Η επιτυχία έχει, όπως λέγεται, πάντοτε πολλούς πατεράδες. Το ίδιο φαίνεται πως ισχύει και στην περίπτωση της ιστορικής συνάντησης του Ντόναλντ Τραμπ με τον Κιμ Γιονγκ Ουν στην Σιγκαπούρη – όσο και αν οι προβολείς έμειναν στραμμένοι, όπως είναι λογικό, στους δύο πρωταγωνιστές.
Άλλωστε αυτό που κρίνεται εν προκειμένω είναι η όλη περιφερειακή ισορροπία – εξ ού και η έντονη δραστηριοποίηση των κυριότερων παικτών της περιοχής για την εκτόνωση των εντάσεων που είχαν συσσωρευθεί μεταξύ Ουάσιγκτον και Πιονγκγιανγκ.
Τον καταλυτικό ρόλο είχε ο πρόεδρος της Κορέας Μουν Τζαε-ιν. Από την άνοδό του στην εξουσία την άνοιξη του 2017 ο Μουν, ο οποίος είχε θητεύσει ως διαπραγματευτής με την Βόρειο Κορέα κατά την περίοδο της λεγόμενης “Ηλιόλουστης Πολιτικής” στο γύρισμα του αιώνα, λάνσαρε την “Νέα Βόρεια Πολιτική”, μέρος της οποίας ήταν η προώθηση της οικονομικής συνεργασίας με τη Ρωσία και την Κίνα και η αντίθεση στην επέκταση των αμερικανικών αντιπυραυλικών συστημάτων THAAD που βρίσκονται στην Νότια Κορέα και προκαλούν την έντονη ανησυχία της Μόσχας και του Πεκίνου.
Οι κινήσεις του Μουν έμεναν χωρίς ανταπόκριση από την Πιονγκγιανγκ, μέχρι την Πρωτοχρονιά οπότε στο μήνυμά του για το Νέος Έτος ο Κιμ Γιονγκ Ουνγκ σήμανε αιφνίδια αλλαγή στάσης. Το αποτέλεσμα καταγράφηκε στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Νότιας Κορέας, όπου περίσσεψαν οι εκδηλώσεις αβροφροσύνης προς την βορειοκορεατική αντιπροσωπεία της οποίας ηγήθηκε χαρακτηριστικά η αδελφή του Κιμ.
Οι δύο χώρες της διαιρεμένης χερσονήσου δρομολόγησαν μια διμερή διαδικασία, που έδωσε τους πρώτους καρπούς της στην συνάντηση Κιν-Μουν τον Απρίλιο και η οποία αποτελεί και σήμερα τον πραγματικό “κινητήρα” των περιφερειακών ανακατατάξεων.
Στην πραγματικότητα, η μεγαλύτερη χρησιμότητα της συνάντησης Κιμ-Τραμπ έγκειται στο ότι αφήνει χώρο και χρόνο για το ξεδίπλωμα της ενδοκορεατικής επαναπροσέγγισης – για αυτό και η Σεούλ με την Πιονγκγιανγκ κατέβαλαν ιδιαίτερη προσπάθεια να προσεταιριστούν τον Αμερικανό πρόεδρο ή, ακριβέστερα, να χειριστούν τον ναρκισσισμό του.
Η επιλογή αυτή ήταν επιτυχής στον βαθμό που έτσι παρακάμφθηκε το πάντοτε επιφυλακτικό κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής στη Ουάσιγκτον και αξιοποιήθηκε η έφεση του Τραμπ για απρόβλεπτες πρωτοβουλίες με έμφαση στη διαπροσωπική διαπραγμάτευση. Η εν λόγω προσέγγιση ήταν άλλωστε η πιο κατάλληλη και σε ό,τι αφορά ένα καθεστώς τόσο συγκεντρωτικό και προσωποπαγές, όπως της Βόρειας Κορέας.
Και πάλι, το μυστικό της επιτυχίας το κατέχει ο Μουν, ο οποίος αρχικά κράτησε χαμηλό προφίλ και μετά την θετική απάντηση του Τραμπ στην πρόταση για μία συνάντηση κορυφής με τον Κιμ, φρόντισε να πιστώσει (αρκετά παραπλανητικά) τις θετικές εξελίξεις αποκλειστικά στον Αμερικανό πρόεδρο, χαρακτηρίζοντάς τον άξιο για Νόμπελ Ειρήνης.
Υπήρξαν όμως και άλλοι εμπλεκόμενοι. Καθόλου τυχαία το κυριότερο απτό αποτέλεσμα της συνάντησης της Σιγκαπούρης αποκαλύπτεται ότι είναι η αναστολή των κοινών ασκήσεων ΗΠΑ-Νοτίου Κορέας (των war games, κατά την έκφραση του Τραμπ), που θέτουν την Πιονγκγιανγκ σε συναγερμό, με αντάλλαγμα την διακοπή των βορειοκορεατικών δοκιμών πυρηνικών όπλων και βαλλιστικών πυραύλων. Με άλλα λόγια, συμπίπτουν πλήρως οι αποφάσεις αυτές με την πρόταση της Κίνας και της Ρωσίας, η οποία έχει κωδικοποιηθεί στην φόρμουλα “πάγωμα για πάγωμα”.
Μάλιστα, το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας, οικειοποιούμενο πλήρως την ευθύνη των θετικών εξελίξεων, ανέφερε σε ανακοίνωσή του για την συνάντηση της Σιγκαπούρης, ότι υλοποιείται πλέον το “δεύτερο βήμα” του ρωσοκινεζικού “οδικού χάρτη” για το κορεατικό ζήτημα και ότι η συνέχεια θα πρέπει, λόγω των προφανών περιφερειακών της διαστάσεων, να εκτυλιχτεί σε πλαίσιο πολυμερές – προφανώς με αναβίωση των εξαμερών συνομιλιών στις οποίες συμμετείχαν οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Ρωσία, η Κίνα και τα δύο κράτη της χερσονήσου.
Ειδικά για τη Ρωσία έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι η δίχως προηγούμενο στα χρονικά συνάντηση του Αμερικανού προέδρου με τον Βορειοκορεάτη ηγέτη διευκολύνει πολιτικά και προετοιμάζει σημειολογικά μια συνάντηση Πούτιν-Τραμπ. Αλλά και η Κίνα, που ενισχύεται πολλαπλά από την τροπή που πήρε το κορεατικό ζήτημα, ασφαλώς αξιολογεί θετικά το γεγονός ότι, χωρίς να είναι υποχρεωμένος νομικά, ο Τραμπ έσπευσε να συμπεριλάβει το Πεκίνο στην διαπραγμάτευση που μέλλει να διεξαχθεί για τον επίσημο τερματισμό του Πολέμου της Κορέας. Ο Αμερικανός πρόεδρος, άλλωστε, έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι αφότου οι σινοαμερικανικές εμπορικές σχέσεις άρχισαν να γίνονται αντικείμενο αντιπαράθεσης, τα σύνορα της Κίνας με τη Βόρεια Κορέα έγιναν, όλως τυχαίως, “πορώδη” και η υλοποίηση των κυρώσεων κατά της Πιονγκγιανγκ αντικειμενικά χαλάρωσε.
*Πηγή: Capital.gr