Κάθε άλλο παρά κεραυνός εν αιθρία ήταν οι συντελούμενες εξελίξεις στην πολιτική ζωή της γειτονικής Ιταλίας. Για όσους, τουλάχιστον, έχουν επίγνωση της πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί στην Ευρώπη του μονόδρομου των νεοφιλελεύθερων πολιτικών επιλογών, οι οποίες στηρίζονται στη χρησιμοποίηση του ευρώ ως μέσου επιβολής τους.
Είναι προφανές πως η Ε.Ε. που δεν φάνηκε να ενοχλείται ιδιαίτερα από μια σειρά κυβερνήσεις με ακροδεξιά και ξενοφοβική ατζέντα, από την Αυστρία και την Ουγγαρία, μέχρι και τη νεοφασιστική Ουκρανία -την οποία ποικιλοτρόπως ενισχύει στον βρόμικο πόλεμο κατά της αντιφασιστικής Αντίστασης του λαού του Ντονμπάς– δεν ενοχλήθηκε από τα όποια άλλα χαρακτηριστικά της ιταλικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά, αποκλειστικά και μόνο, από την αμφισβήτηση της σχέσης της Ιταλίας με το ευρώ.
Ιερό θέσφατο, θεσμός των θεσμών το ευρώ, και η αθλιότητα του ιταλικού πραξικοπήματος, με την αντισυνταγματική άρνηση του προέδρου Ματαρέλα να αποδεχτεί τον υπουργό Οικονομικών που όρισε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μας φέρνει στη μνήμη το δικό μας τραγικό καλοκαίρι του 2015.
Τότε που ενόψει του δημοψηφίσματος και της έκφρασης της λαϊκής βούλησης, ασκήθηκε στη χώρα μας ο εκβιασμός της ΕΚΤ με τα Capital control και τα κλειστά ΑΤΜ των τραπεζών. Τότε που ο Τσίπρας απέρριψε την πρόταση Λαφαζάνη για αξιοποίηση του εθνικού νομίσματος, ως μέσου αντίστασης στον εκβιασμό. Κι αντί αυτού, μετά από το εκπληκτικό 61,3% του ΟΧΙ του λαού μας, προχώρησε στον επαίσχυντο συμβιβασμό, τσαλαπατώντας τη λαϊκή θέληση.
Είναι ολοφάνερο πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια απροκάλυπτη διολίσθηση προς καθεστώς απροσχημάτιστης κατάργησης της λαϊκής κυριαρχίας, προς όφελος των ισχυρών κύκλων των αγορών. Χθες στην Ελλάδα, σήμερα στην Ιταλία, αύριο πού αλλού;
Και ακριβώς αυτούς τους καιρούς, ο αγώνας για αποδέσμευση από ευρώ και Ε.Ε. καθίσταται αναγκαίος ακόμη και για την υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών και κατακτήσεων.