά, δεν είσαι για γράμματα. Εσύ μόνο για τσαγκάρης κάνεις.
- Κι όπως το’ πε, βρε παιδιά, έτσι κι έγινε. Μου’ δωσε ιδέα, κατάλαβες; Και χρήματα θα κερδίζω σκέφτηκα και δε θα’ χω τρύπια παπούτσια! Από τότε του τα συχώρεσα όλα, δε βαριέσαι, νερό κι αλάτι»
Έτσι ήταν ο Αριστάκης! Με καλοκάγαθη αφέλεια και χρυσή ψυχή!
Όταν μεγάλωσε και ήρθε στην πόλη να πιάσει δουλειά σε τσαγκαράδικο, οι πρώτοι του φίλοι ήταν Λαμπράκηδες. Κάθε βράδυ μετά τη δουλειά, καταχωνιάζονταν στο υπόγειο καπηλειό του Μπάρμπα Παναγή, που ήταν παλιό στέλεχος της ΕΔΑ, με πολλά χρόνια αγώνων φορτωμένος στην πλάτη του, και λέγανε, λέγανε, ώρες ατέλειωτες. Όταν αραίωνε η πελατεία, καθόταν κι ο Μπάρμπα Παναγής μαζί τους ν΄ ακούσει τα παιδιά, όπως έλεγε, να ευφρανθεί η καρδιά του. Τους άκουγε κι ο Αριστείδης με προσοχή και το μυαλό του γέμιζε εικόνες με χαρούμενα παιδιά με ζεστά παλτουδάκια και καινούρια παπούτσια. Ρουφούσε σα στυπόχαρτο τις νέες ιδέες, στεναχωριόταν όμως που δεν μπορούσε να διαβάσει παραπάνω από πέντε αράδες κι έπρεπε να του εξηγούν οι φίλοι του τι γράφει η εφημερίδα. Τότε, ο Φώτης, ο δάσκαλος, αποφάσισε να τον βοηθήσει. Πάνω σε παλιές προκηρύξεις που τους έδινε ο Μπαρμπα Παναγής, έμαθε, σωστά αυτή τη φορά, χωρίς ξύλο και φοβέρες, τα πρώτα του γράμματα.
Εκεί στη Νεολαία Λαμπράκη, γνώρισε και τη συναγωνίστρια τη Χρυσάνθη! Την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Όμορφη, λυγερή, με πλούσια μαύρα μαλλιά, ευγενική, τον κέρδισε αμέσως. Ο Αριστείδης έψαχνε συνέχεια αφορμές να είναι δίπλα της. Πότε να την ρωτήσει κάτι, πότε να την ενημερώσει αυτός, όλο βρισκόταν τριγύρω της. Έρωτας τρελός! Τα βράδια τη συνόδευε στο σπίτι της μην και την πειράξει κανένας χωροφύλακας με πολιτικά, ή παρακρατικός, γιατί κάποιοι «παλικαράδες», ψευτονταήδες, άμα έβλεπαν κοπέλα «σταμπαρισμένη» μόνη της, πλησίαζαν έριχναν ένα χαστούκι και γίνονταν καπνός. Στις διαδηλώσεις, της κρατούσε σφιχτά το χέρι κι αν τύχαινε να επιτεθούν οι μπάτσοι, έμπαινε μπροστά, έβαζε το σώμα του ασπίδα να σώσει τη Χρυσάνθη. Αυτό βέβαια το έκανε όχι μόνο για τη Χρυσάνθη, αλλά και για όλους τους συναγωνιστές του. Έμπαινε μπροστά κι έτρωγε αυτός το πρώτο ξύλο, «το χοντρό» όπως το’ λεγε.
Με τον καιρό, όλο και θέριευε μέσα του η ιδέα πως έπρεπε να της μιλήσει ανοιχτά για την αγάπη του. Ντρεπόταν όμως ο καημένος. Κάθε φορά που τον κοίταζε διαφορετικά, σαν να τον έχει ερωτευτεί κι αυτή, γινόταν κατακόκκινος, άλλαζε κουβέντα.
Ένα βράδυ που περπατούσε στο πλάι της, ένιωσε πως είχε φτάσει η ώρα να της το πει. Ήταν μια παραμυθένια νύχτα, μας έλεγε, μια γαλήνια νύχτα, πλημμυρισμένη από τη μοσχοβολιά των ανθισμένων ρόδων, μια μαγική αυγουστιάτικη πανσέληνος, που ωραιότερη δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του. Όλος ο ουρανός φωτίστηκε από ένα τεράστιο ολόγιομο φεγγάρι που είχε ανοίξει πανέμορφο σαν τριαντάφυλλο εκατόφυλλο κι ήταν αυτό, λες, που σκορπούσε την ευωδιά του στη γη. Χιλιάδες σκόρπια αστεράκια λαμπύριζαν κι άλλα έπεφταν με φόρα προς τα κάτω σαν κάποιο χέρι να τα είχε τινάξει με δύναμη ψηλά και τώρα επέστρεφαν πίσω. Η Χρυσάνθη, δίπλα του, να του χαμογελά, όμορφη σαν νεράιδα με το χλωμό της πρόσωπο και τα μαύρα μακριά της μαλλιά. Μέθυσε από την ομορφιά της, φουρτουνιάστηκε από τον έρωτα, έτρεμε από το πόθο να τη φιλήσει.
– Δε μου μιλάς σήμερα, του είπε γλυκά. Τόση ώρα περπατάμε και δεν μου’ χεις πει λέξη. Τι σκέφτεσαι; Θέλεις να σου πω εγώ τι έπαθα μήπως και σου φτιάξω το κέφι; Λοιπόν, δε θα το πιστέψεις …..
Ο νους του Αριστείδη όμως ήταν φευγάτος. Εκείνη τη μαγική βραδιά με την πανσέληνο, τίποτα δεν είχε σημασία γι’ αυτόν πέρα από την αγάπη του για κείνη. Καιγόταν μέσα του, ήθελε να της πιάσει το χέρι και να της πει “Στάσου Χρυσάνθη μου, μη μιλάς για λίγο και κοίτα με, θέλω κάτι να σου πω…….” κι εκεί κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι, τρέμοντας από το μεγάλο έρωτα, να της ανοίξει τη ψυχή του, να την παρακαλέσει να τον νιώσει, να δει μέσα στην καρδιά του, που έχει φυλαγμένη σαν άγια εικόνα τη μορφή της,. Ήθελε, αλλά δεν τολμούσε.
Τίποτα δεν άκουσε από όσα του’ πε η Χρυσάνθη, το γέλιο της όμως τον συνέφερε από τις σκέψεις του και της γέλασε κι αυτός.
……………………………………………………………………..
Ο Μπάρμπα Παναγής κατάλαβε τι συμβαίνει και με τα παλιά μυαλά που είχε, εκείνη την εποχή, ορμώμενος από τους κανόνες και τις αρχές περί ηθικής και τιμιότητας της αριστεράς, τον καθίζει κάτω και του λέει, αυστηρά: «Ακου, Αριστάκη παιδί μου, τις συναγωνίστριες τις βλέπουμε σα φίλες, σαν αδελφές, όχι σαν ερωμένες. Πρόσεξε καλά. Μαζέψου και πήγαινε αλλού να κάνεις τον κεραμιδόγατο». Ο Αριστείδης καταντράπηκε. Κοκκίνισε, ξεροκατάπιε, άχνα δεν έβγαλε. Ποτέ πια δεν ξαναμίλησε στη Χρυσάνθη, παρά μόνο τα τυπικά. Στις διαδηλώσεις καθόταν διακριτικά δίπλα της, έτοιμος να ξεσκίσει όποιον της κάνει κακό, όμως ποτέ δεν της ξανακράτησε το χέρι, ούτε την κοίταξε στα μάτια. Δεν ξέρω αν η Χρυσάνθη κατάλαβε ποτέ τον ανείπωτο έρωτά του ή αν έβαλε εκείνη τον Μπαρμπα Παναγή να του μιλήσει, ξέρω όμως πως ο Αριστείδης, παρόλο που αργότερα παντρεύτηκε μια άλλη κοπέλα κι έκανε μαζί της ένα γιο που τον λάτρευε, πάντα είχε στην καρδιά του μια ξεχωριστή θέση για τη Χρυσάνθη.
Αμέτρητες οι περιπέτειες του Αριστείδη από τη δράση του στη Νεολαία Λαμπράκη. Το ξύλο που έφαγε δε λέγεται. Εκτός από το συνήθειο να μπαίνει μπροστά για τη Χρυσάνθη και για τους συναγωνιστές του, είχε και το άλλο συνήθειο, να περπατάει στο δρόμο, στην πλατεία και να φωνάζει «ΕΝΑ ΕΝΑ ΤΕΣΣΕΡΑ» και διάφορα άλλα συνθήματα για να εκνευρίζει τους χωροφύλακες. Κι αυτοί δε θέλαν και πολύ, τον κάναν σηκωτό. Πολλά βράδια ερχόταν αργά στο σπίτι μας, να του βάλουμε μολυβόνερο στα κτυπήματα, μήπως και δεν αφήσουν σημάδια, γιατί αν τα’ βλεπε η γυναίκα του θα τον άρχιζε στον εξάψαλμο. «Καλή σε όλα της έλεγε ο Αριστείδης, αλλά με την πολιτική δεν το’ χει. Με την αριστερά δε, καθόλου. Εμένα όμως άμα μου ξεριζώσεις την αριστερά από μέσα μου καλύτερα να με σκοτώσεις».
– Πάλι βρε Αριστάκη σε δείρανε; του έλεγε η μαμά μου.
– Άσ’ τα Αννούλα, μου την πέσανε δυο ρουφιάνοι……
…………………………………………………………………………………………………….
Με τα χρόνια όλα άλλαξαν, η αριστερά έγινε νόμιμη, ο Αριστάκης όμως ίδιος κι απαράλλαχτος, κοκαλιάρης κι ασκημούλης, με τις ιστορίες του, από τη μια να μας κάνει να ξεκαρδιζόμαστε και από την άλλη να κλαίμε με λυγμούς.
Το χειρότερο κλάμα όμως, το σπαρακτικό, μας το φύλαγε για το τέλος. Αυτή του την ιστορία, δεν μας τη διηγήθηκε ο ίδιος, αλλά η γυναίκα του με σπασμένη φωνή στο τηλέφωνο. Και δεν είχε καθόλου γούστο. «Ο Αριστάκης» λέει «περπατούσε στο δρόμο και είδε ένα παιδάκι που του είχε ορμήξει ένας σκύλος να το δαγκώσει. Έτρεξε αμέσως να το σώσει και τα κατάφερε. Το παιδάκι έφυγε τρέχοντας αλλά εκείνος, σαν έκανε να σηκωθεί ζαλίστηκε, έπεσε και χτύπησε με δύναμη το κεφάλι του». Έτσι ήταν ο Αριστείδης! Έδινε και τη ζωή του για τα παιδιά, για τους φτωχούς, για τους ανυπεράσπιστους, για όλο τον κόσμο. Όλους τους χωρούσε η μεγάλη του καρδιά, όλους τους συχωρούσε, για όλους ήταν φίλος, πατέρας, αδελφός.
Ένας ήταν ο μεγάλος του καημός, που δεν μπορούσε να μοιραστεί το πιο σημαντικό κομμάτι του εαυτού του με την οικογένεια του, «το είναι του» όπως έλεγε, «την ιδεολογία του, την αγάπη του για την αριστερά, τα όνειρά του για ένα καλύτερο αύριο. Η λύπη που τον έπνιγε τον οδήγησε στο ποτό, γι’ αυτό και ζαλιζόταν συχνά κι έπεφτε στο δρόμο καθώς περπατούσε.
Σαν τον αντίκρισα για τελευταία φορά, με το ήρεμο πρόσωπό του, τα καλά του τα ρούχα και τα γυαλισμένα του παπούτσια, λύγισα, ράγισα. Έσκυψα πάνω του με αναφιλητά και του φιλούσα τα χέρια. Αυτά τα χέρια που τόσα μας είχαν διηγηθεί, έστεκαν τώρα παγωμένα, ακίνητα, σταυρωμένα, ανήμπορα να κάνουν το παραμικρό. «Λευτερώστε του τα χέρια» φώναξα με κλάματα κι έπεσα στην αγκαλιά του μπαμπά μου. «Μη τον αφήσεις μπαμπά να φύγει με σταυρωμένα χέρια».
Τον Αριστείδη δεν τον ξέχασα ποτέ. Έμεινε βαθιά χαραγμένος στη μνήμη και την καρδιά μου κι όποτε αναρωτιόμουν τι επάγγελμα ν΄ ακολουθήσω πάντα κατέληγα να κοιτάζω τα δάχτυλά μου.
Μαίρη Μπαχτσετζή
Δεκέμβριος 2020