Το ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια πελαγοδρομεί μέσα σε μια μεγάλη αντίφαση. Από τη μια η πολιτική -στρατηγική και τακτική- που χάραξε στα τελευταία συνέδρια και ολοκλήρωσε στο 19ο συνέδριο. Η πολιτική αυτή χαρακτηρίζεται πέραν των άλλων από την αποσύνδεση της δράσης του κόμματος από τη πραγματικότητα που βιώνει ο λαός.
Αντί να διαμορφώσει τακτική που, αξιοποιώντας τη συγκυρία, θα προωθεί τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό, προωθεί ένα άμεσα αντικαπιταλιστικό πλαίσιο, το οποίο εκφράζεται με την χαρακτηριστική φράση «δουλεύουμε με τη στρατηγική μας». Ζυμώνει με εντελώς άμεσο τρόπο την αναγκαιότητα και το περιεχόμενο του σοσιαλισμού, χωρίς να παίρνει ουσιαστικά υπ’ όψιν του αντικειμενικές συνθήκες, τις πιεστικές ανάγκες των εργαζομένων, τις ανάγκες ανάπτυξης μαζικών ταξικών αγώνων, τις διαθέσεις των εργαζομένων και το βαθμό ωρίμανσης των αντιλήψεων και της ετοιμότητας τους.
Από την άλλη υπάρχει η σκληρή πραγματικότητα, το σύνολο των συνθηκών αντικειμενικών και υποκειμενικών που συνθέτουν τη συγκυρία και που στις σημερινές ιδιαίτερα συνθήκες δεν περιλαμβάνουν στην ημερήσια διάταξη το σοσιαλισμό, αλλά την επιβίωση, την κατάκτηση θέσεων, την απόκρουση της επίθεσης και τη βελτίωση του συσχετισμού δύναμης υπέρ της εργατικής τάξης. Οι εργαζόμενοι πλήττονται ανελέητα από την πολιτική των μνημονίων που προωθεί η αστική τάξη και οι σύμμαχοί της και αυτό το ΚΚΕ δεν θέλει να το πάρει υπόψη στη διαμόρφωση της τακτικής του. Εξάλλου είναι γνωστή η θέση του ότι τα μνημόνια δεν είναι τίποτε διαφορετικό από την πολιτική που το κεφάλαιο εφάρμοζε στη χώρα πριν την κρίση και εφάρμοζε παλαιότερα, εφαρμόζει και σήμερα σε όλες τις χώρες της ΕΕ και του καπιταλιστικού κόσμου γενικότερα.
Η βελτίωση της ζωής του λαού σήμερα και σε κάθε φάση και οι αναγκαίοι αγώνες που απαιτούνται δεν έρχονται καθόλου σε αντίθεση με τη δράση για την προώθηση της επανάστασης. Ίσα-ίσα το πρώτο είναι απόλυτη αναγκαιότητα για το δεύτερο. Ένας και πλέον αιώνας δράσης του κομμουνιστικού κινήματος αυτό ακριβώς διδάσκει.
Η αντίφαση αυτή με τις θέσεις του 20ου συνεδρίου δεν διορθώνεται αντίθετα διαπερνά ολόκληρο το κείμενο. Η δράση του κόμματος με την πολιτική αυτή είχε μέχρι σήμερα βαριές συνέπειες για το εργατικό κίνημα και για το Κομμουνιστικό κόμμα. Στον απολογισμό της η ΚΕ παρακάμπτει ουσιαστικά τα τεράστια προβλήματα που το Κόμμα αντιμετωπίζει και σημειώνει ότι «μέσα στο 2015 φάνηκε με διάφορους δείκτες η αντοχή του κόμματος σε συνθήκες μεγάλης ιδεολογικής πολιτικής πίεσης με στόχο να εγκαταλείψει τη στρατηγική του ή να απομονωθεί από εργατικές- λαϊκές μάζες. Ανανεώθηκαν οι κομματικές και κνίτικες δυνάμεις. Διαφάνηκε μια μικρή τάση ανάκαμψης του κόμματος από τις αρνητικές συνέπειες της εξελισσόμενηςαπό το 2012 αναμόρφωσης της σοσιαλδημοκρατίας προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ, της αντιφατικής επίδρασης της οικονομικής κρίσηςστις διαθέσεις των εργατικών- λαϊκών μαζών. Η τάση αυτή εμφανίστηκε σε συνθήκες έξαρσηςτόσο του ρεφορμιστικού όσο και του φασιστικού ρεύματος, παγκόσμιας υποχώρησης του επαναστατικού κινήματος, γενικευμένης ανατροπής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και οπορτουνιστικής διάβρωσης του κομμουνιστικού κινήματος στον κόσμο… Μεγάλωσε η συσπείρωση δυνάμεων στο ΠΑΜΕ, η επιρροή του σε μαχόμενες δυνάμεις μικρομεσαίων αγροτών και αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ. Εντάθηκε η δραστηριοποίηση γυναικών στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα. Αυξήθηκε η πολιτική επιρροή του κόμματος και της ΚΝΕ σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ. », Θ 39.
Ο κάθε ένας όμως γνωρίζει ότι η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική και ακριβώς αυτό δεν θέλει να αναγνωρίσει η ΚΕ. Αυτό είναι πολύ κακός οιωνός διότι αν δεν παραδεχτείς την κατάσταση, δεν αναγνωρίσεις τα προβλήματα και δεν αναζητήσεις τις πραγματικές αιτίες τους δεν πρόκειται να διορθώσεις τα λάθη και να διαμορφώσεις ορθή πολιτική, ακόμη περισσότερο να διαπαιδαγωγήσεις τα μέλη σου και τους εργαζόμενους. Πολύ χειρότερα βέβαια είναι όταν ωραιοποιείς την κατάσταση.
Οι θέσεις ερμηνεύουν τις εξελίξεις ως αποτέλεσμα αντικειμενικών συνθηκών και παραγόντων, πέρα και έξω από το ΚΚΕ την πολιτική και τις αποφάσεις του. Βλέπει ως αιτία την αναμόρφωση της σοσιαλδημοκρατίας προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ, την επίδραση της κρίσης, την ένταση του ρεφορμισμού και την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Δεν βλέπει όμως καμία ευθύνη στο ΚΚΕ στην τακτική και γενικότερα στη δράση του. Το ίδιο όμως διάστημα έχουν συμβεί τεράστιες αλλαγές, έχει αλλάξει ο πολιτικός χάρτης στη χώρα. Η συντριπτική πλειοψηφία του λαού είναι δυσαρεστημένη, διαφωνεί και απορρίπτει την ακολουθούμενη πολιτική, δεν εμπιστεύεται κόμματα και αστικούς θεσμούς.Τα αστικά πολιτικά κόμματα έχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό απαξιωθεί και ορισμένα έχουν διαλυθεί, εκατομμύρια ψηφοφόροι τους τα έχουν εγκαταλείψει και το ΚΚΕ απώλεσε το 2012 τη μισή δύναμη του, ο αριθμός των συνδικαλισμένων εργατοϋπαλλήλων στον ιδιωτικό τομέα έπεσε σε μονοψήφιο αριθμό και το κόμμα είναι ικανοποιημένο γιατί δεν μειώθηκαν πολύ τα ποσοστά του και γενικότερα θεωρεί ότι ανακάμπτει.
Η σκληρή πραγματικότητα όμως είναι παρούσα και οι μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει το κόμμα αποτυπώνονται στις Θέσεις. Από τη μια μεριά έχουμε το στρογγύλεμα ορισμένων τοποθετήσεων, την άμβλυνση κραυγαλέα λανθασμένων και επιζήμιων θέσεων που είχαν ξεσηκώσει την κατακραυγή των κομμουνιστών και παράλληλα οι τοποθετήσεις αυτές επανέρχονται πολλές φορές λίγο πιο κάτω στο κείμενο.
Να δώσουμε ορισμένα παραδείγματα.
Οι θέσεις τονίζουν το χαρακτήρα που έχουν τα διάφορα σχήματα μέσα από τα οποία δρα το ΚΚΕ όπως αυτά αναφέρονται στα ιδρυτικά κείμενά τους, αλλά για χρόνια είχαν παρασιωπηθεί και διαστρεβλωθεί. Στην θέση 55 διαβάζουμε ότι το ΠΑΜΕ είναι μέτωπο συσπείρωσης σωματείων, εργατικών κέντρων, ομοσπονδιών, επιτροπών αγώνα, συνδικαλιστών… Αυτό αναφέρεται στην ιδρυτική διακήρυξή του, επί πόσα χρόνια όμως αυτό είχε ξεχαστεί και το ΠΑΜΕ λειτουργούσε και λειτουργεί ως μια γραφειοκρατική συσπείρωση που υπάρχει μόνο στην κορυφή, ενώ ουσιαστικά τα σωματεία στη μεγάλη πλειοψηφία τους δεν λειτουργούν; Στη θέση 61 διαβάζουμε: Το ΜΑΣ δεν είναι η παράταξη της ΚΝΕ, δεν είναι μια ταμπέλα που βάζουμε όταν θέλουμε να οργανώσουμε αγώνες στο φοιτητικό κίνημα. Είναι συσπείρωση φοιτητικών- σπουδαστικών φορέων με στόχους και αιτήματα που συγκρούονται με την πολιτική της κυβέρνησης του κεφαλαίου και της ΕΕ παίρνοντας υπόψη το επίπεδο συνείδησης των νέων που συσπειρώνονται σ’ αυτή… την ζωντανή, πλούσια, διεκδικητική, δημιουργική λειτουργία των συλλόγων, των επιτροπών αγώνα που συσπειρώνονται στο ΜΑΣ. Προϋποθέτει δηλαδή το ζωντάνεμα και όχι την υποκατάσταση του λειτουργίας των φορέων του φοιτητικού κινήματος…
Κατ’ αντιστοιχία με τα προηγούμενα υπάρχουν τοποθετήσεις για όλα τα κινήματα. Με την μέχρι σήμερα λειτουργία και δράση στο φοιτητικό χώρο αλλά και στους υπόλοιπους τομείς του εργατικού και λαϊκού κινήματος η τοποθέτηση αυτή δεν έχει καμία σχέση. Η πρακτική είναι εντελώς αντίθετη, απόλυτης υποτίμησης των συλλόγων και των σωματείων, των μελών τους και γενικότερα της θέλησης των εργαζομένων και των σπουδαστών, με κορυφαίο παράδειγμα την κήρυξη πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας την 17/12 / 2009 από το ΠΑΜΕ με τη φιλοδοξία ν’ αγκαλιάσει το σύνολο των εργατοϋπαλλήλων, χωρίς όμως απόφαση των συνδικάτων των εργαζομένων και φυσικά η απεργία ήταν απολύτως αποτυχημένη.
Οι επισημάνσεις αυτές προϊδεάζουν ότι θ’ αξιοποιηθούν για το δυνάμωμα της παρέμβασης στα λαϊκά προβλήματα και την ανάπτυξη των διεκδικητικών αγώνων. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι. Λίγο πιο κάτω ο υπερτονισμός και η απόλυτη προτεραιότητα που δίνουν οι Θέσεις στα ιδεολογικά και στρατηγικά καθήκοντά του κόμματος και του εργατικού κινήματος και η υποβάθμιση της τρέχουσας δραστηριότητας, κάτι σαν αναγκαίο πάρεργο, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ουσιαστικές διορθώσεις της δράσης, ότι κάτι ουσιαστικό μπορεί ν’ αλλάξει. Π.χ. στη θέση 49 το κείμενο γράφει: Παρά το γεγονός ότι είναι αναντικατάστατη η δουλειά για ανάπτυξη αγώνων σε επιμέρους μέτωπα πάλης… αποφασιστική άνοδος του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να υπάρξει όσο δεν διευρύνεται μια εργατική πρωτοπορία που πείθεται για την ανάγκη ανατροπής του συστήματος… Και στη συνέχεια, βασικό κριτήριο της καθοδηγητικής μας δουλειάς πρέπει να είναι η διατήρηση αγωνιστικών δεσμών με όσους και όσες θέλουν να αντισταθούν. Δηλαδή το κριτήριο είναι να διατηρήσει δεσμούς το ΚΚΕ με τους πρωτοπόρους, τους αποφασισμένους και όχι να διευρύνει τους δεσμούς του με όσο το δυνατόν ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης και των εργαζομένων και στη βάση αυτή να εμβαθύνει την πολιτική παρέμβασή του, να διαμορφώσει με τα πιο πρωτοπόρα τμήματα στενότερους ιδεολογικούς και πολιτικούς δεσμούς. Οι πλατιοί δεσμοί με την πλειοψηφία, η δυνατότητα κινητοποίησης της, η δράση για τα άμεσα προβλήματα και παράλληλα η βαθύτερη και ουσιαστικότερη επίδραση στις αντιλήψεις και στη συνείδηση των εργαζομένων, αντικαθίσταται με τη δράση που θεωρεί κύριο καθήκον την ιδεολογική δουλειά και την ανάδειξη των στρατηγικών καθηκόντων και ως αναγκαίο κακό την κινητοποίηση των εργαζομένων και τη δράση για τα ζωτικά προβλήματα τους. Παρομοίως, στη Θέση 60 αναφέρεται: Το βασικό καθήκον του κόμματος στους χώρους της εκπαίδευσης είναι η ενίσχυση της ιδεολογικής- μορφωτικής προσπάθεια μέσα από ένα πολύμορφο και πολυθεματικό άξονα με επίκεντρο την εκλαΐκευση της πρότασης του κόμματος για την παιδεία στο σοσιαλισμό. Με δυο λόγια ο αγώνας των σπουδαστών και όλων των εμπλεκομένων στην εκπαίδευση δεν γίνεται πρωτίστως πάνω στη διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών σπουδών, καλύτερου περιεχομένου και καλύτερης προοπτικής, αλλά πάνω στην εκλαΐκευση του πως θα είναι η παιδεία στο σοσιαλισμό. Έτσι όμως σε πόσους μπορεί να απευθυνθεί και πόσους θα συγκινήσει και θα κινητοποιήσει;
Οι απόψεις και οι θέσεις αυτές συνιστούν μείζον πρόβλημα με πολύ σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις, κυριότερη των οποίων είναι η διάρρηξη των δεσμών με τα πλατιά τμήματα των εργαζομένων και η περιχαράκωση του κόμματος. Οι αντιλήψεις αυτές για την ταξική πάλη δεν έχουν καμία σχέσημε τον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισαν το πρόβλημα αυτό οι κλασσικοί και ο Λένιν. Ο Έγκελς στον πρόλογο στο έργο του «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία» τοποθετούσε το ζήτημα αυτό ως εξής: Πρέπει να αναγνωριστεί στους γερμανούς εργάτες ότι αξιοποίησαν τα πλεονεκτήματα της κατάστασης τους με σπάνια κατανόηση. Για πρώτη φορά από τότε που υπάρχει εργατικό κίνημα, η πάλη διεξάγεται και στις τρεις πλευρές της- τη θεωρητική, την πολιτική και την πρακτικοοικονομική (Αντίσταση ενάντια στους καπιταλιστές)- συντονισμένα, σε συνάρτηση και σχεδιασμένα. Σε αυτήν ακριβώς την, ας πούμε, επικεντρωμένη επίθεση βρίσκεται ακριβώς η δύναμη και το ακατανίκητο του γερμανικού κινήματος. ( Ο πόλεμος των χωρικών, σ. 34, Σύγχρονη Εποχή).
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αντιμετώπισε το θέμα και ο Λένιν στο έργο του Τι να κάνουμε, καθώς και σε άλλα έργα του και για δεκαετίες η Κομιντέρν και το κομμουνιστικό κίνημα.
Επομένως η ταξική πάλη ναι μεν απαρτίζεται από τρεις τομείς, τρία επίπεδα που καθένα έχει την αυτοτέλεια του, αλλά διεξάγεται συντονισμένα, σε συνάρτηση και σχεδιασμένα. Και οι τρεις τομείς είναι εντελώς αναγκαίοι και θα πρέπει με ενιαίο τρόπο και στη βάση ενιαίου σχεδίου να προωθούνται από το Κομμουνιστικό κόμμα. Η επιμονή μονόπλευρα σε κάποιον απ’ αυτούς, και η υποτίμηση των άλλων θα έχει σοβαρές συνέπειες. Όταν το βάρος πέφτει στα άμεσα, η δράση για την καθημερινότητα απολυτοποιείται, ο κίνδυνος της αποσύνδεσης της τακτικής από τη στρατηγική, ο κίνδυνος του ρεφορμισμού είναι προ των πυλών. Όταν το βάρος πέφτει μονόπλευρα στα ιδεολογικά καθήκοντα τότε η αποκοπή του κόμματος από τα πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης είναι εξασφαλισμένη. Το κομμουνιστικό κίνημα έχει πικρή πείρα από το ρεφορμισμό στις γραμμές του, έχει όμως πικρή πείρα και πολύ αρνητικές συνέπειες από τον αριστερισμό και το σεχταρισμό.
Μπορεί η επιμονή αυτή για προτεραιότητα της δράσης στα ζητήματα της ιδεολογίας να φαντάζει συνεπής και επαναστατική, ότι προφυλάσσει τους κομμουνιστές και το εργατικό κίνημα από τη διολίσθηση στα καθημερινά και στον ρεφορμισμό, όμως οδηγεί κατευθείαν στην απομόνωση των κομμουνιστών από τα πλατύτερα τμήματα της εργατικής τάξης και στοχεύει μόνο στα πρωτοπόρα στοιχεία. Τα πλατιά τμήματα των εργαζομένων που κατά τεκμήριο έχουν χαμηλότερο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο και αγωνιστικές εμπειρίες, ευκολότερα συγκινούνται και κινητοποιούνται σε αγώνες για τα άμεσα προβλήματα τους και πολύ δύσκολα με ζητήματα της επαναστατικής προοπτικής και των προϋποθέσεων της. Η σύνδεση αυτών των δύο στην καθημερινή δράση έγκειται στην ικανότητά και την μαστοριά της πολιτικής πρωτοπορίας.
Ύστερα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι πολιτικά δραστήριοι, που αναφέρουν οι Θέσεις, αυτοί που είναι αποφασισμένοι να αντισταθούν, αν δεν είναι κομμουνιστές θα ανήκουν ή θα ακολουθούν κάποιο άλλο πολιτικό κόμμα ή παράταξη. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες. Πως είναι δυνατόν να αναπτύξεις και να διατηρήσεις αγωνιστικούς δεσμούς με πρωτοπόρους εργαζόμενους, όταν θεωρείς εχθρούς όλες τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και ιδιαίτερα αυτές με αριστερό προσανατολισμό και καθημερινά τις καταγγέλλεις σε όλους τους τόνους; Πώς είναι δυνατόν να συμπράξουν με το Κομμουνιστικό κόμμα όταν το κόμμα στο οποίο ανήκουν δέχεται καθημερινά επίθεση και μάλιστα τις περισσότερες φορές υπερβολική και αχρείαστη; Και για να είμαστε σαφείς είναι απολύτως διαφορετικό πράγμα το σταθερό ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο και απολύτως αναγκαίο και άλλο η καθημερινή καταγγελία, όταν δεν είναι εντελώς απαραίτητη. Στις σημερινές συνθήκες η διαμόρφωση σταθερών δεσμών με ευρύτερα πρωτοπόρα στοιχεία σε αντιπαράθεση με τους πολιτικούς φορείς που ανήκουν είναι εξαιρετικά δύσκολη, ενδεχομένως στις συνθήκες της επαναστατικής κατάστασης όταν η πολιτικοποίηση των εργαζομένων είναι ραγδαία μπορεί η αντίστοιχη τακτική να έχει ορισμένα αποτέλεσμα.
Θεωρούμε ότι μια καλή απόδειξη για τους ισχυρισμούς μας είναι οι επιπτώσεις που είχε το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ στις συνθήκες της κρίσης, συνθήκες από πάρα πολλές πλευρές εξαιρετικές για τη δράση τους. Θα μπορούσε σήμερα το ΚΚΕ και ιδιαίτερα το ΠΑΜΕ κυριολεκτικά να μην έχουν αντίπαλο στους εργαζόμενους και το λαό. Η αξιοπιστία των αστικών πολιτικών δυνάμεων, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ είναι στα τάρταρα, η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία έχει τη χειρότερη γνώμη για τα κόμματα αυτά, παρόλα αυτά η σύνδεση του κόμματος με πρωτοπόρα στοιχεία τους δεν έκανε ούτε βήμα. Στο συνδικαλιστικό χώρο το κύρος των ηγεσιών ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ και των παρατάξεων ΔΑΚΕ, ΠΑΣΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ προσεγγίζει το μηδέν και παρόλα αυτά το ΠΑΜΕ είναι καθηλωμένο. Αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τις δύσκολες αντικειμενικές συνθήκες που ευνοούν το βόλεμα, διαμορφώνουν ελάχιστες απαιτήσεις στους εργαζόμενους και εν τέλει προάγουν τον ρεφορμισμό. Πρέπει να αναζητήσει το ΚΚΕ τις δικές του ευθύνες, τα λάθη του, να επανεξετάσει το πρόγραμμα και την πολιτική του συνολικά.
Θα περάσουμε σε ένα άλλο σημαντικό θέμα, στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και στη συμμαχία του με το κίνημα της μικρής και μεσαίας αγροτιάς. Στην απόφαση της ευρείας ολομέλειας της ΚΕ του Δεκέμβρη του 2015, αναφέρουν οι Θέσεις, προσδιορίζεται ως περιεχόμενό της ανασύνταξης «…Η προετοιμασία και ανάπτυξη εργατικού κινήματος ικανού να αντιπαρατεθεί με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικά και σε συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα των αυτοαπασχολούμενων και αγροτών στην ενιαία επεξεργασμένη στρατηγική του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής εξουσίας». Ο ορισμός αυτός είναι πάρα πολύ γενικός. Θα καταφύγουμε στην πολιτική απόφαση του 18ου συνεδρίου, η οποία αναφέρεται αναλυτικά στο θέμα αυτό.
Ανασύνταξη σημαίνει:
Προσέλκυση στην οργανωμένη δράση νέων εργατικών λαϊκών μαζών, ενεργητική συμμετοχή τους στις διαδικασίες ανάπτυξης του κινήματος, διαμόρφωση ενιαίου μετώπου πάλης ως κοινωνικής συμμαχίας, που μέσα από τις ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες του κάθε κινήματος αντιμετωπίζουν ενιαία τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Ενώνονται στον κοινό στόχο – αγώνα ενάντια στην εξουσία των μονοπωλίων για να διαμορφωθεί μια νέα εξουσία. H Λαϊκή Εξουσία, ως προς το περιεχόμενο και τις μορφές άσκησής της, βρίσκεται σε πλήρη ρήξη με την εξουσία των μονοπωλίων, είναι αποτέλεσμα ανατροπής της….
Σήμερα, δεν αρκεί το κίνημα να έχει απλά κάποιους θετικούς επιμέρους στόχους. Αυτό που καθορίζει την αποτελεσματικότητα του κινήματος, το ρόλο του στη θετική προοπτική είναι ποιο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο στηρίζει τους στόχους πάλης. Δεν αρκεί η «ενότητα στο πρόβλημα» ή η «πάλη για τα προβλήματα» γενικά, σημασία έχει σε ποιο πολιτικό πλαίσιο εντάσσονται τα αιτήματα, ποιες ιδεολογικές θέσεις τα διέπουν, ο σκοπός του αγώνα.
Το εργατικό κίνημα, από τις ίδιες τις απαιτήσεις της πάλης, πρέπει να κατακτά αντιμονοπωλιακό – αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, να αναπτύσσει μέτωπο αντιπαράθεσης με τις αστικές αντιλήψεις και τα ιδεολογήματα, με το ρεφορμισμό και οπορτουνισμό, με βάση την πείρα που διαμορφώνει στην ταξική πάλη, στους μαζικούς αγώνες. O ιδεολογικός, πολιτικός και οικονομικός αγώνας διεξάγεται ενιαία, δε διαχωρίζεται με στεγανά…
Nα προσανατολίζονται οι εργατοϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι γενικότερα μέσα από την πείρα τους, αλλά και από τη δική μας εντατική και εύστοχη ιδεολογικοπολιτική δουλειά, στην επιλογή του άλλου δρόμου ανάπτυξης, σε αντίθεση με τα μονοπώλια, την ιμπεριαλιστική πολιτική. Nα γίνεται κατανοητό τι έχει να προσφέρει στη μεγάλη πλειοψηφία του λαού η Λαϊκή Εξουσία – Οικονομία που μπορεί να εκφράσει όλους εκείνους που συμφωνούν στην πάλη κατά της εξουσίας των μονοπωλίων, διαφέρουν όσον αφορά στην αντίληψη για το σοσιαλισμό…
Bασική προϋπόθεση για να περάσει το λαϊκό κίνημα στην αντεπίθεση με την πρωτοπορία του εργατικού κινήματος είναι ο αποτελεσματικός αγώνας και κατά του ρεφορμισμού, οπορτουνισμού….
H ανασύνταξη του κινήματος πρακτικά μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την ενίσχυση του ΠAME, αλλά και της ΠAΣY και του πόλου συσπείρωσης στο χώρο των αυτοαπασχολούμενων…
Tο αίτημα για πολιτική αλλαγή πρέπει να ξεπεράσει την αντίληψη για κυβερνητική αλλαγή και να τείνει να κατανοείται ως αλλαγή ταξική στο επίπεδο της εξουσίας. Nα αρχίσει και σε μαζικό επίπεδο να γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα σε μια κυβέρνηση που εκλέγεται από το λαό και στηρίζει το σύστημα, από μια κυβέρνηση που είναι λαϊκή, γιατί εκφράζει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα και είναι «προϊόν» της νίκης του λαού σε βάρος της αστικής εξουσίας και της κυριαρχίας των μονοπωλίων.( 18ο συνέδριο ΚΚΕ Ντοκουμέντα σ. 90-94).
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι στο εργατικό κίνημα και τα κινήματα των άλλων στρωμάτων των εργαζομένων αποδίδεται χαρακτήρας και καθήκοντα πολιτικού φορέα, καθήκοντα επαναστατικού κόμματος που η δράση του άμεσα στοχεύει στη σοσιαλιστική επανάσταση. Δεν αγωνίζεται για διεκδικήσεις και αιτήματα αλλά για ολοκληρωμένο πολιτικό πλαίσιο που εντάσσονται οι διεκδικήσεις και τα αιτήματα αυτά, για τις ιδεολογικές θέσεις που τα συνοδεύουν και το σκοπό που θα έχει ο αγώνας αυτός, δηλαδή ο αγώνας για το σοσιαλισμό. Να εκλαϊκεύει το κίνημα τη Λαϊκή Εξουσία και τη Λαϊκή Οικονομία, να διεξάγει ολοκληρωμένο ιδεολογικό αγώνα στο μαζικό επίπεδο το εργατικό κίνημα, να ζυμώνει την αντίληψη όχι για κυβερνητική αλλαγή απλώς, αλλά για εξουσία της εργατικής τάξης.
Όλα αυτά τα καθήκοντα τα αναθέτει το συνέδριο στα σωματεία και στους φορείς που απαρτίζουν το ΠΑΜΕ.
Κατά τις αντιλήψεις αυτές, τα σωματεία πέρα από τους οικονομικούς αγώνες και μέσα στην κρίση έπρεπε να προωθήσουν το σύνολο των καθηκόντων του επαναστατικού κόμματος.
Μάλιστα για ένα μεγάλο διάστημα αυτό το περιεχόμενο έμπαινε σε σωματεία για διεκδίκηση και σε αρχαιρεσίες ομοσπονδιών και Ε.Κ. με πλειοψηφία του ΠΑΜΕ.
Μήπως πρέπει κανείς να ψάξει πολύ, για να βρει τις αιτίες της καθήλωσης του ΠΑΜΕ και του εργατικού κινήματος; Ήταν ώριμη η εργατική τάξη να βάλει μπροστά της σ’αυτές τις συνθήκες ανάλογα καθήκοντα; Πόσους εργάτες συγκινούσαν και κινητοποιούσαν τα καθήκοντα αυτά;
Αν σ’ αυτά προστεθεί και η τακτική των ξεχωριστών συγκεντρώσεων, η άρνηση από πλευράς ΠΑΜΕ να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις πλατιάς συμπόρευσης των εργαζομένων και των συνδικάτων τους πάνω σε ταξική βάση σύγκρουσης με το κεφάλαιο και την πολιτική του και με την αστικοποιημένη γραφειοκρατία που κυριαρχεί στο συνδικαλιστικό κίνημα τότε έχουμε τα βασικά στοιχεία του πλαισίου των αγώνων τα προηγούμενα χρόνια.
Στην πορεία και κάτω από τα αδιέξοδα που δημιουργήθηκαν για το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ η τακτική αυτή τροποποιήθηκε, χωρίς ποτέ να εγκαταλειφθεί. Απλώς έγινε ένας τακτικός ελιγμός, εγκαταλείφτηκαν αιτήματα διογκωμένα ποσοτικά ( 1400 ευρώ κατώτερος μισθός …), προβλήθηκαν οικονομικά αιτήματα που πολλές φορές ήταν πιο πίσω όχι μόνο από τις ανάγκες, αλλά ορισμένες φορές και από τις διαθέσεις, μειώθηκαν οι αναφορές στην Λαϊκή Εξουσία χωρίς όμως η απόφαση του 18ουΣυνεδρίου για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος να εγκαταλειφτεί, εξακολουθεί να ισχύει, αλλά σ’ αυτές τις συνθήκες παρακάμπτεται κάπως.
Μεγάλα ανατρεπτικά αιτήματα που συγκινούν πλατιά τμήματα των εργαζομένων, έβγαιναν μέσα από τις ζωντανές εμπειρίες τους και γίνονταν ευρύτερα αποδεκτά, δεν προβλήθηκαν και δεν προβάλλονται. Όλα μπορεί να προβληθούν, αλλά η έξοδος από την ΕΕ, η διαγραφή του χρέους, η κρατικοποίηση των τραπεζών που τις χρυσοπλήρωσε ο λαός δεν γίνεται να προβληθούν. Αυτά τα καθήκοντα είναι για το σοσιαλισμό.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η όποια προβολή της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού ήταν μετέωρη, κυριαρχούσαν τα οικονομικά διεκδικητικά αιτήματα.
Η ΠΑΣΥ δημιουργήθηκε ως το αντίστοιχο του ΠΑΜΕ στον αγροτικό χώρο, ως αντιμονοπωλιακός, αντικαπιταλιστικός βραχίονας της Λαϊκής Συμμαχίας που αποστολή της είναι να προωθήσει το καθήκον της συγκέντρωσης και της προετοιμασίας των κοινωνικών δυνάμεων για την επανάσταση και τη μετατροπή της σε επαναστατικό μέτωπο στην περίοδο της επαναστατικής κατάστασης.
Τα αποτελέσματα της ήταν πενιχρά. Ουσιαστικά δεν οικοδομήθηκε ποτέ στις περισσότερες αγροτικές περιοχές, πράγμα που παραδέχονται και οι θέσεις, μόνο που δεν ασχολούνται με τις αιτίες.
Δεν μπόρεσε να εκφράσει τις ανάγκες και τις διεκδικήσεις των αγροτών. Όσοι αγώνες αναπτύχθηκαν τα προηγούμενα χρόνια δεν έγιναν με το πλαίσιο της ΠΑΣΥ, αλλά για τα άμεσα προβλήματα των αγροτών και αυτό είναι εντελώς φυσικό.
Οι τελευταίοι αγροτικοί αγώνες, το 2015, έφεραν στο προσκήνιο μια νέα μορφή αγώνα, αναφέρουν οι Θέσεις, τη δημιουργία μπλόκων και του πανελλαδικού συντονισμού τους με κέντρο το μπλόκο της Νίκαια που συσπείρωσε πλήθος μπλόκων από διάφορες περιοχές της χώρας. Γεννάται όμως το ερώτημα, πόσο νέα μορφή αγώνων είναι τα μπλόκα και ο συντονισμός τους; Τουλάχιστον αυτή ή παρόμοια μορφή έχει αναπτυχθεί κατ’ επανάληψη τα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια. Πάντα οι αγώνες αυτοί αναπτύσσονταν στη βάση πλαισίου αιτημάτων, που περιλάμβανε την αποτροπή νομοθετικών πρωτοβουλιών και μέτρων των κυβερνήσεων και ορισμένα μέτρα ανακούφισης. Το ίδιο και οι τελευταίο αγώνες. Η συσπείρωση έγινε πάνω στη βάση των εξής 5 αιτημάτων.
1. Να αποσυρθεί το σχέδιο της κυβέρνησης για το Ασφαλιστικό.
2. Να καταργηθεί η φορολόγηση από το πρώτο ευρώ «που αποφάσισε η προηγούμενη κυβέρνηση και υλοποιεί η σημερινή». Να καταργηθούν τα τεκμήρια διαβίωσης. Αφορολόγητο ατομικό αγροτικό εισόδημα 12.000 ευρώ, προσαυξημένο κατά 3.000 ευρώ για κάθε παιδί. Να αποσυρθούν τα σχέδια της κυβέρνησης για αύξηση της φορολογίας κ.λπ.
3. Αφορολόγητο πετρέλαιο. Μείωση του αγροτικού ρεύματος. Κατάργηση του ΦΠΑ στα αγροτικά μέσα και εφόδια.
4. Καμιά κατάσχεση πρώτης, δεύτερης κατοικίας ή χωραφιού, από δάνεια που βρίσκονται στο «κόκκινο», συνολικής αντικειμενικής αξίας μέχρι 300.000 ευρώ. Διαγραφή των τόκων και «κούρεμα» του κεφαλαίου σε ποσοστό 30% για επαγγελματικά δάνεια μέχρι 200.000 ευρώ των φτωχών αγροτοκτηνοτρόφων και ψαράδων.
5. Κατάργηση του φόρου στο κρασί. Να αποσυρθούν τα νέα μέτρα για φορολογία στο τσίπουρο.
Είναι μέτρα αντίστασης των αγροτών στη λαίλαπα των μνημονίων. Ένας κλασσικός οικονομικός αγώνας, όπως και πλήθος άλλοι, που τον υλοποιούν μαζικά συνδικαλιστικά όργανα και στη σημερινή εποχή της απόλυτης απαξίωσης των αγροτοπατερικών γραφειοκρατιών και της διάλυσης του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος, εκφράζεται με την πλατιά κινητοποίηση των αγροτών και την επιλογή της μορφής των μπλόκων και του αναγκαίου συντονισμού τους. Η σημασία των αγώνων αυτών είναι μεγάλη, όπως και όλων των πετυχημένων συνδικαλιστικών αγώνων, αρκεί να υπάρξει η ανάλογη συνέχεια με όλα τα χαρακτηριστικά που οι αγώνες αυτοί ανέδειξαν και κυρίως τον πλατύ χαρακτήρα τους και τα άμεσα αιτήματα επιβίωσης στο επίκεντρο τους.
Οι αγώνες αυτοί ανέδειξαν την ανάγκη δημιουργίας πλατιού μετώπου των αγροτών στη βάση των άμεσων διεκδικήσεων τους μπολιασμένων με πολιτικές διεκδικήσεις που αμφισβητούν βαθύτερα την πολιτική του κεφαλαίου και την κυριαρχία του, με το αίτημα της κατάργησης της ΚΑΠ και την αποδέσμευση της χώρας από την ΕΕ στην καρδιά του.
Ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να έχει μέλλον και προοπτική. Όλα τα υπόλοιπα που αφορούν την προετοιμασία της επαναστατικής ανατροπής είναι υπόθεση του ΚΚ, του συνόλου των δυνάμεων του και των πρωτοπόρων δυνάμεων που αγωνίζονται για το σοσιαλισμό. Τουλάχιστον για αυτές τις συνθήκες δεν είναι καθήκοντα των συλλόγων, των ομοσπονδιών και των μπλόκων.
Η αντίφαση που περιγράψαμε ανάμεσα στην πολιτική που προωθεί το ΚΚΕ και την ζωντανή πραγματικότητα που βιώνει ο λαός αν δεν λυθεί ολοκληρωτικά, ανοιχτά, δημόσια και με πραγματικά κομμουνιστικό τρόπο, αν δεν αξιοποιηθεί η πολύχρονη εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος και ο μαρξισμός λενινισμός, οι δυσκολίες θα είναι τεράστιες.
Δεν πρόκειται να υπάρξει ουσιαστική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και του ΚΚΕ.
Δυστυχώς οι Θέσεις τη ΚΕ για το 20ο Συνέδριο δεν λύνουν αυτό το πρόβλημα, αντίθετα προτιμούν να το παρακάμψουν και με τακτικισμούς να προφυλάξουν τη χαραγμένη στρατηγική και τακτική από ακόμη μεγαλύτερη αμφισβήτηση.
Πηγή: ergatikosagwnas.gr