Τις τελευταίες τρείς δεκαετίες, παρά τις διακηρύξεις των κυβερνήσεων για σχεδιασμό και εφαρμογή πολιτικών δίκαιης ανάπτυξης, οι ανισότητες, σύμφωνα με τα σχετικά διεθνή και ευρωπαϊκά στατιστικά δεδομένα, αυξήθηκαν σημαντικά σε διεθνές επίπεδο. Κι΄ αυτό γιατί η παρατηρούμενη αύξηση των ανισοτήτων συνιστά ουσιαστικά το αποτέλεσμα των ασκούμενων πολιτικών μείωσης της φορολογίας του κεφαλαίου, των δαπανών εκπαίδευσης, της υγείας, των δημόσιων και κοινωνικών υπηρεσιών, κ.λ.π., προκειμένου να διατηρηθεί η δομή και η απρόσκοπτη, από δημόσιες παρεμβάσεις αναδιανομής του εισοδήματος και άσκησης κοινωνικών πολιτικών, λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Στην κατεύθυνση αυτή, ελαχιστοποιείται η διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων απέναντι στις επιχειρήσεις, μειώνεται το μερίδιο των μισθών και αυξάνεται το μερίδιο των κερδών και των χρηματικών προσόδων.
Στις συνθήκες αυτές, τα συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία έχουν προκαλέσει, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα περίοδο, ανησυχία σε διεθνές επίπεδο, δεδομένου ότι και στις δύο ηπείρους (Ευρώπη, Ασία) η κατανομή του εισοδήματος, κατά τις τελευταίες τρείς δεκαετίες, συνέβαλε στην αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ πλουσίων και φτωχών, με αποτέλεσμα το ζήτημα των ανισοτήτων να έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του επιστημονικού, ερευνητικού, κοινωνικού και πολιτικού κόσμου.
Πιο συγκεκριμένα,σε διεθνές επίπεδο διαπιστώνεται ότι σε όρους ανισοτήτων, ενώ το πλουσιότερο 1% του πλανήτη κατείχε το 1980 το 16% του εισοδήματος, το 2017 κατείχε το 20% του εισοδήματος. Ταυτόχρονα, το ήμισυ του πληθυσμού παρέμεινε σταθερό στο 9% του εισοδήματος παρά τις εξελίξεις που σημειώθηκαν κατά την περίοδο αυτή στην Κίνα, Ινδία, κ.λ.π. Παράλληλα, η σύγκριση της εισοδηματικής ανισότητας στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι από το 1990 μέχρι σήμερα η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί και στις δύο ηπείρους, με την δυναμική της ανισότητας να εμφανίζεται πολύ πιο έντονη στις ΗΠΑ. Έτσι, ενώ το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών κατέχει σήμερα το 20% του εισοδήματος, το 1% των πλουσιότερων Ευρωπαίων κατέχει το 12% του εισοδήματος.
Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι στην Έκθεση των Παγκόσμιων Ανισοτήτων (2018) προβλέπεται ότι εάν οι παγκόσμιες ανισότητες ακολουθήσουν τις τάσεις των τελευταίων δεκαετιών και ιδιαίτερα της τελευταίας δεκαετίας της οικονομικής κρίσης και ύφεσης, τότε θα συνεχίσουν να διευρύνονται διεθνώς κατά τα επόμενα χρόνια. Η εκτίμηση αυτή σημαίνει ότι το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών που κατέχει σήμερα το 20% του εισοδήματος, θα κατέχει στο μέλλον το 30% του εισοδήματος. Η ίδια αυξητική τάση των ανισοτήτων, ακολουθώντας τα επίπεδα μεταβολής των ευρωπαϊκών εξελίξεων, προβλέπεται και για την Ευρώπη, γεγονός που αποδεικνύει την δομική τάση αύξησης του χάσματος του πλούτου και των ανισοτήτων στις συνθήκες παραγωγής, οικονομικής, εισοδηματικής και κοινωνικής πολιτικής στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Ειδικότερα, για παράδειγμα στην Γαλλία από το 1983 μέχρι το 2015, το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 100%, έναντι της αύξησης κατά 25% του μέσου εισοδήματος του υπόλοιπου τμήματος του γαλλικού πληθυσμού. Στις συνθήκες αυτές που η αμερικάνικη και η ευρωπαϊκή οικονομία είναι βυθισμένες στην «δίδυμη παγίδα» των ανισοτήτων και της στασιμότητας ή της ύφεσης, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο και την ποιότητα ζωής της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών τους, η έρευνα για τις εισοδηματικές ανισότητες (2018) ανέδειξε την αρνητική επίδραση των ανισοτήτων στην οικονομική ανάπτυξη.
Συγκεκριμένα, εκτιμήθηκε ότι 1% στην αύξηση του εισοδήματος του 20% του πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού, προκαλεί μείωση του ΑΕΠ κατά 0,08%, ενώ αντίθετα η αύξηση κατά 1% του εισοδήματος του 20% του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού μίας χώρας προκαλεί αύξηση του ΑΕΠ. Επίσης, σημαντικές έρευνες έχουν δείξει ότι οι ανισότητες οδηγούν, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, σε οικονομική και κοινωνική ανισορροπία.
Για παράδειγμα, ο Ινδός οικονομολόγος R.Rajan (πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ινδίας) σε βιβλίο του το 2010, ισχυρίστηκε ότι οι κυβερνήσεις πολλών κρατών προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την χαμηλή αγοραστική δύναμη των φτωχότερων μισθών με την εύκολη πρόσβαση στον δανεισμό και όχι με την αύξηση των μισθών, με αποτέλεσμα αυτή η πολιτική, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, να αποτύχει και να οδηγήσει σε κρίση δανεισμού και χρέους κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε χρηματοπιστωτική κρίση τις ΗΠΑ (2008).
Το ίδιο, ο οικονομολόγος B.Bernanke (πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ), υποστήριξε ότι η διεύρυνση των ανισοτήτων οδηγεί σε « αποταμιευτική παγίδα», δεδομένου ότι τα πλουσιότερα τμήματα του πληθυσμού είναι λιγότερο πιθανό να δαπανήσουν ένα επιπρόσθετο δολάριο από όσο τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού. Έτσι, όσο παρατηρείται αύξηση των καταθέσεων τα επιτόκια μειώνονται, διευρύνοντας τις τιμές των επενδυτικών προϊόντων και ενθαρρύνοντας τον δανεισμό.
Στην κατεύθυνση αυτή, αρκετοί οικονομολόγοι στις ΗΠΑ και την Ευρώπη στις μέρες μας, όπου οι ανισότητες έχουν αποκτήσει ανησυχητικές διαστάσεις, προτείνουν ως απολύτως αναγκαίες τις πολιτικές αναδιανομής του πλούτου, δεδομένου ότι ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, αποτρέποντας έτσι τις κυβερνήσεις τους να συνεχίσουν την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας στο μέλλον που θα είχαν και μεγαλύτερο αναπτυξιακό, δημοσιονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος.
Στην αντίληψη και στρατηγική αυτή εντάσσεται η απονομή του Νόμπελ Οικονομίας (2019) από την Σουηδική Ακαδημία Επιστημών, στον Ινδό οικονομολόγο A.Banerjiee, την Γαλλίδα οικονομολόγο E.Duflo και τον Αμερικανό οικονομολόγο M.Kremer, η οποία παρεκκλίνοντας από την παραδοσιακή αναγνώριση της κυρίαρχης τάσης της ανάπτυξης με ανισότητες, επιβράβευσε την επανατοποθέτηση τους για το ζήτημα της ανάπτυξης και της φτώχειας και την εμπειρική προσέγγιση τους στον καθορισμό αποτελεσματικών πολιτικών και εργαλείων για την ανάπτυξη, την καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων.