«Όσο υπάρχει δυστυχία στη Γη, είναι αμαρτία να μας διχάζει το τι συμβαίνει στον ουρανό» (Ραούλ Φολερό, Γάλλος καθολικός επίσκοπος)
Όσο δεδομένη είναι η διαχρονική σχέση της Εκκλησίας με την κρατική εξουσία και την κυρίαρχη ιδεολογία, άλλο τόσο δεδομένη είναι και η διαχρονική παρουσία αντικαθεστωτικών απόψεων και πρακτικών μεταξύ των θρησκευόμενων.
Σύμφωνα με τους κλασικούς του μαρξισμού, η πίστη στην ύπαρξη ανώτερων πνευματικών δυνάμεων, που δημιούργησαν και επηρεάζουν τον υλικό πραγματικό κόσμο, απορρέει από την άγνοια των φυσικών νόμων και επιδιώκει να καλύψει τα κενά της επιστημονικής γνώσης, δίνοντας απαντήσεις στην υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου.
Η θρησκευτική πίστη λειτουργεί, έτσι, ως «το όπιο του λαού», κατά την κλασική έκφραση του Μαρξ, ως παρηγοριά μπροστά στις αντιξοότητες της ζωής και την αγωνία του θανάτου. Παράλληλα, χρησιμοποιείται από τις κυρίαρχες τάξεις για την ιδεολογική αποδοχή της εξουσίας τους, είτε γιατί είναι επιβεβλημένη από θεϊκές δυνάμεις είτε γιατί οι αγώνες για την ανατροπή της εντάσσονται στη ματαιότητα του φθαρτού υλικού κόσμου.
Ωστόσο, από τις γραμμές του διεθνούς εργατικού σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος, ακόμη και στις πολιτικές οργανωμένες μορφές του, δεν αποκλείστηκαν και οι θρησκευόμενοι. Υπήρξαν μάλιστα και ρεύματα που επιδίωκαν τον εμπλουτισμό του σοσιαλιστικού απελευθερωτικού αιτήματος με θρησκευτικής προέλευσης αντιλήψεις, έτσι ώστε να εμφανιστούν και σημαντικές τάσεις χριστιανοσοσιαλιστικές, αναρχοχριστιανικές κ.ά. Στις περιπτώσεις αυτές προβάλλονται θρησκευτικές αντιλήψεις περί ισότητας των ανθρώπων, κοινωνικής δικαιοσύνης, κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των αγαθών κ.λπ.
Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στα αναρίθμητα αγροτικά εξισωτικά κινήματα και τις εξεγέρσεις που εμπνέονταν από το χριστιανικό αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και συγκλόνιζαν επί αιώνες τη μεσαιωνική και αναγεννησιακή Δύση, φτάνοντας μέχρι το κίνημα της «Θεολογίας της Απελευθέρωσης», που από τη δεκαετία του 1960 επηρεάζει την Καθολική Εκκλησία, κυρίως στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Εκεί όπου μεγάλα τμήματα του θρησκευόμενου λαϊκού κόσμου στηρίζουν την Αριστερά, ενώ αριστεροί ηγέτες, όπως ο Τσάβες, ο Μοράλες, ο Μαδούρο κ.ά., δεν δίστασαν να δηλώσουν δημοσίως τη θρησκευτική τους πίστη.
Αναφερόμενοι στην Ελλάδα, είναι γνωστό ότι, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι πρώτες σοσιαλιστικές και αναρχικές κινήσεις περιλάμβαναν και χριστιανοσοσιαλιστές.
Στην Πάτρα συγκροτήθηκαν και χριστιανοσοσιαλιστικές οργανώσεις, στο ρεύμα αυτό εντασσόταν ο Μαρίνος Αντύπας και κάποιοι από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Εργατικού Κέντρου στον Βόλο κ.λπ.
Από την ίδρυση του ΣΕΚΕ (του μετέπειτα ΚΚΕ), το 1918, η αποδοχή των αθεϊστικών φιλοσοφικών θέσεων του μαρξισμού έθετε σταθερά το ερώτημα της σχέσης των θρησκευόμενων αγωνιστών με το κόμμα.
Η απάντηση ήταν ότι η θρησκευτική πίστη δεν μπορεί να είναι εμπόδιο στην ένταξη αγωνιστών στο κίνημα και το κόμμα. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν προβάλλονταν συνάμα και οι φιλοσοφικές θέσεις του “διαλεκτικού υλισμού”.
H ιστορική ιδεολογική ταύτιση της Ορθοδοξίας με τον ελληνικό εθνισμό, καθώς και το ό,τι η Εκκλησία δεν κατείχε μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις (τουλάχιστον όχι όσο συνέβαινε με την Εκκλησία στη Δύση) και ο λαϊκός κλήρος ήταν στην πλειονότητά του φτωχός, δεν επέτρεψαν τη διαμόρφωση στην Ελλάδα αντικληρικαλιστικού κινήματος, ανάλογου μ’ αυτό που εμφανίστηκε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αν και ο συντηρητισμός της Εκκλησίας εκφράστηκε τόσο με την αντιαθεϊστική προπαγάνδα όσο και με ακραίες εκδηλώσεις διώξεων των φορέων προοδευτικών ιδεών, όπως ήταν τα «Αθεϊκά» του Βόλου το 1911 και τα «Μαρασλειακά» το 1925, η Ορθόδοξη Εκκλησία κρατούσε, σε γενικές γραμμές, προσεκτική στάση απέναντι στους κομμουνιστές. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως το 1924 η Ιερά Σύνοδος, που συγκλήθηκε για την καταδίκη του βιβλίου του Γιάννη Κορδάτου «Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Επαναστάσεως του 1821», κατέληξε στην απόφαση να αποφύγει μια κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των κομμουνιστών, εκτιμώντας πως διέθεταν σημαντική επιρροή στην εργατική τάξη και σε κύκλους διανοουμένων. Εντούτοις, το 1927 εκδόθηκε εγκύκλιος κατά του αθεϊσμού.
Οι σχέσεις της Αριστεράς με τον θρησκευόμενο κόσμο ενισχύθηκαν ιδιαίτερα κατά την περίοδο του εαμικού κινήματος, όταν χιλιάδες κληρικοί, που συγκροτούσαν την Παγκληρική Ένωση Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και οι μητροπολίτες Κοζάνης Ιωακείμ, Ηλείας Αντώνιος, Μηθύμνης Διονύσιος, Χίου Ιωακείμ, Σάμου Ειρηναίος κ.ά., προσχώρησαν στο ΕΑΜ. Οι δύο πρώτοι, μάλιστα, εκλέχτηκαν και στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων τον Απρίλιο του 1944, όπως και οι ιερείς Στάθης Κτενάς και Δημήτρης Χολέβας. Είναι γνωστή και η συμμετοχή του αρχιμανδρίτη Γερμανού Δημάκη στο σώμα των μαυροσκούφηδων του Άρη Βελουχιώτη, με το ψευδώνυμο Ανυπόμονος. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους ιερωμένους γνώρισαν ποικίλες διώξεις αργότερα.
Η προσπάθεια προσεταιρισμού του κλήρου και του θρησκευόμενου πληθυσμού από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ συνεχίστηκε και μετά την Απελευθέρωση του 1944. Είναι χαρακτηριστική η αρθρογραφία του ηγέτη του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη στον «Ριζοσπάστη» το 1945, που επιχειρούσε να αναδείξει στοιχεία επαναστατικής δυναμικής στο ορθόδοξο λαϊκό βίωμα.
Ανάλογη πολιτική ακολουθήθηκε και κατά τις επόμενες δεκαετίες από την Αριστερά, σε μια προσπάθεια έμπρακτης αντίκρουσης της κυρίαρχης αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, η οποία επιδίωκε τη συκοφάντηση των αριστερών, εμφανίζοντάς τους ως διώκτες του λαϊκού θρησκευτικού συναισθήματος. Στις εκλογές του 1952 συνεργάστηκε με την ΕΔΑ το Χριστιανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΧΡΙΣΚΕ) και αργότερα η ΕΔΑ συμπαρατάχθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο στον αγώνα ενάντια στην παραεκκλησιαστική οργάνωση «Ζωή» και κατά της ένταξης της Εκκλησίας της Ελλάδας στο συνδεδεμένο με ιμπεριαλιστικά συμφέροντα Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.
Το ΧΡΙΣΚΕ είχε συγκροτηθεί από αριστερούς θρησκευόμενους, σε μια περίοδο –Εμφύλιος και πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια- κατά την οποία η θρησκεία επιδιωκόταν να χρησιμοποιηθεί ως βασικό όπλο του αντικομμουνιστικού αγώνα. Οι χριστιανοσοσιαλιστές ανέλαβαν το δύσκολο έργο να συγκρουστούν με την επίσημη Εκκλησία και τους κρατικούς μηχανισμούς, προκειμένου να αναδείξουν τη δική τους αντίληψη για το περιεχόμενο του χριστιανισμού, που έγκειται στην επιδίωξη της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, σε ρήξη με το σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Σε ανάλογη κατεύθυνση ιδρύθηκε το 1953 και η Χριστιανική Δημοκρατία, από τον Νίκο Ψαρουδάκη, η οποία κάποιες φορές επιδίωξε και την εκλογική της καταγραφή, αν και χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Φυσικά, δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τα συντηρητικά χριστιανοδημοκρατικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης, τα οποία η Χριστιανική Δημοκρατία χαρακτήριζε «αστοχριστιανικά».
Οι χριστιανοσοσιαλιστές εκείνων των χρόνων είχαν ανοιχτό μέτωπο κατά των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων («Ζωή», «Σωτήρ» κ.ά.), που στελεχώθηκαν, κυρίως, από ακροδεξιούς ιερωμένους και θεολόγους, συγκροτώντας κινήσεις χριστιανών επιστημόνων, νέων κ.ά., πρωτοστατώντας στον αντικομμουνιστικό ιδεολογικό αγώνα του μετεμφυλιακού καθεστώς, το οποίο πρόβαλλε ως ιδεολογικό πρόσημό του τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» και ως μέσα για την προώθησή τους χρησιμοποιήθηκαν τα σχολεία, τα κατηχητικά, ο στρατός, το ραδιόφωνο κ.λπ.
Αυτή η πολιτική έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-74), όταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος τη συνόψισε στο σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Ταυτόχρονα, όμως, έφτασε και στα όρια της γελοιοποίησης.
Χαρακτηριστική του προσανατολισμού της Χριστιανικής Δημοκρατίας ήταν και η στάση της κατά την περίοδο της δικτατορίας. Έχοντας απαγορευτεί η λειτουργία της και η έκδοση της ομότιτλης εφημερίδας της, συνέχισε να λειτουργεί παράνομα και εξέδωσε νέα νόμιμη εβδομαδιαία εφημερίδα με τον τίτλο «Χριστιανική».
Η «Χριστιανική» αναδείχθηκε σε ένα από τα κύρια μέσα ενημέρωσης για το αντιδικτατορικό κίνημα, ιδιαίτερα κατά το ξέσπασμα των μαζικών φοιτητικών αγώνων, στα 1972-73, φτάνοντας να πουλάει δεκάδες χιλιάδες φύλλα. Την έκδοσή της απαγόρευσε η δικτατορία Ιωαννίδη, τον Νοέμβριο 1973, και ο εκδότης της, Νίκος Ψαρουδάκης, εξορίστηκε στη Γυάρο.
Αν και στις εκλογές του 1974 η Χριστιανική Δημοκρατία θα συνεργαστεί με την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, στην οποία εντάσσονταν και παραδοσιακοί σοσιαλδημοκράτες, αγωνιστές του αντιδικτατορικού κινήματος, όπως ο Αλέξανδρος Παναγούλης, κ.ά., το 1977 θα συνεργαστεί με το ΚΚΕ εσωτερικού, την ΕΔΑ και άλλους μικρότερους σχηματισμούς, στη Συμμαχία Αριστερών και Προοδευτικών Δυνάμεων.
Εκείνη την περίοδο ιδιαίτερη δραστηριότητα αναπτύχθηκε από τη νεολαία της, την Ελληνική Χριστιανοσοσιαλιστική Οργάνωση Νέων (ΕΧΟΝ), και τη Χριστιανοσοσιαλιστική Σπουδαστική Κίνηση, που συνεργάζονταν σταθερά με τις δυνάμεις του αριστερού νεολαιίστικου κινήματος.
Κατά τη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκε στους κόλπους της κομμουνιστικής Αριστεράς ρεύμα που επιδίωκε τη συνάντηση του μαρξισμού με την Ορθοδοξία, επηρεασμένο από τις θέσεις των νεοορθόδοξων. Κύριοι εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος ήταν οι Κωστής Μοσκώφ από το ΚΚΕ και ο Κώστας Ζουράρις από το ΚΚΕ εσ. Στην ίδια κατεύθυνση προσανατολίστηκαν και κάποιοι αριστεροί καλλιτέχνες, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου, που, όπως και ο Ζουράρις, υιοθέτησε συντηρητικές θέσεις και τελικά απομακρύνθηκε από την Αριστερά.
Με κορμό το κόμμα της Χριστιανικής Δημοκρατίας, οι χριστιανοσοσιαλιστές τοποθετήθηκαν κατά των μνημονίων και έχουν συμμετάσχει στους λαϊκούς αγώνες όλων αυτών των χρόνων, από το 2010 και μετά. Έχοντας σαφή προσανατολισμό κατά της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, υπερασπιζόμενοι τις λαϊκές αντιστάσεις ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές που πλήττουν τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα, επιβεβαιώνουν και σήμερα τους ιστορικούς τους δεσμούς με την Αριστερά.