Ο Ευτύχης Μπιτσάκης είναι ένα από πρόσωπα εκείνα που συνδέουν σαν ραχοκοκαλιά πολλές γενιές της χώρας μας, ενσωματώνοντας την πείρα των πιο κρίσιμων ιστορικών περιόδων που καθόρισαν την εξέλιξή της.
Γεννημένος το 1927 στο χωριό Κάδρος της Κρήτης, εντάχθηκε από μικρός στο αριστερό μαθητικό κίνημα.
Στα χρόνια του Εμφυλίου καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση, ενώ στην περίοδο της δικτατορίας πήρε μέρος στο αντιδικτατορικό κίνημα της Ευρώπης ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, από το οποίο αποχώρησε το 1989 «μετά τη συνεργασία του με τη Δεξιά», όπως έγραψε ο ίδιος.
Με σπουδές χημείας, θεωρητικής φυσικής και φιλοσοφίας συμμετείχε διαχρονικά στις πολιτικές και θεωρητικές ζυμώσεις του αριστερού κινήματος, συμβάλλοντας με τον δικό του, μοναδικό τρόπο στην προσπάθεια να αρθρωθεί και να συγκροτηθεί μια αριστερή εναλλακτική πρόταση που θα παίρνει υπόψη της τόσο τις σύγχρονες εξελίξεις στον καπιταλισμό όσο και την τραυματική εμπειρία του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Οι προσπάθειες αυτές αποκρυσταλλώθηκαν σε θεωρητικά περιοδικά που εξέδωσε («Σύγχρονα Θέματα», «Διαλεκτική», «Ουτοπία»), αλλά και σε πολλά βιβλία πολιτικού και φιλοσοφικού στοχασμού.
Τελευταίο του βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΨΜ, είναι «Οι θύελλες της προόδου», ένα έργο που συνοψίζει αλλά και αναπτύσσει προβληματισμούς που έχει επεξεργαστεί στο παρελθόν ο Μπιτσάκης.
Στον πυρήνα του βρίσκεται η έννοια-ιανός της «προόδου», τόσο στην ιστορική της διάσταση, ως μια έννοια του αφηρημένου αστικού ανθρωπισμού, όσο και στην εξέλιξή της στη φιλοσοφία και στον μαρξισμό.
Η ασύστολη αναπτυξιολαγνεία
Με μια στιβαρή ανάλυση, ο συγγραφέας δείχνει τις ψευδαισθήσεις της προόδου, αλλά και την έκπτωσή της σε μια καθαρά ποσοτική έννοια, μέσα από την ασύστολη αναπτυξιολαγνεία του αρπακτικού καπιταλισμού, σε σημείο που να ταυτίζεται η «πρόοδος» με την «οικονομική μεγέθυνση».
Αυτή η ποσοτικοποίηση πηγάζει, μας λέει ο Μπιτσάκης, από τη γενικευμένη εμπορευματικοποίηση και την επιθετική στάση προς τη φύση, την οποία ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει ως απλό καύσιμο για την αέναη επέκτασή του.
Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο κυρίαρχο σύστημα και το φυσικό του περιβάλλον;
Φυσικά τα εργαλεία, απαντά ο συγγραφέας, θυμίζοντάς μας τον ορισμό του ανθρώπου ως του ζώου που χρησιμοποιεί εργαλεία για να προσποριστεί τους φυσικούς πόρους.
Με τον τρόπο αυτό μας εισάγει στο θέμα της τεχνολογίας και της σχέσης της με τον άνθρωπο και τη φύση, σχέση που αναλύει διεξοδικά και εξαντλητικά, καταλήγοντας στο θέμα της κλιματικής αλλαγής και της σημερινής μετάλλαξης αυτού που ο Μαρξ ονομάζει «μεταβολισμό ανθρώπου – φύσης».
Εδώ μας θυμίζει ότι ο Μαρξ δεν έπεσε στην παγίδα του αστικού επιστημονισμού, επικαλούμενος τις αναλύσεις των «Χειρογράφων του 1844», αλλά και το «Κεφάλαιο» και γεφυρώνοντας έτσι τα νεανικά με τα «ώριμα» έργα του Γερμανού φιλοσόφου και επαναστάτη.
Κυρίως υπογραμμίζει τις αναλύσεις του για την αλλοτρίωση και την αποξένωση, αντινομίες για την ιστορική άρση των οποίων οι άνθρωποι πρέπει να αγωνιστούν συνειδητά και με πρόγραμμα.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει ο Μπιτσάκης στο θέμα της πυρηνικής ενέργειας ως φορέα ελπίδων για το ενεργειακό πρόβλημα, αλλά και ως διάψευση αυτών των ελπίδων μέσα από τα τραγικά ιστορικά γεγονότα του τέλους του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, με τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, και τα πιο σύγχρονα, με τους βομβαρδισμούς της πρώην Γιουγκοσλαβίας και του Ιράκ.
Με ιστορικές αναφορές στη στάση επιφανών φυσικών επιστημόνων, από τον Αϊνστάιν μέχρι τον Σλίζαρντ και τον Οπενχάιμερ, και στο Σχέδιο Μανχάταν για την ατομική βόμβα, θέτει το πρόβλημα της ηθικής ευθύνης των επιστημόνων στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, στην οποία η επιστήμη βρίσκεται στα χέρια ανεύθυνων πολιτικών ή μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων.
Ο συγγραφέας, με αφορμή τους κινδύνους από τις σύγχρονες εξελίξεις στην επιστήμη (πυρηνική, βιολογία, βιοτεχνολογία, χημεία, γενετική κ.λπ.), επισημαίνει την ανάγκη κοινωνικού ελέγχου στις επιστημονικές έρευνες και ανάπτυξης της συνείδησης ότι ζούμε σ’ έναν πεπερασμένο και εύθραυστο πλανήτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οσο για το ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα, υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει μια ευθύγραμμη, ντετερμινιστική εξέλιξη, αλλά ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε την ιστορία ως ένα «πεδίο δυνατοτήτων».
Για τον άνθρωπο, αναφέρει ότι η ανθρώπινη φύση είναι βασικά βιολογική, ενώ η ανθρώπινη ουσία (κατά τον Μαρξ) είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων.
«Ομως όχι μόνο αυτό», προειδοποιεί: «Η ουσία του καθορίζεται από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων όχι γραμμικά, αλλά μέσα από ποικίλες διαμεσολαβήσεις και σε οργανική αλληλεξάρτηση με τη βιολογική του φύση».
Πέρα από ισοπεδωτικές ή απλουστευτικές θεωρήσεις, ο Μπιτσάκης θέτει και το ζήτημα του σοσιαλισμού ως υπέρβαση του σημερινού συστήματος, συνδυάζοντάς το όμως και με το οικολογικό πρόβλημα.
Τονίζει πως παρότι η σχέση ανθρώπου-φύσης είναι μια δευτερεύουσα και παράγωγη αντίθεση της βασικής αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία, σήμερα τείνει να την επικαλύψει.
Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι μια πολιτική οικολογία με σαφές αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο μπορεί να πάρει τη μορφή μιας συμμαχίας των ριζοσπαστικών κοινωνικοπολιτικών κινημάτων με το οικολογικό κίνημα.
Συμπληρώνει έτσι την εξίσωση «η ιστορία είναι πεδίο δυνατοτήτων» με το δεύτερο μέρος, ότι δηλαδή «σ’ αυτήν (την ιστορία) ενεργό ρόλο και ενίοτε αποφασιστικό παίζει ο υποκειμενικός παράγοντας».
*Ο πίνακας του Πολ Κλέε “Angelus Novus” (δεξιά στην εικόνα, κάτω από το εξώφυλλο) ενέπνευσε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον Άγγελο της Ιστορίας, στην ένατη θέση για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας. Ο τίτλος του Μπιτσάκη είναι παραλλαγή του τέλους της παραγράφου, όπου ο Μπένγιαμιν λέει ότι “αυτό που εμείς αποκαλούμε πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα”.
*Πηγή: efsyn.gr