Καμία σχέση! Όποιος επιχειρήσει να συγκρίνει τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και κάθε ευρωπαϊκής χώρας ξεχωριστά, με τη στάση της Κίνας απέναντι στις ΗΠΑ θα διαπιστώσει ότι δεν έχουν κανένα κοινό χαρακτηριστικό. Ας θυμηθούμε την επίσκεψη του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, στην Ουάσινγκτον στις 25 Ιουλίου (περισσότερα εδώ) όταν μπροστά στην απειλή επιβολής επιπλέον δασμών στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία οι Βρυξέλλες αποδέχθηκαν τους όρους του Τραμπ και η σύγκρουση έληξε με την ατιμωτική υποχώρηση της ΕΕ. Κι ας αντιπαραβάλλουμε αυτή τη στάση, που επιβεβαιώνει όσους χαρακτηρίζουν την ΕΕ ως το πρότζεκτ με την μεγαλύτερη διάρκεια ζωής της αμερικάνικης υπερδύναμης, με τη στάση της Κίνας, που μόλις πριν μια εβδομάδα κι ενώ οι εκδικητικές αυξήσεις δασμών ένθεν κι ένθεν όδευαν σε κορύφωση έκοψε βίαια και μονομερώς τους δίαυλους επικοινωνίας με τις ΗΠΑ!
Συγκεκριμένα, το Πεκίνο το προηγούμενο Σαββατοκύριακο απέρριψε αμερικανική πρόσκληση για εμπορικές συνομιλίες και κάλεσε τον αμερικανό πρέσβη στο Πεκίνο να διαμαρτυρηθεί για τις νέες κυρώσεις που επέβαλε η Ουάσινγκτον σε έναν κινέζο αξιωματούχο του στρατού. Επίσης, ακύρωσε επίσκεψη κινέζου αξιωματικού στις ΗΠΑ όπως και κοινές ασκήσεις που θα ξεκινούσαν στις 25 Σεπτεμβρίου. Αφορμή για την ασυνήθιστα οξεία αντίδραση της Κίνας ήταν οι πιο πρόσφατες κυρώσεις με τις οποίες η Ουάσινγκτον απάντησε στην αγορά από το Πεκίνο ρωσικών μαχητικών αεροσκαφών και πυραύλων, μέσω ενός ρώσου εξαγωγέα πολεμικού υλικού τον οποίο οι ΗΠΑ έχουν εντάξει στη μαύρη λίστα κατηγορώντας τον για ανάμειξη στην επίθεση στην Ουκρανία, στην προσάρτηση της Κριμαίας και σε κυβερνοεπιθέσεις.
Το κινέζικο υπουργείο Εξωτερικών επικαλέστηκε τα κυριαρχικά του δικαιώματα ως ανεξάρτητο κράτος και χαρακτήρισε τη στάση των ΗΠΑ ως παρέμβαση στα εσωτερικά του και παραβίαση των βασικών κανόνων των διεθνών σχέσεων. Τα προφανή είπε εν ολίγοις, κάτι όμως που δε συνηθίζεται.
Η απότομη όξυνση των αμερικανο-κινέζικων διπλωματικών σχέσεων συνδέεται στενά με την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μεταξύ των δύο χωρών κι ως τελευταίο επεισόδιο είχε την επιβολή δασμών από την Κίνα σε εισαγωγές από τις ΗΠΑ ύψους 60 δισ., που με απόλυτη βεβαιότητα θα οδηγήσουν τις ΗΠΑ να επιβάλουν αυξημένους δασμούς σε όλες τις κινέζικες εισαγωγές που το 2017 έφτασαν τα 505 δισ. δολ. Έτσι, τελειώνει η πρώτη πράξη μιας διαμάχης που μένει να δούμε σε ποια μέτωπα και με ποιες μορφές θα συνεχιστεί.
Ως τώρα κρατάμε ότι η Κίνα έχει πληρώσει ένα πολύ μεγάλο τίμημα από τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, καθώς δημοσιεύονται εκτιμήσεις για μείωση του ΑΕΠ της ακόμη και κατά 1%, που από πολλές πλευρές θυμίζει την κούρσα των εξοπλισμών την οποία επέβαλε ο Ρέιγκαν τη δεκαετία του ’80 επιταχύνοντας την αποσύνθεση και κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του ανατολικού μπλοκ. Η ανερχόμενη Κίνα όσο κι αν απέχει έτη φωτός από την παρακμιακή Σοβιετική Ένωση έχει πλήθος ανοιχτών μετώπων στο εσωτερικό της, ενώ εκτός και δη στις ΗΠΑ έχει απέναντί της σύσσωμο το αμερικανικό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο. Δεν είναι επομένως μια αντιδικία του Τραμπ με την κινέζικη ηγεσία, που θα λήξει μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου αν ο ηγέτης των Ρεπουμπλικανών χάσει την πλειοψηφία. «Παρότι το Πεκίνο αφιερώνει τρομερούς πόρους για να μελετήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, φαίνεται να υπάρχει μικρή κατανόηση ότι η εχθρότητα της Ουάσινγκτον απέναντι στην Κίνα είναι δικομματική και εκτείνεται πέραν του εμπορίου, ενώ πολλοί απογοητευμένοι ηγέτες του επιχειρηματικού κόσμου, κάποτε υπέρμαχοι των καλών σχέσεων με την Κίνα, τώρα τάσσονται υπέρ των αυστηρότερων μέτρων εναντίον της», έγραφαν οι New York Times στις 24 Σεπτεμβρίου. Η επιθετική στάση της αμερικανικής οικονομικής ελίτ εναντίον της Κίνας, ερμηνεύεται στη βάση του κύκλου μεγέθυνσης που φτάνει στο τέλος του συμπληρώνοντας 9 ολόκληρα χρόνια, και αν μάλιστα καταφέρει να συνεχιστεί για ένα χρόνο ακόμη τότε θα καταγραφεί ως ρεκόρ.
Στην ίδια την Κίνα, τα φιλόδοξα σχέδια που καταστρώνονται και υλοποιούνται όπως για παράδειγμα η πρωτοβουλία Made in China 2025 (περισσότερα εδώ) με την οποία η Κίνα επιδιώκει να εδραιωθεί στην παραγωγή ποιοτικών και υψηλής τεχνολογίας ειδών αποβάλλοντας για τα προϊόντα της τη φήμη των φθηνών και κακής ποιότητας, δεν αναιρούν τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της. Κορυφή του παγόβουνου ένα αρχιπέλαγος κρατικών και ημικρατικών εταιρειών που απορροφούν το ήμισυ των τραπεζικών πιστώσεων, συμβάλλοντας στο 20% της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας και απασχόλησης. Είναι μια φούσκα που δεν μπορεί να διατηρείται επ’ άπειρον.
Διαβρωτικά στην οικονομική ευρωστία της Κίνας λειτουργούν κι οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες που καταγράφοντας μια θεαματική ετήσια αύξηση αν και επίσημα ανέρχονται στα 175 δισ. δολ. (αποτελώντας το ένα τέταρτο των αντίστοιχων αμερικανικών) στην πραγματικότητα και σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI) φτάνουν τα 228 δισ. Ακόμη κι έτσι φθάνουν στο 2% του ΑΕΠ, υπολειπόμενες σημαντικά των αμερικανικών που ανέρχονται στο 3,8%, απορροφώντας τεράστια κονδύλια.
Απομύζηση στα δημόσια οικονομικά προκαλεί και η χρηματοδότηση του νέου Δρόμου του Μεταξιού, όπως αποκαλείται το κινέζικο σχέδιο Μάρσαλ με την επωνυμία Belt and Road Initiative. Εκτιμήσεις ανεβάζουν την αξία των υποδομών που κατασκευάζονται σε όλο τον κόσμο στο πλαίσιο αυτού του πρότζεκτ, από δρόμους και λιμάνια μέχρι αεροδρόμια και σιδηροδρομικούς σταθμούς ακόμη και σε 1 τρισ. δολ. Είναι προφανώς δαπάνες που διευκολύνουν τα επεκτατικά σχέδια της Κίνας. Δεν παύουν όμως να προκαλούν οικονομική αιμορραγία και κυρίως ανησυχία στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, που δε φαίνεται διατεθειμένη να μείνει με στρωμένα χέρια…
Πηγή: Νέα Σελίδα