Στις εκλογές της Πέμπτης, ο Μπόρις Τζόνσον έχει την ευκαιρία να κερδίσει μία λειτουργική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου ώστε να απομακρύνει τη χώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μόλις οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης δουν την ευημερία της Βρετανίας, θα φύγουν και εκείνες.
Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο καμπής για την Ευρώπη, καθώς αντί να επιτρέψει την εδραίωση της ένωσης, το Brexit θα παράσχει την αντίθεση που θα την χωρίσει.
Οι πιθανότητες του Τζόνσον εξαρτώνται από την ανατροπή στα παραδοσιακά προπύργια των Εργατικών στο Βορρά και τα Μίντλαντς, τα οποία «ταράζονται» από την παγκοσμιοποίηση, τη μετανάστευση και την ατζέντα της ΕΕ.
Η ευρωζώνη βρίσκεται σε οικονομική στασιμότητα, καθώς με ανάπτυξη περίπου 1% ετησίως, έχει λίγα περιθώρια για περαιτέρω νομισματική χαλάρωση, μετά από χρόνια αρνητικών επιτοκίων και μαζικής αγοράς κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι κανόνες της ευρωζώνης για τα ελλείμματα των εθνικών προϋπολογισμών αποκλείουν πρόσθετα δημοσιονομικά κίνητρα στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα, οι οποίες έχουν συνολικά έναν μέσο όρο ανεργίας στο 12%.
Εάν αυτές οι οικονομίες είχαν τα δικά τους νομίσματα, θα μπορούσαν να υποτιμήσουν την αύξηση των εξαγωγών και να δαπανήσουν περισσότερα χρήματα για την εκπαίδευση και τις υποδομές, προκειμένου να αντισταθμίσουν τα πολυετή δημοσιονομικά και εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας.
Η Ευρώπη δε διαθέτει τα δομικά στοιχεία για ένα κοινό νόμισμα, στα οποία περιλαμβάνονται οι κανονιστικές ρυθμίσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών και η ασφάλεια των καταθέσεων, καθώς και μία διασυνοριακή αγορά εργασίας η οποία θα ενεργοποιηθεί από μία κοινή γλώσσα και ένα ομοιογενές εκπαιδευτικό σύστημα.
Η βιομηχανική καρδιά της ηπείρου, η Γερμανία, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία υστερεί σε σχέση με τους ανταγωνιστές της σε ΗΠΑ, Ιαπωνία και Κίνα, όσον αφορά την ανάπτυξη ηλεκτρικών οχημάτων, τα οποία προβλέπεται ότι το 2030 θα αποτελούν το 56% της συνολικής παραγωγής οχημάτων.
Το γερμανικό σύστημα συνδικαλιστικής και κυβερνητικής συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων εταιρειών επιβραδύνει τις επιχειρηματικές και εργατικές αντιδράσεις στις αναταραχές που επιβάλλονται από τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα μοντέλο περισσότερο ψηφιακό και χωρίς άνθρακα.
Βραχυπρόθεσμα, η Βρετανία χρειάζεται συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ευρώπη ώστε να διατηρήσει την πορεία του μεταποιητικού κλάδου, ωστόσο το μέλλον της, όπως και αυτό της Αμερικής, είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τον τομέα της τεχνολογίας.
Οι βρετανικές και αμερικανικές τράπεζες τα πάνε καλά στην Ευρώπη, αναγκάζοντας τη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας, τη Deutsche Bank, να μείνει εκτός πολλών επενδυτικών δραστηριοτήτων. Ακόμα και χωρίς προνομιακή πρόσβαση στην ευρωπαϊκή ήπειρο, οι βρετανικές τράπεζες θα ευδοκιμήσουν. Στον τομέα της τεχνολογίας, οι φυσικοί σύμμαχοι της Βρετανίας είναι η Βορειοανατολική και η Δυτική Ακτή των ΗΠΑ.
Η ελευθερία διαπραγμάτευσης μίας εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ θα επιτρέψει τη συνεργασία και τον ανταγωνισμό, ένα σημαντικό πλεονέκτημα που δε μπορεί να έχει το Ηνωμένο Βασίλειο με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρώπη θα συνεχίσει τον κύκλο της αναιμικής ανάπτυξης και θα βγει από την ύφεση με ακόμα μεγαλύτερη υποαπασχόληση, ανασφάλεια, προσωρινές θέσεις απασχόλησης και περισσότερους δυσαρεστημένους.
Αυτή η οικονομική αντίθεση με τη Βρετανία θα τροφοδοτήσει αντιδράσεις στη Νότια και την Ανατολική Ευρώπη, καθώς και στη Γαλλία και τη Γερμανία. Ωστόσο δεν θα αποτελεί μία μορφή ξενοφοβίας, αλλά μία δυσαρέσκεια η οποία γεννήθηκε από τις επιλογές της ΕΕ οι οποίες πραγματοποίησαν προόδους στις πλάτες των εργατικών τάξεων.
Είτε το γαλλικό προλεταριάτο θα επαναστατήσει, είτε οι απλοί Ιταλοί πολίτες θα ψηφίσουν την έξοδο από το ευρώ (ή την Ευρωπαϊκή Ένωση) και θα ρίξουν το ευρωπαϊκό σχέδιο υπό το βάρος της ίδιας του της αφροσύνης.