Ίσως η ποίηση να είναι η γλώσσα της γλώσσας. Συνεπώς οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ποιητές. Ταξιδέψαμε πολύ, πίσω μας πλέον τα νησιά με τα έργα μας,
το στίγμα της κάθε νήσου μπορεί πια και να είναι ένα πλοίο φάντασμα. Στις νήσους αυτές ίσως να κατοικούν ακόμα ξεχασμένοι φίλοι, ίσως να κατοικώ κι εγώ ξεχασμένος από εκείνους που με παράτησαν μεσοπέλαγα. Έτσι
είναι η ζωή, ακόμα κι αν ταξιδεύεις σε σκαρί με κομπιούτερ πρέπει να ξέρεις να το κυβερνάς με τ’ αστέρια – τ’ αστέρια δεν χαλάνε ποτέ. Θυμάμαι, μικρούλης ή μάλλον μισομικρούλης να ρωτάω τον φιλόλογό μου τι νόημα είχε η «ανάγνωση νεοελληνικών κειμένων», τι νόημα είχε να σηκώνεται ο μαθητής και να διαβάζει φωναχτά ένα κείμενο; «Για να ακούς τη γλώσσα, παιδί μου, για να μάθεις να αρθρώνεις σωστά και να την καταλαβαίνεις όταν σου μιλάει εκείνη». Άκουσα τότε γύρω μου
το ψιλοχάχανο των μικρών αγροίκων της τάξης μου και καμιά εικοσαριά χρόνια μετά κατάλαβατην ποιητική του φιλολόγου μας. Λατινικά μάθαινα για να δώσω εξετάσεις και μετά τα ξέχασα, πέρασαν πάλι καμιά εικοσαριά χρόνια, ώσπου να αρχίσω να τα ξαναβρίσκω μπροστά μου σχεδόν παντού
και κυρίως μέσα μου όχι τόσο ως γνώση όσο ως δομικό στοιχείο της σκέψης και του πολιτισμού – κατά το μέρος που η ταπεινότητά μου μετέχει σ’ αυτά τα δύο.
Δεν υπήρξαν σπουδαία γλώσσα τα Λατινικά, καθώς έλεγε ο Κικέρων, «αν οι θεοί μιλούν κάποια γλώσσα, αυτή θα είναι η ελληνική» δήλωνε ζηλόφθονα προκαλώντας με τη σχολαστική λογική του το γέλιο των θεών στα φαρσί ή στα κινέζικα ή στα εβραϊκά ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα έχει μιλήσει η ποίηση.
Η ποίηση των Λατινικών σχετίζεται με ένα από τα ιερά πτολίεθρα του σύγχρονου πολιτισμού, τη χιλιετή Ρώμη, τα νεώτερα δυτικά έθνη που γεννήθηκαν απ’ τη μήτρα της και ζει μέσα σε πλήθος από ομιλούμενες γλώσσες. Θα ήταν αστείο να αναλυθεί αυτό το θέμα, ο Μαρξ θα ξέσπαγε σε ομηρικούς γέλωτες αν μάθαινε ότι κάτι γλίτσες έβγαλαν απ’ την ελληνική εκπαίδευση τα Λατινικά, στερώντας έτσι απ’ τα παιδιά του λαού την κατ’ αρχήν επαφή
με την ποιητική μιας υπόθεσης που διαπερνάει τον βίο των ανθρώπων από την αρχαιότητα ώς την Αναγέννηση και από την Αναγέννηση ώς σήμερα.
Ο ανάλογος διαμελισμός της Ιστορίας ως διδακτικής ύλης υποτάσσεται στην ίδια ταξική επιταγή του νεοφιλελευθερισμού, που επιδιώκει την εκβαρβάρωση της εκπαίδευσης και τη διατήρηση των ανθρωπιστικών σπουδών μόνον ως ενός προνομίου των βλαστών της άρχουσας τάξης, ώστε να αποκτούν τα μέλλοντα στελέχη του συστήματος το πλεονέκτημα της ευρύτερης μόρφωσης με τον τρόπο που τα ιερατεία το εξασφάλιζαν διά των ιερογλυφικών τους.
Το alter ego (καταραμένα λατινικά) των εθνομηδενιστών, δηλαδή οι εθνικιστές, κατηγορούν τις γλίτσες που απέκτειναν τα Λατινικά λέγοντας ότι «η κοινωνιολογία μπαίνει στη θέση των Λατινικών για να κάνει τα παιδιά αριστερά». Αθώα του αίματος η κοινωνιολογία, διότι τα Λατινικά κάνουν τα παιδιά πιο αριστερά. Η Κοινωνιολογία είναι κι αυτή παιδί των ανθρωπιστικών σπουδών, τη διαπερνά ο πολιτισμός των λατινικών ή των ελληνικών ή όλων των γλωσσών και αν «εκ παιδείας άρξασθαι», άρξασθαι εκ γλώσσης.
Όταν κόβεις τη ρίζα των λατινικών πεθαίνει το κλαδί της κοινωνιολογίας – γίνεται ακατανόητο για όσους αποκόπτεις απ’ τα κλασικά γράμματα. Κι όμως αυτό το κάνουν εκείνοι που εισηγούνται την ολιστική εκπαίδευση, αυτοί που ομνύουν στη διαδραστικότητα και την αλληλοεπίδρασητων επιστημών, των πολιτισμών και των ανθρώπων.
Δεν το κάνουν επειδή είναι ηλίθιοι (όσο κι αν είναι γελοίοι). Το κάνουν επειδή είναι υπηρέτες της εκβαρβάρωσης των μαζών, της αποκοπής των πολλών από τον πολιτισμό (τους), τον εξοστρακισμό τους στην κατηγορία των ανδράποδων ή των «ομιλουσών μηχανών» (όπως εννοούσαν οι Λατίνοι τους δούλους).
Το θέμα δεν είναι μόνον η ήσσων προσπάθεια, ούτε ο κυνισμός των αδιάφορων (τα παιδιά θα μπορούν να παπαγαλίζουν το ίδιο καλά την κοινωνιολογία όσον παπαγάλιζαν τα Λατινικά), το θέμα είναι ευρύτερο. Και βαθιά πολιτικό.
Σε κοινωνίες όπου έννοιες όπως η αυτογνωσία έχουν υποχωρήσει δραματικά μπροστά σε έννοιες όπως ο αυτοπροσδιορισμός, η συνεχής διεύρυνση της αποξένωσης από τα γράμματα είναι εκ των ων ουκ άνευ. Ο αυτοπροσδιορισμός του κάθε μαλάκα προϋποθέτει την αποθέωση του ατομικισμού του, ενώ η αυτογνωσία προϋποθέτει την αλήθεια διά της αποδείξεώς της.
Είναι αλήθεια ότι στο σχολείο, ούτε στη γλώσσα ούτε στην Ιστορία συναντάει κανείς τον Μάρκο Αυρήλιο ή τον Βιργίλιο – αυτούς αν τους συναντήσεις, τους συναντάς έξω απ’ το σχολείο, μετά το σχολείο, στα Πανεπιστήμια ή στη ζωή. Το ξερίζωμα όμως της προαναγγελίας αυτής της συνάντησης εξ απαλών ονύχων ήδη από τα σχολικά πράγματα, μόνον εχθροί του λαού, βλάκες και βαλτοί μπορούν να επιδιώκουν.
Σε μια χολιγουντιανή ταινία επιστημονικής φαντασίας «Ο κόκκινος πλανήτης», ένας φιλοσοφημένος επιστήμονας μονολογεί την ώρα του υψηλού κινδύνου ότι «αν χαθούμε, θα χαθούν οι άνθρωποι, θα χαθούν οι Έλληνες». Δεν χρειάζεται να διερμηνεύσω τι εννοεί. Το διερμηνεύουν
τα παιδιά, που σε άλλες χώρες διαδηλώνουν υπέρ του γεροξεκούτη Κικέρωνα και του μυστήριου Πυθαγόρα. Εμείς εδώ, στη βαρβαρική μας τύφλωση…
*Πηγή: topontiki.gr