Μεταξύ προεκλογικής «μετροκαταιγίδας» αμέσως μετά την κατάθεση του μίνι πολυνομοσχεδίου που συμπεριλαμβάνει τη ρύθμιση έως «120 δόσεις για χρέη προς την Εφορία» (και τα Ταμεία) και της τριήμερης «μονομαχίας στο Ελ Πάσο» που ακολούθησε, η προτεινόμενη ρύθμιση πέρασε «στα ψιλά» τόσο της συζήτησης στην Επιτροπή της Βουλής όσο και του δημόσιου σχολιασμού.
Ωστόσο, στο φως της εμπειρίας από την ένταξη, σε λιγότερο από ένα τρίμηνο, περίπου 1 εκ. φορολογουμένων στη «μονομερή» ρύθμιση του ν.4324/2015 για τις 100 δόσεις της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και του τινάγματος της στον αέρα με πρόβλεψη του Τρίτου Μνημόνιου, αξίζει να της ρίξουμε μια γρήγορη ματιά. Πριν απ’ όλα, καθώς ο αριθμός των χρεοφειλετών προς ΑΑΔΕ έχει αυξηθεί από 3,9 εκ. το 2015 σε 4,07 το 2019, ενώ τα χρέη τους κατά 30 δις, αγγίζοντας τα 104,5. Πίσω απ’ τα νούμερα, η ίδια απόγνωση τότε και σήμερα: Ζωές τσακισμένες κυριολεκτικά για το τίποτα. Η βασική διαφορά; Τότε εντάσσονταν πρόθυμα, επειδή πίστευαν ότι ήταν εποχή χειραφέτησης απ’ τα μνημόνια και το στραγγαλισμό της ζωής – κι επειδή ήθελαν να στηρίξουν και οικονομικά την κυβέρνηση που είχε εκλεγεί χάρη σ’ αυτή τη δέσμευση. Σήμερα υπάρχει δέσμευση στη μιζέρια ενός «μεταμνημονιακού» μνημονιακού καθεστώτος για τα επόμενα 40 χρόνια και ο κυνισμός που διαπότισε την ελληνική κοινωνία μετά την ολοκληρωτική συνθηκολόγηση της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αμέσως μετά το συγκλονιστικό 62%: H κατάθεση τέτοιων ρυθμίσεων προκαλεί δικαιολογημένη δυσπιστία.
Ρύθμιση «100 δόσεων» ή «έως 120 δόσεις»;
Μια ρύθμιση με 20 επιπρόσθετες δόσεις θα είχε ουσιαστικό αντίχτυπο. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πρόκειται για πολλαπλάσια αφαίρεση: Οι 100 δόσεις του 2015 ήταν ανοιχτές σε όλους, φυσικά και νομικά πρόσωπα, χωρίς περιορισμούς άλλους από το ύψος της μίνιμουμ δόσης – 20 ευρώ – και την επιλογή του καθένα ανάλογα με τις ανάγκες και δυνατότητες του. Στο κείμενο της πρότασης Γιούνκερ, που καταψηφίστηκε στο Δημοψήφισμα, υπήρχε κι ένα «πακετάκι ενάντια στις 100 δόσεις»: Μεταξύ άλλων όριζε ότι όλοι όσοι εντάχθηκαν στη ρύθμιση, θα επανεξεταστούν με νεοπαγή εισοδηματικά κριτήρια και θ’ απενταχθούν ή θα μειωθούν οι δόσεις τους: Πρόκειται για το μόνο τμήμα της «αντιρύθμισης» που δεν εφαρμόστηκε – για πρακτικούς λόγους. Στη σημερινή ρύθμιση οι «120» δεν εξυπηρετούν παρά τη δημιουργία εντύπωσης για «κάτι καλύτερo». Εισάγοντας κριτήρια εισοδήματος για όσους κερδίζουν περισσότερα από 833 ευρώ μικτά το μήνα σε συνδυασμό με μίνιμουμ δόση 30 ευρώ και χάρη στην εξαναγκαστική «επιλογή» του αριθμού των δόσεων από την Εφορία, η ρύθμιση κατορθώνει:
- Να εξαιρέσει εξολοκλήρου από «σχήμα δόσεων» 1.000.000 οφειλέτες που χρωστούν έως 50 ευρώ.
- Οι 1.345.000 οφειλέτες 50-500 ευρώ θα έχουν 2-16 δόσεις.
- Απ’ όσους πληρούν τα εισοδηματικά κριτήρια, μόνο όσοι χρωστούν περισσότερα από 3.600 θα «έχουν» 120 δόσεις. Μένουν «απέξω» 2.500.000 άνθρωποι, που χρωστούν 50-3.000 ευρώ (2-100 δόσεις).
- Εξαιρεί όλες τις επιχειρήσεις, ακόμα και τις πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες, αυξάνοντας την πάγια ρύθμιση των 12 δόσεων στις 18(!) κι έκτακτα στις 30 – όταν όσες χρωστούν λιγότερο από 20.000 ευρώ αποκλείονται ακόμα κι απ’ τον εξωδικαστικό…
- Κι απ’ όσους πληρούν τα εισοδηματικά κριτήρια, όσοι χρωστούν μεγάλα ποσά αδυνατούν να τις «πάρουν» π.χ. για εισόδημα 10.000 και χρέος 50.000 ευρώ, θα έπρεπε να καταβάλλεται μηνιαία ο μισός μισθός. Για χρέος 20.000 ευρώ, θα έπρεπε να καταβάλλεται το 20%…
Έτσι στο όνομα της αποφυγής των «στρατηγικών κακοπληρωτών» (8.000 άνθρωποι κι επιχειρήσεις που χρωστούν το 84% των 104,5 δις) κι ενώ η Εφορία έχει «αδειάσει» τους λογαριασμούς όλων όσοι χρωστάνε έστω και μικροποσά και κινεί σήμερα διαδικασίες πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας για χρέη πάνω από 500 ευρώ, με τη σημερινή ρύθμιση εφαρμόζεται – σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους δανειστές αν κι όχι με το ΔΝΤ – αυτό που οι δανειστές ονομάζουν «κουλτούρα πληρωμών»: Ανελέητο φοροκυνηγητό για τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού προκειμένου να εξασφαλίζεται η ανενόχλητη εξυπηρέτηση ενός μη βιώσιμου χρέους.
Τελικά υπάρχει «κούρεμα» πέρα από το αρχικό 10%;
Η απάντηση για φυσικά πρόσωπα και ελεύθερους επαγγελματίες είναι «όχι»! (Υπάρχει για τις επιχειρήσεις, αλλά «επιλέγοντας» 2-16 δόσεις…)
Αν εξαιρέσει κανείς την πλήρη απαλλαγή από βεβαιωμένους τόκους και προσαυξήσεις για τους ελάχιστους που – όπως και στις 100 δόσεις – θα πληρώσουν εφάπαξ ολόκληρη την οφειλή, κανείς δεν κερδίζει τίποτα ακολουθώντας το εξαναγκαστικό σχήμα δόσεων που του επιβάλλεται μέσω της Εφορίας. «Κούρεμα» υπάρχει μόνο στην περίπτωση που αποφασίσει να δεχθεί λιγότερες δόσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία όσων ενταχθούν δε μπορεί να το κάνει αυτό και θ’ αρκεστούν στο -10% κατά την ένταξη.
Αυτός είναι ο τέταρτος παράγοντας – πλάι στον εξαναγκαστικό αριθμό δόσεων, το ύψος της μίνιμουμ δόσης (50% μεγαλύτερη από του 2015 σε συνθήκες αύξησης χρεών) και το επιτόκιο 5% για όλους με εισόδημα πάνω από 10.000, καθώς και για όσους των 10.000 χρωστούν πάνω από 3.000 – που μετατρέπει σε κοροϊδία τις υπουργικές διαβεβαιώσεις ότι η ρύθμιση απευθύνεται «σε 4.000.000 φορολογούμενους» (δηλ. σε όλους όσοι χρωστούν από 1-100.000 ευρώ, φυσικά πρόσωπα κι επιχειρήσεις).
Ενώ ως προς το εισπρακτικό μέρος, για να «πιαστούν» σήμερα τα 7,5 δις «κουρεμένου» χρέους που ρυθμίστηκαν το 2015 – τα 2 δις πληρώθηκαν μέσα στο έτος-, θα πρέπει να ενταχθούν στη ρύθμιση 3.000.000 πρόσωπα κι επιχειρήσεις, δηλ. ανεξαίρετα όλοι όσοι χρωστούν 50-50.000 ευρώ – ένα σύνολο «ακούρευτου» χρέους 8,5 δις.
Και τα «νέα χρέη»;
Ο κρισιμότερος παράγοντας ωστόσο για τον οποίο θα βρίσκεται σε διαρκή διακινδύνευση και ο εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός όσων καταφέρουν να ενταχθούν, είναι ο όρος για μηδενικά «νέα χρέη» μετά την ένταξη: Αυτή η πρόβλεψη του Τρίτου Μνημόνιου ενάντια στις 100 δόσεις σε συνθήκες μνημονιακής φοροαπομύζησης τίναξε στον αέρα, πολύ περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο «αντίμετρο», τη σημαντικότερη κοινωνική συμμαχία με τα λαϊκά και μεσαία στρώματα της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Γι’ αυτό τελικά μια πολιτική που αρνείται τη σεισάχθεια (π.χ. ακόμα και για 1.000.000 ανθρώπους που αδυνατούν να πληρώσουν μέχρι 50 ευρώ) και υπερασπίζεται ένα μέλλον εξίσου οικονομικά και πολιτικά υποτελές στις ανάγκες των δανειστών για τις επόμενες δεκαετίες, δε μπορεί ν’ αρθρώσει οποιαδήποτε πολιτική ουσιαστικής ανακούφισης με συνοχή και συνέχεια για την υπερχρεωμένη συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας: άλλη απ’ αυτή των (ανεπαρκών) δόσεων για τα πάντα, για την Εφορία και τα Ταμεία, για τις τράπεζες και τη ΔΕΗ, ακόμα και για την ΕΥΔΑΠ. Πρέπει να είναι κανείς αποφασισμένος ν’ αγωνιστεί για ν’ αποτρέψει ένα τέτοιο μέλλον για να μπορεί να προσφέρει μια ριζικά διαφορετική προοπτική στον τόπο και τους ανθρώπους σήμερα.