Μια στο καρφί και μια στο πέταλο η Ελληνική εξωτερική πολιτική. Και όταν η απόφαση της πολιτικής ηγεσίας, εξαντλείται στην διαχείριση των αυταπατών πως μπορεί δήθεν να αμβλυνθεί με κρασοκατανύξεις, ζεϊμπέκικα και καλοπιάσματα μια συγκροτημένη στρατηγική επιθετικότητα, δομημένη επάνω σε ένα επιλεγμένο πακέτο αιτημάτων, που συνιστά ανατροπή του διακρατικού αλλά και των προβλεπομένων του διεθνούς στάτους…
Τότε η ψυχρολουσία δεν εξαντλείται μονάχα στη φαιδρότητα των ηγετών (πράγμα το οποίο θα προκαλούσε απλώς γέλιο στους πάντες), αλλά ενσωματώνεται στην ίδια την εξωτερική πολιτική που εμφανίζεται έωλη, καταφανώς αποδυναμωμένη και συμπιεσμένη ασφυκτικά στις συμπληγάδες ενός επικίνδυνου στρατηγήματος, που απειλεί να καταπιεί τη Βαλκανική και σε κάθε περίπτωση ροκανίζει ανεπίτρεπτα το διαχρονικό δίκαιο των Ελληνικών αιτημάτων. Και αυτή η εξέλιξη είναι μια τραγική εξέλιξη που ουδείς δικαιούται να την προσπεράσει.
Ο κ. Κοτζιάς, στα πλαίσια της προσωπικής του ατζέντας, και επιχειρώντας να διαχειριστεί ένα προσωπικό στοίχημα ενσωματωμένο στους ενδοκυβερνητικούς ανταγωνισμούς με όχημα όμως την Ελληνική διπλωματία, επέλεξε – και επέλεξε εσφαλμένα – έναν επικίνδυνο διμέτωπο τόσο με την Αλβανία όσο και με την Τουρκία, σε μια διαχείριση ναρκοθετημένη προκαταβολικά, πριν απ όλα από την ίδια την έλλειψη εθνικού στρατηγικού στίγματος, απέναντι σε…
μια ατζέντα απροκάλυπτα επιθετική, κατάφορα αναθεωρητική, και διόλου προσαρμοσμένη στις νόρμες του διεθνούς δικαίου, και μάλιστα σε μια εποχή που υπονομεύεται συστηματικά το κύρος και το αδιαπραγμάτευτο των θεμελιωδών κανόνων του.
Ελληνοαλβανικές σχέσεις…
Ο κ. Κοτζιάς, αυτοπαραμυθιάζεται και παραμυθιάζει ισχυριζόμενος πως έσυρε τον Αλβανό ομόλογό του στο τριήμερο Κρητικό Καμπ Ντέιβιντ, στην ουσία όμως, διεκδικώντας (από ποιόν άραγε) το δικαίωμά του να επαναλάβει τα αυτονόητα, σύρθηκε στην κατεύθυνση της νομιμοποίησης παντελώς απονομιμοποιημένων Αλβανικών αιτημάτων, με την ουσιαστική τους ένταξη στη διμερή ατζέντα.
Και οι δύο χώρες δηλώνουν πως οι συνομιλίες διεξήχθησαν σε φιλικό και εποικοδομητικό κλίμα, όπου έγινε ουσιαστική πρόοδος, με στόχο την επίλυση των εκκρεμών ζητημάτων και συμφώνησαν για περαιτέρω βήματα προς επίτευξη θετικών αποτελεσμάτων, με βάση τις ευρωπαϊκές αξίες και κανόνες, προς όφελος και των δύο χωρών και των λαών τους. Μάλιστα…
Η Αθήνα λοιπόν, αν και είναι σε θέση να γνωρίζει πως η διαμεσολάβηση της Άγκυρας υπήρξε η αιτία ακύρωσης τη συμφωνίας για τη Θάλασσα του 2009, φέρεται να συμφώνησε πως θα επαναδιαπραγματευθεί και θα δεχθεί μια ενδιάμεση λύση βασισμένη στο διεθνές δίκαιο, που φαίνεται να έχει ικανοποιήσει τα Τίρανα.
Δεν ξέρουμε αν θα διαψεύσει τη συγκεκριμένη πληροφορία που διοχετεύεται από τα Τίρανα ο κ. Κοτζιάς, θέλουμε όμως να ρωτήσουμε το εξής: Κατά τη γνώμη του η προηγούμενη συμφωνία την εφαρμογή της οποία ανέκοψε η Άγκυρα, δεν ήταν βασισμένη στο διεθνές δίκαιο;;;
Αληθεύει άραγε η όχι πως η Αλβανική πλευρά έθεσε στη συζήτηση το θέμα των Τσάμηδων, και ο κ. Κοτζιάς ζήτησε την επαναφορά του σε μεταγενέστερο χρόνο με πρόσχημα την μη επιβάρυνση του κλίματος στην παρούσα φάση;;;
Και αν αυτό είναι αλήθεια, αυτός ο χειρισμός, δε σημαίνει στη διπλωματική γλώσσα πως μπαίνει το «τσάμικο» από την πίσω πόρτα στη διμερή ατζέντα;;;
Και αν αυτό σημαίνει, τότε τι ακριβώς πρόκειται να συζητήσει σε μεταγενέστερο χρόνο ο κ. Κοτζιάς επ αυτού του ζητήματος;;;Τι ακριβώς θα παζαρέψει και με ποιόν;;;
Και αν οι παραπάνω χειρισμοί, που ενδέχεται να εμφανιστούν από τον κ. Κοτζιά ως αναγκαίοι διπλωματικοί ελιγμοί, είναι αληθινοί, το ερώτημα είναι ποιά σκοπιμότητα τελικά εξυπηρέτησαν;;;
Την αυτονόητη υποχρέωση του κ. Μπουσάτι όχι μονάχα να συζητήσει αλλά και να δεσμευτεί άνευ όρων για το σεβασμό των δικαιωμάτων της Ελληνικής μειονότητας, και το σεβασμό των τάφων των νεκρών μας;;;
Υπάρχει κάποιος να εξηγήσει στον κ. Κοτζιά, πως τα αυτονόητα, δεν τα παζαρεύεις. ΤΑ ΑΠΑΙΤΕΙΣ.
Δεν ικετεύεις να μπουν στην ατζέντα διευρύνοντας το εύρος των υποχωρήσεών σου αλλά ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙΣ και θέτεις όρια στο χρόνο και στον τρόπο.
Διότι όταν σύρεσαι σε τέτοιες πρακτικές ζητιανεύοντας τα αυτονόητα, τότε ο κερδισμένος από την ατζέντα που συμφώνησες, βρίσκεται στην απέναντι πλευρά, και αυτός δεν είσαι εσύ αξιότιμε υπουργέ μας.
Ελληνοτουρκικές σχέσεις…
Σε ακόμη πιο επικίνδυνο κατήφορο, που δυστυχώς δεν αποσυνδέεται το περιεχόμενό του από τις Ελληνοαλβανικές σχέσεις, σύρεται η Ελληνική κυβέρνηση και στη διαχείριση των Ελληνοτουρκικών, με κομβικό σημείο την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη.
Το πρόβλημα δυστυχώς δεν εξαντλείται σε αυτό για το οποίο επιχειρούν να μας πείσουν τα φερέφωνα της προπαγάνδας, ότι δηλαδή η Ελληνική κυβέρνηση έχει επίγνωση πως απέναντί της έχει έναν δύσκολο και δύστροπο αντίπαλο.
Και δεν εξαντλείται εκεί, διότι η ουσία του προβλήματος, βρίσκεται στον τρόπο και στα μέσαμε τα οποία έχει αποφασίσει ΑΥΤΗ η κυβέρνηση να χειριστεί τη «δυστροπία» ΑΥΤΟΥ του αντιπάλου, η οποία ειρήσθω εν παρόδω, δεν είναι πρωτίστως δυστροπία αλλά επεξεργασμένη στρατηγική με πολύ σαφείς στόχους και επιδιώξεις.
Το πρόβλημα επομένως, είναι ότι απέναντι σε έναν Ερντογάν που θα έπρεπε να καταστεί διεθνώς απονομιμοποιημένος…
Απέναντι σε έναν Ερντογάν που επιχειρεί πάση θυσία να ανατρέψει το στάτους του Αιγαίου…
Να ασκήσει κυριότητα πάνω στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα…
Να επιβάλει γενικευμένη επανεξέταση του γεωπολιτικού στάτους στη Θράκη…
Και εν τέλει να κλιμακώσει τη δική του Βαλκανική πολιτική με προεξάρχων θύμα την Ελλάδα…
Η Ελληνική πολιτική ηγεσία, εγκλωβισμένη στα αδιέξοδα της πολιτικής των κατευνασμών και των λοιπών ψευδαισθήσεων, σύρεται ουσιαστικά παραιτημένη και σε αυτή τη διμερή, έχοντας επί της ουσίας προεξοφλήσει και νέες στρατηγικές απώλειες στο τραπέζι της διμερούς διπλωματίας… Και με μοναδική «υποχρέωση» να διευκολύνει – θυματοποιώντας εαυτόν – τις επιδιώξεις πρωτίστως των Αμερικανών αλλά και των Ευρωπαίων, να κρατηθεί ο απρόβλεπτος Ερντογάν όσο γίνεται πιο κοντά στη Δύση.
Μαλάγρα λοιπόν η Ελλάδα και ο Ελληνισμός, για να κρατηθεί στα «περιβάλλοντα ύδατα» το μεγάλο ψάρι, με τον πλέον εξευτελιστικό ρόλο να ανατίθεται και πάλι στους «πρόθυμους» και τις καρικατούρες του καιροσκοπισμού που δεν διστάζουν να μετατρέψουν σε αναλώσιμο επικίνδυνων στρατηγικών σχεδιασμών, ακόμη και την αξιοπρέπεια της Ελληνικής διπλωματίας.