Ομάδα Helter Skelter Company: Colossus (βασισμένο στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου) στο υπόγειο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη

2099
θεσμοφοριάζουσες

Η ομάδα Helter Skelter Company και ο ευφάνταστος σκηνοθέτης της Θάνος Παπακωνσταντίνου, επέστρεψαν στο υπόγειο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη για να ολοκληρώσουν ένα έργο που είχε αρχίσει πέντε χρόνια πριν: Την αντίστροφη ανάγνωση της αισχύλειας Ορέστειας. Από τις Ευμενίδες (2012) στις Χοηφόρους (2013) και τώρα στον Αγαμέμνονα (2017), ή αλλιώς διατυπωμένα, και εγγύτερα στο «γράμμα» της παράστασης: από το Venison (κρέας που προέρχεται από κυνήγι) στο Pedestal (βάθρο) και τέλος στο Colossus, που κλείνει και την τριλογία Carnage (Σφαγή).

Αν θεωρήσουμε πως το αισχύλειο έργο μας οδηγεί σταδιακά από το αρχαϊκό και αιμοσταγές δίκαιο της πρωτόγονης μητριαρχικής κοινωνίας, σε κείνο της καθ’ όλα ευνομούμενης, φαλλοκρατικής δημοκρατίας, τότε η αντιστροφή του, μας γυρνά αναπόδραστα στον κόσμο της άκρατης βίας. Με αδρές και σαφείς γραμμές τα ζεύγη που μας σύστησαν στη δεκαετία του 1960 οι δομιστές της Γαλλίας, άνδρας-γυναίκα, πόλεμος-ειρήνη, ζωντανοί-νεκροί, θεσπισμένο δίκαιο και άγραφοι νόμοι, έρχονται να μας συναντήσουν και εδώ, σχολιάζοντας, αν όχι σαρκάζοντας, την ευπιστία μας στις βεβαιότητες και τα στερεότυπα μιας εσαεί προόδου.

Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου είναι ένας από τους ελάχιστους νέους δημιουργούς σήμερα, που η δουλειά του φέρει διακριτή σφραγίδα. Δύο είναι τα ισχυρά χαρτιά του: αφενός ο πολύ ενδιαφέρων τρόπος που σκέφτεται και καταθέτει τους προβληματισμούς του για ζητήματα που άπτονται της τραγικής ανθρώπινης μοίρας· αφετέρου η ασυνήθιστα, για τα ελληνικά δεδομένα, επεξεργασμένη σκηνική παρουσίαση των έργων του, με στοιχεία που παραπέμπουν έντονα στην ιταλική αισθητική. Δημιουργεί περισσότερο μια ιδιότυπη και πολύ προσωπική μιμο-οπερατική σύνθεση, παρά ένα δραματικό θέατρο, αν και από τα έργα του απουσιάζουν οι λυρικές φωνές.

Στο Colossus, και πάλι, εικόνα και ήχος κτίζουν την παράσταση, ενώ ο λόγος κάνει την εμφάνισή του σε λίγους, μικρής έκτασης μονολόγους, γραμμένους από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, οι οποίοι συνδέονται χαλαρά με το αισχύλειο κείμενο. Η σκηνική σύλληψη, επίσης έργο του Παπακωνσταντίνου, προβάλλεται πίσω από μια μαύρη διαφανή μεμβράνη (τούλι) σε δύο ορθογώνιους χώρους με οριζόντια διάταξη προς τον θεατή: ο πρώτος, ένα μαύρο αμμώδες τοπίο, αναπαριστά το πεδίο του πολέμου, όπου οι νέοι της χώρας (Β. Βηλαράς, Γ. Ασκάρογλου, Τ. Τσούκαλης–Δημητριάδης) με μια αργή κίνηση (σχεδόν κινηματογραφικό slow motion) εκτελούν επαναλαμβανόμενα τα καθήκοντα του στρατιώτη: άλλοτε προελαύνουν, άλλοτε μεταφέρουν τα άψυχα κορμιά των συντρόφων τους, άλλοτε σε στάση προσοχής, στέκουν απέναντί μας θλιβερά ομοιόμορφοι.

Ο δεύτερος, χώρος πολύ φωτεινός (σχεδιασμός φωτισμών Χριστίνα Θανάσσουλα), απεικονίζει ένα αφύσικα αστραφτερό σύμπαν, την κουζίνα μιας μικροαστής νοικοκυράς. Στο ρόλο της η Μαρία Καλλιμάνη εκτελεί, επί σαράντα και πλέον λεπτά, μια υπέροχη, σχεδόν χιουμοριστική, παντομίμα, που έφερε τον απόηχο από ταινίες του Ζακ Τατί. Υποχόνδρια και υστερική, διακόπτει την εργασία της μόνο για να εκφωνήσει τον πρώτο μονόλογο του έργου, στον οποίο δηλώνει πίστη στον εμπόλεμο ανδροκρατούμενο κόσμο· έπειτα επιστρέφει στην εκτέλεση του καθήκοντος, με τον ίδιο υπερβάλλοντα ζήλο: στοχοποιεί με τα ξεσκονιστήρια της κάθε ίχνος «εχθρικής» σκόνης και σκέψης από τον Οίκο της. Αυτοί οι δύο παράλληλοι κόσμοι, των στρατιωτών και της νοικοκυράς (σκηνικά και κοστούμια Νίκη Ψυχογιού), «χορογραφούνται» σε παράλληλο χρόνο μεταξύ τους (κίνηση Χαρά Κότσαλη και Νάντη Γώγουλου), υπό τους εντυπωσιακούς ήχους (εμβατηριακούς, μυστηριώδεις, θορυβώδεις, εκκωφαντικούς) των συνθέσεων του Αντώνη Μόρα, οι οποίοι γεμίζουν ασφυκτικά και λειτουργικά τον αέρα.

Φώτο: Νίκη Ψυχογιού

Κάπου στη μέση της παράστασης, μπροστά στα πόδια των θεατών, ένα σκάμμα αποδεικνύεται το μνήμα της νεκρής κόρης-Ιφιγένειας, καθώς η κοπέλα (Ελένη Μολέσκη), ντυμένη με το νυφικό της ρούχο, σηκώνεται αργά, διασχίζει κάθετα τον σκηνικό χώρο και ακυρώνει το, μέχρι τότε, αρραγές των δύο κόσμων. Ο μονόλογός της εκτοξεύεται ενάντια στις εν υπνώσει συνειδήσεις, ενώ το σώμα της -σε μια υπέροχη στη σύλληψή της σκηνή- ανυψώνεται αργά μέσα από την παιδική της κούνια και γέρνει εφιαλτικά πάνω από την καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα της νοικοκυρά-μάνα, η οποία εκείνη την ώρα μεταμορφώνεται στην αισχύλεια Κλυταιμήστρα.

Ο πόλεμος έχει εισβάλει, πια, για τα καλά στην καρδιά της Πόλης, του Οίκου· το αίμα και η σκόνη του (τα φέρει μαζί της η κόρη) έχουν μολύνει τα πάντα. Σε αυτή τη «νέα εποχή» (novus ordo seclorum γράφει το πρόγραμμα), το όραμα των στίχων της παρόδου του Αγαμέμνονα δραματοποιείται μπροστά στα μάτια όσων ξύπνησαν και εννόησαν. Η λαγουδίνα (Ιωάννα Μιχαλά) με τα μικρά της κατασπαράσσονται από τον γυπαετό-Αγαμέμνονα. Η έλευση του στρατηλάτη-νικητή (Θάνος Παπακωνσταντίνου), που προοικονομήθηκε στο όραμα, επισφραγίζεται από τα λόγια θριάμβου στον μονόλογο του και από το οπλισμένο με τσεκούρι χέρι της Κλυταιμήστρας. Στο λουτρό το αίμα του κατακρεουργημένου Βασιλιά, θα χαράξει το τελευταίο κομμάτι εκείνης της διαδρομής που είχε ξεκινήσει το 2012 με το Venison. Στο βάθος της σκηνής μια συρόμενη πόρτα ανοίγει και η Μάνα-Μήτρα, στο αιμάτινο Βασίλειό της, ολοπόρφυρα ντυμένη, αρχίζει να καλεί πίσω τα παιδιά της.

Το τέλος της παράστασης αφήνει σε μετέωρη διάθεση τον θεατή: Είναι καιρός αποχωρώντας, εισερχόμενος στη μεγάλη μήτρα, να οραματιστεί μια νέα αρχή, ή μήπως να ευχηθεί να μην υπάρξει ποτέ τέτοια; Η ευρηματική ανάγνωση της αισχύλειας τριλογίας από τον Θάνο Παπακωνσταντίνου επαναφέρει και επικαιροποιεί τη συζήτηση πάνω στα μείζονα ζητήματα που προτάσσει ο τραγικός λόγος, αφού πρώτα έχει φροντίσει να χαράξει για το κοινό του το μακρύ και γοητευτικό μονοπάτι της ενδοσκόπησης.

Μια αξιομνημόνευτη παράσταση, όχι χωρίς κάποιες αδυναμίες, κυρίως στην υποκριτική των ηθοποιών πλην της εξαιρετικής Καλλιμάνη, οι οποίες ωστόσο, σύντομα μέλλεται να ξεγλιστρήσουν από τη μνήμη μας. Ίσως, μάλιστα, αυτό να είναι και το μεγαλύτερο προσόν των έργων του Παπακωνσταντίνου και της ομάδας του· να καταφέρνουν μέσα από την αμεσότητα και την ειλικρίνεια των προθέσεών τους και, φυσικά, την υψηλή αισθητική της δουλειάς τους, να μας κρατούν εσαεί δεμένους στον μαγευτικό, σαν άγριο παραμύθι, κόσμο τους.

*Η Ναταλί Μηνιώτη είναι Διδάκτωρ Θεατρολογίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας