Κυβερνήσεις και αναλυτές προσπαθούν ακόμη να χωνέψουν το βαρύ χριστουγεννιάτικο μενού που τους προσέφερε ο Ντόναλντ Τραμπ όταν αποφάσιζε να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη Συρία. Γιατί το έπραξε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όταν το συριακό δράμα οδεύει προς το τέλος του; Όσο κι αν 2.000 στρατιώτες δεν ήταν σε θέση να ανατρέψουν τα δεδομένα στο πεδίο της μάχης, οι βάσεις των ΗΠΑ στη βορειοανατολική Συρία προσέφεραν στην Ουάσιγκτον μια θέση στο τραπέζι της τελικής διαπραγμάτευσης. Ποιος ήταν ο λόγος που ώθησε τον Τραμπ να αφήσει κενή αυτή τη θέση, ανοίγοντας τον δρόμο για μια «μίνι Γιάλτα» μεταξύ Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας;
Ορισμένοι εκ των αναλυτών είδαν την απόφαση Τραμπ ως παρορμητική κίνηση ενός προέδρου χωρίς την παραμικρή στρατηγική αντίληψη, με κύριο, αν όχι και μοναδικό στόχο τον αντιπερισπασμό στις κακές ειδήσεις (αναταραχή στη Γουόλ Στριτ, δικαστικές έρευνες) που υπονομεύουν τη δημοτικότητά του. Παρότι η απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν βρίσκει σύμφωνη την πλειονότητα των πολιτών, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ένας Αμερικανός πρόεδρος, ακόμη και ο Τραμπ, θα έπαιρνε μια τόσο βαριά απόφαση μόνο και μόνο για να βελτιώσει τις δημοσκοπικές επιδόσεις του. Άλλωστε, η κίνηση αυτή δυσχεραίνει τη θέση του στη βασική δικαστική έρευνα που τον εμπλέκει, εκείνη του ειδικού ανακριτή Ρόμπερτ Μιούλερ, μια και ρίχνει νερό στον μύλο όσων υποστηρίζουν ότι ο Πούτιν από κάπου τον «κρατάει».
Η φιλοσοφία
Μπορεί ο Τραμπ να μην είναι διάνοια της γεωστρατηγικής, αλλά διαθέτει μια χονδροειδή φιλοσοφία για τη διεθνή θέση της χώρας του. Ακολουθώντας μια ισχυρή παράδοση στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών, είναι άκρως επιφυλακτικός έναντι της εμπλοκής σε κρίσεις όπου δεν διακυβεύονται ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα. Στην προεκλογική περίοδο είχε δεσμευθεί ότι θα αποσύρει τις δυνάμεις της χώρας του από τη Συρία, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν συμφέρον να δρουν ως χωροφύλακας του πλανήτη και να εξαντλούνται από μακρόχρονες στρατιωτικές εμπλοκές που τους κοστίζουν πανάκριβα. Ο μεγαλοεπιχειρηματίας-πρόεδρος βλέπει ως πλέον συμφέρουσα την πρακτική του outsourcing, της ανάθεσης, δηλαδή, του συριακού προβλήματος σε υπεργολάβους των ΗΠΑ – εν προκειμένω της Τουρκίας.
Ούτε η παραίτηση του υπουργού Άμυνας Τζιμ Μάτις, ούτε οι σφοδρές αντιδράσεις από τα «γεράκια» Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών κατάφεραν να τον κάμψουν. Μάλιστα επιτάχυνε την έξοδο του Μάτις από το Πεντάγωνο και υπέγραψε τη διαταγή για την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων, ύστερα από τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ερντογάν, όπου ο Τούρκος πρόεδρος του υποσχέθηκε πως η χώρα του θα αναλάβει να σαρώσει τα υπολείμματα του Ισλαμικού Κράτους από τη Συρία. Ενδεχομένως ο Τραμπ ελπίζει ότι το ξαφνικό «φλερτ» με τον Ερντογάν θα απομακρύνει από τον ορίζοντα τον κίνδυνο στρατιωτικής σύγκρουσης ΗΠΑ – Τουρκίας στη Συρία λόγω των διαφορών τους για το Κουρδικό και, τελικά, θα αποσπάσει την Άγκυρα από την τακτική συνεργασία της με τη Μόσχα.
Γεγονός παραμένει ότι οι υποσχέσεις του Ερντογάν έχουν μικρή αξία. Δεδομένης της στήριξης που προσέφερε η Τουρκία σε διάφορες ομάδες τζιχαντιστών που πολεμούσαν τον Σύρο πρόεδρο Μπασάρ Ασαντ, χρειάζονται μεγάλες δόσεις ευπιστίας για να εικάσει κανείς ότι ο Ερντογάν φλέγεται για τη συντριβή του Ισλαμικού Κράτους. Ακόμη κι αν ήθελε κάτι τέτοιο, η Τουρκία θα έπρεπε να εισβάλει σε πολύ μεγάλο βάθος μέσα στη συριακή επικράτεια για να φτάσει στους τελευταίους θυλάκους του Ισλαμικού Κράτους, προς το Ντέιρ αλ Ζορ και τα σύνορα με το Ιράκ. Προτεραιότητα του Ερντογάν δεν είναι η καταδίωξη των τζιχαντιστών, αλλά η εκδίωξη της κουρδικής πολιτοφυλακής YPG και του πολιτικού της φορέα, του κόμματος PYD, τελικά δε η διάλυση της αυτοδιοικούμενης περιοχής της Ροτζάβα, δηλαδή του συριακού Κουρδιστάν.
Είναι αλήθεια ότι ο Ερντογάν ανακοίνωσε, μετά το κρίσιμο τηλεφώνημα με τον Τραμπ, ότι θα καθυστερήσει την προγραμματισμένη εισβολή στη βόρεια Συρία. Με αυτό τον τρόπο βοήθησε τον Αμερικανό ομόλογό του να κατευνάσει όσους του καταλογίζουν ότι αφήνει απροστάτευτους τους Κούρδους στα νύχια της Άγκυρας. Ίσως όμως να μην είναι μόνο αυτό.
Τουρκικά και αραβικά μίντια εκτιμούν ότι ο Ερντογάν δίνει χρόνο στον Πούτιν να μεσολαβήσει μεταξύ Ασαντ και PYD για κάποιου είδους διευθέτηση που θα επαναφέρει τις συμπαγείς κουρδικές περιοχές στα ανατολικά του Ευφράτη υπό τον έλεγχο της Δαμασκού, ακυρώνοντας την προοπτική δημιουργίας κουρδικής ημικρατικής οντότητας.
Παρά την αναμφισβήτητη ενίσχυση της Τουρκίας μετά την απόφαση Τραμπ, το πεδίο παραμένει ναρκοθετημένο για την Άγκυρα. Μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση για την ολοκληρωτική εκδίωξη των Κούρδων από το ένα τρίτο του συριακού εδάφους που ελέγχουν σήμερα θα απειλούσε να εγκλωβίσει για πολύ την Τουρκία σε ένα είδος συριακού Αφγανιστάν.
Το πιθανότερο είναι ότι ο Ερντογάν δεν θα προχωρήσει πιο μακριά από τη δημιουργία μιας στενής ζώνης ασφαλείας παράλληλα με τα τουρκικά σύνορα. Ακόμη κι αυτό όμως προϋποθέτει τη συνεννόηση με τον Ασαντ, τον οποίο μέχρι χθες η Τουρκία επιζητούσε με κάθε τρόπο να ανατρέψει. Ηδη ο Τσαβούσογλου δήλωσε ότι η χώρα του θα μπορούσε να αναγνωρίσει την παραμονή του Ασαντ στην εξουσία, αρκεί «να εκλεγεί δημοκρατικά» από τον συριακό λαό.
Ο ρωσικός παράγοντας
Επιπλέον, η Τουρκία θα χρειαστεί την ανοχή, τουλάχιστον, της Ρωσίας, του πραγματικού αποφασιστικού παράγοντα στο Συριακό. Αυτή τη στιγμή ο Βλαντιμίρ Πούτιν εμφανίζεται ως ο μόνος ισχυρός παίκτης που μπορεί να μεσολαβεί ανάμεσα σε όλα τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα –τον Ασαντ και την αντιπολίτευση, τον Ερντογάν και τους Κούρδους, τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου και τον Ιρανό πρόεδρο Χασάν Ροχανί. Το παζάρι του Ερντογάν με τον Πούτιν θα είναι πολύ σκληρό, καθώς ο Ρώσος πρόεδρος δικαιολογημένα είναι πιο καχύποπτος μετά το εν εξελίξει φλερτ του Τούρκου ομολόγου του με τον Τραμπ. Μια πρόγευση πήραμε την περασμένη εβδομάδα, όταν ο Ερντογάν ανακοίνωσε ότι θα συνομιλήσει με τον Πούτιν στη Μόσχα, αλλά ο εκπρόσωπος Τύπου του Κρεμλίνου δήλωσε ότι ο Ρώσος πρόεδρος δεν έχει τέτοια συνάντηση στο πρόγραμμά του. Ακολούθησε, την Παρασκευή, η είσοδος του συριακού στρατού στη συριακή πόλη Μανμπίτζ, δυτικά του Ευφράτη, σε συνεννόηση με τους Κούρδους που την ελέγχουν από το 2016 και ύστερα από ρωσική μεσολάβηση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Τουρκία εμφανιζόταν αποφασισμένη να καταλάβει το Μανμπίτζ (μια πόλη όπου πλειοψηφεί το αραβικό και όχι το κουρδικό στοιχείο) σε συνεργασία με Σύρους αντικαθεστωτικούς που υποστηρίζονται από αυτήν. Σημειωτέον ότι οι Αμερικανοί διαθέτουν βάση στο Μανμπίτζ, όπου συνεργάζονται με τους Κούρδους, γεγονός που απειλούσε να τους φέρει σε στρατιωτική σύγκρουση με την Τουρκία. Ωστόσο, προτού ακόμη αποχωρήσουν οι Αμερικανοί, το κενό έχει ήδη καλυφθεί όχι από τον Ερντογάν, αλλά από τον Ασαντ και τον Πούτιν.
Οι εκκλήσεις και οι απειλές προς τον Μακρόν
Σκληρά διλήμματα αντιμετωπίζει και ο Εμανουέλ Μακρόν. Οι δύο συμπρόεδροι του PYD επισκέφθηκαν πρόσφατα το Ελιζέ και κάλεσαν τον Γάλλο πρόεδρο να καλύψει το κενό προστασίας των Κούρδων που άφησε ο Τραμπ, ενισχύοντας τη γαλλική στρατιωτική δύναμη (περίπου 200 άνδρες των ειδικών δυνάμεων αυτήν τη στιγμή) που βρίσκεται στις περιοχές τους. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που δελεάζουν τη γαλλική κυβέρνηση να διαδραματίσει πιο ενεργό ρόλο (η παρουσία Γάλλων τζιχαντιστών στις γραμμές του Ισλαμικού Κράτους και οι αλλεπάλληλες τρομοκρατικές ενέργειες στη Γαλλία είναι ένας από αυτούς), αλλά οι κίνδυνοι δεν είναι μικρότεροι. Ήδη ο Τσαβούσογλου προειδοποίησε ότι ενδεχόμενη υπεράσπιση των Κούρδων από το Παρίσι «δεν θα ωφελήσει κανέναν» και ότι δεν θα φέρει ευθύνη εάν τα τουρκικά στρατεύματα και οι σύμμαχοί τους στη Συρία βρουν Γάλλους στρατιώτες στον δρόμο τους.
*Πηγή: kathimerini.gr