Από τα παράθυρα πολλών ημιυπογείων στα Πατήσια, στο Γαλάτσι, στον σταθμό Λαρίσης, ηχεί νυχθημερόν ο μονότονος ήχος των ραπτομηχανών. Σπάνια κάποιος βγαίνει για να κάνει ένα τσιγάρο ή να αγοράσει κάτι από το περίπτερο. Τα φώτα σβήνουν και οι θόρυβοι παύουν αργά το βράδυ. Σε μικρή χιλιομετρική απόσταση από τους εν λόγω «άσημους» δρόμους, οι καταστηματάρχες ανανεώνουν συνεχώς τις βιτρίνες των μπουτίκ με ρούχα σε «τιμές ευκαιρίας», τα οποία κυκλοφορούν πλέον σχεδόν όλο τον χρόνο, από άγνωστες αλλά και γνωστές μάρκες. Οι δύο κόσμοι, γεωγραφικά κοντά, αντικατοπτρίζουν το «φαίνεσθαι» και το «είναι» μερίδας της βιομηχανίας μόδας, στην οποία εσχάτως ανθεί η εργασιακή εκμετάλλευση.
«Το 2018 η Ελλάδα από την 5η θέση στο slavery index εκτοξεύθηκε στη 2η θέση, κάτι που οφείλεται στον εγκλωβισμό χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα, οι οποίοι λόγω ανέχειας και έλλειψης προοπτικών πέφτουν θύματα εργασιακής εκμετάλλευσης», επισημαίνει στην «Κ» η δρ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας Φιόρη Ζαφειροπούλου, συντονίστρια του Fashion Revolution Greece. Ο κλάδος της συρραφής ενδυμάτων αποτελεί ένα από τα κατεξοχήν πεδία trafficking. Ανθρωποι, εκ των οποίων πολλοί ανήλικοι, που περνούν το 24ωρό τους σκυμμένοι σε μια ραπτομηχανή, δεν συναντώνται πλέον μόνο στη γειτονική Τουρκία ή στη μακρινή Ινδία, αλλά και στην καρδιά της ελληνικής πρωτεύουσας, όπου εργάζονται για 2 έως 3 ευρώ την ημέρα.
«Η συμφωνία ήταν να παίρνω 400 ευρώ τον μήνα και να κοιμάμαι στο ραφτάδικο», λέει στην «Κ» ο 17χρονος σήμερα Χασάν, «ήμουν ο μοναδικός που έμενα μέσα». Ο νεαρός Πακιστανός γνώριζε τα «βασικά» της δουλειάς ήδη από την πατρίδα του, αλλά η συρραφή ευρωπαϊκών ρούχων στην ελληνική βιοτεχνία έχει περισσότερες απαιτήσεις. «Μόνο τον πρώτο από τους επτά μήνες πληρώθηκα· κάθε φορά που ρωτούσα για το μηνιάτικο, άκουγα ψεύτικες δικαιολογίες. Οταν ζήτησα λίγα χρήματα μόνο για να φάω, το αφεντικό με έβρισε». Ο Ελληνας εργοδότης είχε ένα κυνικό αντεπιχείρημα. «Είσαι ανήλικος χωρίς χαρτιά, αν φύγεις από εδώ, θα σε πιάσει η αστυνομία».
Τον 17χρονο Ασίφ έφερε σε ανάλογη δουλειά ένας φίλος έπειτα από τις δύο πρώτες εβδομάδες του στην Ελλάδα, που τις είχε περάσει σε ένα παγκάκι. «Εμεινα έξι μήνες, αλλά δεν πληρώθηκα ποτέ, ο φίλος μου με συμβούλευε “κάτσε και θα δούμε”» θυμάται σήμερα ο νεαρός, που βρίσκεται συνολικά δυόμισι χρόνια στην Ελλάδα. «Μου έδινε, βέβαια, περίπου 20 ευρώ τον μήνα για φαγητό». Επτά μήνες αργότερα «δραπέτευσε», με το αφεντικό του να τον απειλεί. Σύμφωνα με τον Ασίφ, ο εν λόγω εργοδότης εξαπατούσε όλους τους εργαζομένους του.
Αλλος βιοτέχνης είχε εξελίξει έτι περαιτέρω την «επιχείρησή» του. «Μέσα στη βιοτεχνία είχε στήσει ένα ξύλινο παράπηγμα, όπου κοιμόμασταν πολλοί», λέει στην «Κ» ο 17χρονος Μουνίρ. Είχε, επίσης, κατασκευάσει μια κρύπτη, όπου έστελνε αυτομάτως τους εργαζομένους, άπαξ και στο κατώφλι έφτανε η επιθεώρηση εργασίας, την οποία αναγνώριζε από κρυμμένη κάμερα στην είσοδο. «Τα βράδια που είχε προηγηθεί επίσκεψη του ΙΚΑ, μας ζητούσε να μην κοιμόμαστε μέσα», συμπληρώνει. «Μια φορά, ωστόσο, με ρώτησαν κάποιοι αστυνομικοί πόσων ετών είμαι, μου συνέστησαν να μη δουλεύω εκεί, όμως δεν μου είπαν και πού αλλού θα μπορούσα να πάω».
Ο Τζαβέντ είναι ίσως ο μοναδικός που έχει καλές αναμνήσεις. «Το αφεντικό ήταν καλό, με άφηνε να ακούω μουσική όσο έραβα και, επιπλέον, με έμαθε πώς να δουλεύω τη μηχανή. Με πλήρωνε 1,5-2 ευρώ την ώρα». Από τους δώδεκα μήνες του έτους εργάστηκε τους εννέα με τις πολλές παραγγελίες ρούχων. «Το αφεντικό ήταν Σύρος που είχε έρθει παλιά στην Ελλάδα και είχε συμβόλαιο με πολύ γνωστή εταιρεία», εξηγεί, «υπήρχαν έμπειροι, μεγαλύτεροι, ράφτες πλάι μου που πληρώνονταν καλύτερα».
Θύματα του εργασιακού trafficking δεν είναι μόνον ασυνόδευτοι ανήλικοι που ζουν «εκτός συστήματος», αλλά και αρκετοί που φιλοξενούνται σε ξενώνες, όπως περιγράφουν στην «Κ» κοινωνικοί λειτουργοί τριών δομών. «Οταν ενημερώνομαι από το σχολείο για αδικαιολόγητες απουσίες κάποιου παιδιού ή διαπιστώνω ότι έχει προβεί σε κάποια αγορά, π.χ. κινητού τηλεφώνου, αντιλαμβάνομαι ότι έχει βρει κάποια περιστασιακή δουλειά», αναφέρει ένας εξ αυτών. Συνήθως υπάρχει ένας σύνδεσμος, κάποιος συμπατριώτης, συνομήλικος ή μεγαλύτερος, που χαίρει εκτίμησης και αναλαμβάνει τον ρόλο του «μεσάζοντος».