Οι φλόγες του Ντιτρόιτ δεν έχουν σβήσει

1979
αρκούδες

Ιστορική ημέρα η σημερινή για το Ντιτρόιτ αλλά και για το παγκόσμιο εργατικό και λαϊκό κίνημα, αφού πριν 50 χρόνια ξέσπασε στην πόλη αυτή μια από τις μεγαλύτερες «αστικές» (με την έννοια του άστεως, της πόλης) εξεγέρσεις του 20ού αιώνα. Μια εξέγερση που πνίγηκε στο αίμα, αφού ο απολογισμός της ήταν 43 νεκροί, εκ των οποίων τα δύο τρίτα μαύροι. Πολλοί δολοφονήθηκαν με αποτρόπαιο τρόπο.
Όλα ξεκίνησαν τα χαράματα της 23ης Ιουλίου, όταν η αστυνομία έκανε έφοδο στο «Τυφλό Γουρούνι», ένα μπαρ στην καρδιά της πόλης το οποίο λειτουργούσε χωρίς άδεια. Εκεί βετεράνοι μαύροι στρατιώτες γιόρταζαν την επιστροφή τους από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι αστυνομικοί άρχισαν να συλλαμβάνουν και τους 85 θαμώνες που βρίσκονταν εκεί. Σύντομα μαζεύτηκε εκεί πολύς κόσμος, κυκλοφόρησαν τα νέα για την αστυνομική θηριωδία και οι κάτοικοι του Ντιτρόιτ απάντησαν πετώντας μπουκάλια και πέτρες στους αστυνομικούς. Οι ταραχές εξαπλώθηκαν στο υποβαθμισμένο κέντρο με ταχύτητα αστραπής. Στις επόμενες μέρες 2.509 κτίρια καταστράφηκαν, 7.231 άνθρωποι συνελήφθησαν ενώ οι τραυματίες ήταν εκατοντάδες. Τα περισσότερα θύματα έχασαν τη ζωή τους από σφαίρες της αστυνομίας και της τοπικής εθνοφρουράς. Και όταν η εξέγερση δεν έδειχνε να ξεθυμαίνει, κλήθηκε ο στρατός για να επιβάλει το νόμο και την τάξη: 8.000 πεζοναύτες.
 
Στον πρόλογό του στο βιβλίο Detroit 1967: OriginsImpactsLegacies που μόλις εκδόθηκε, ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Τhomas Sugrue, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι τα γεγονότα στο Ντιτρόιτ «συνήθως απεικονίζονται σαν μια στιγμή συλλογικής ανομίας και ταραχών ή σαν μια παράλογη έκρηξη βίας. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι θλιβερά ανεπαρκείς. Τα γεγονότα του Ιουλίου ήταν προϊόν πολυετών διαμαρτυριών. Για να μιλήσουμε στη γλώσσα του ’60, οι μαύροι κάτοικοι του Ντιτρόιτ συμμετείχαν σε μια εξέγερση ενάντια σε ένα κράτος φυλετικών διακρίσεων, ενάντια στην κτηνωδία της αστυνομίας και τους μικροκαταστηματάρχες, που εκμεταλλεύονταν τους μαύρους πελάτες τους».
 
Κάποιοι είδαν τις λεηλασίες σαν ένα είδος «ανακατανεμητικής δικαιοσύνης». Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εμπρησμοί, οι λεηλασίες και οι βανδαλισμοί ήταν οργανωμένοι, παρά το πλήθος των θεωριών συνωμοσίας ότι η εξέγερση ήταν έξωθεν υποκινούμενη, δηλαδή από τους κομμουνιστές ή τους Μαύρους Πάνθηρες.
 
Σύμφωνα με τον Sugrue, για πολλούς διαδηλωτές η συμμετοχή τους στην εξέγερση, που κράτησε μία εβδομάδα, ήταν έκφραση διαμαρτυρίας για την οικονομική τους καταπίεση. (Το Ντιτρότι είχε προπολλού πάψει να είναι η ευημερούσα πρωτεύουσα της αυτοκινητοβιομηχανίας.)
 
Όσον αφορά την «επόμενη μέρα», μετά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης, ελάχιστοι είχαν κάποιο συγκεκριμένο όραμα για την πόλη. Για ένα χρονικό διάστημα, οι τοπικές αρχές διέθεσαν κάποια χρήματα για αναπτυξιακά προγράμματα (σεμινάρια επαγγελματικής κατάρτισης) και για προσλήψεις μαύρων δημοτικών υπαλλήλων, όμως συνάντησαν θυελλώδη αντίδραση από τη λευκή πλειοψηφία της πόλης και ιδίως από τη συντριπτικά λευκή αστυνομία. Εκείνο το μακρύ καυτό καλοκαίρι αναζωπύρωσε το αίτημα για την πολιτική του «νόμου και της τάξης», την περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας και την επέκταση του σωφρονιστικού συστήματος.
 
Σήμερα, 50 χρόνια μετά, το Ντιτρόιτ κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στον κατάλογο των πλέον φυλετικά διαχωρισμένων αμερικανικών πόλεων και ο διαχωρισμός αυτός έχει εμφανή χωρική έκφραση. Η ανεργία στον μαύρο πληθυσμό φτάνει το 50%. Κάποτε η πόλη είχε 700.000 βιομηχανικούς εργάτες ενώ σήμερα οι θέσεις εργασίας στη βιομηχανία είναι μόλις 20.000.
 
Ο Sugrue επισημαίνει ότι τα αίτια που προκάλεσαν την εξέγερση στο Ντιτρόιτ παραμένουν σε ισχύ και παραπέμπει στις σχετικά πρόσφατες άγριες διαδηλώσεις σε αμερικανικές πόλεις, όπως στο Φέργκιουσον το 2014, στη Βαλτιμόρη το 2015, στο Μιλγουόκι και το Σάρλοτ το 2016: όλες με αφορμή τις εν ψυχρώ δολοφονίες μαύρων από αστυνομικούς. Όμως η ανεργία ή η κακοπληρωμένη εργασία ήταν η κύρια βάση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, τότε όπως και σήμερα.
 
Είχε, λοιπόν, και το Ντιτρόιτ τα δικά του Ιουλιανά που τα τραγούδησαν οι MC5 στο καταιγιστικό «Motor City is Burning», στη διασκευή του περίφημου κομματιού του Τζον Λι Χούκερ.
 
Αυτό που ίσως αξίζει να προσέξουμε δεν είναι τα πραγματολογικά στοιχεία άλλης μιας ηττημένης αυθόρμητης εξέγερσης, αλλά το πόσο λίγο έχει μελετηθεί. Συνήθως, όπως μας υπενθυμίζει η ακτιβίστρια και συγγραφέας Marilyn Katz, όταν αναφερόμαστε στο αμερικανικό ’60, στη δεκαετία της αμφισβήτησης, ο νους μας τρέχει στους χιλιάδες λευκούς νέους που συνέρρεαν στο Σαν Φρανσίσκο για να ακούσουν μουσική και να καπνίσουν μαριχουάνα. Όμως την ίδια στιγμή, χιλιάδες ακόμα πιο νέοι Αφροαμερικανοί και Λατίνοι ξεχύνονταν στους δρόμους στη διάρκεια εξεγέρσεων στο Ντιτρόιτ, το Νιούαρκ και άλλες 157 πόλεις. Το «καλοκαίρι της αγάπης» ήταν ταυτόχρονα και το «καλοκαίρι της οργής».
 
«Περισσότερο από κάθε άλλη πόλη», γράφει η Katz, «το Ντιτρόιτ μάς αφηγείται την ιστορία του πώς η απληστία των μεγάλων επιχειρήσεων, την οποία υπηρέτησαν οι κυβερνήσεις μέσω της κατασκευής των μεγάλων οδικών αξόνων και της στεγαστικής πολιτικής της, στάθηκε το πρότυπο για την αποδυνάμωση των συνδικάτων, την ενίσχυση της ολιγαρχίας του πλούτου και τη σημερινή κραυγαλέα ανισότητα».
 
Ναι, το Ντιτρόιτ πέφτει μακριά από την Ελλάδα. Όμως οι φλόγες του δεν έχουν σβήσει. Κανείς δεν ξέρει πού θα φουντώσουν ξανά και ποιο πολιτικό τοπίο θα ξεπροβάλει όταν καταλαγιάσουν. Και κυρίως ποιο πολιτικό τοπίο θα εξασφαλίσει ότι οι εξεγέρσεις του μέλλοντος δεν θα καταλήξουν σε άλλη μια ένδοξη ήττα.
*Πηγή: kommon.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας