(Δια τον φόβο των Ιουδαίων στην κάλπη…)
Η καγκελάριος Merkel κατέστησε σαφές δια του εκπροσώπου της ότι αντιτίθεται στο νομοσχέδιο της αμερικανικής Γερουσίας που επιβάλλει νέες κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, οι οποίες πλήττουν ζωτικά συμφέροντα της Γερμανίας.
Μετά την οργίλη καταδίκη αυτών των κυρώσεων από τον Αυστριακό Καγκελάριο και τον Γερμανό υπουργό των Εξωτερικών και η ίδια η Merkel θέλησε να καταστήσει σαφή και την προσωπική της αντίθεση. Αλλά κατά την συνήθη σ’ αυτήν πρακτική της Σφίγγας, ανέθεσε στον εκπρόσωπό της Στέφεν Σάϊμπερτ να την ανακοινώσει.
Υπάρχει σημαντική ομοφωνία στο περιεχόμενο αυτής της δήλωσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι κυρώσεις αφορούν ρωσικές ενέργειες αλλά θίγουν και ευρωπαϊκές εταιρείες. Αυτό είναι απαράδεκτο.
Ο υπουργός των Εξωτερικών Σίγκμαρ Γκάμπριελ, που εξέδωσε την κοινή με τον Αυστριακό ανακοίνωση, είναι μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που αντιπαρατάσσεται στη Merkel στις εκλογές του φθινοπώρου, αλλά είναι επίσης γνωστός υποστηρικτής της συνεργασίας με την Ρωσία. Υπήρχε κατά συνέπεια κάποια αμφιβολία εάν η ανακοίνωση που εξέδωσαν εξέφραζε το σύνολο της γερμανικής κυβέρνησης, ή μόνο τους συνεργαζόμενους σοσιαλδημοκράτες.
Η δήλωση του Σάϊμπερτ εκ μέρους της Merkel ξεκαθαρίζει το θέμα και καθιστά απολύτως σαφές για την ενιαία αντίθεση της γερμανικής κυβέρνησης στις νέες αμερικανικές κυρώσεις.
Το τι προκάλεσε την γερμανική οργή καθίσταται σαφές στην κοινή αυστρο-γερμανική ανακοίνωση με την εξής παράγραφο:
«Η απειλή εναντίον εταιρειών από την Γερμανία, την Αυστρία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με ποινές στην αμερικανική αγορά εάν συμμετάσχουν σε προγράμματα φυσικού αερίου όπως το Νόρντ Στρημ 2 με την Ρωσία, ή τα χρηματοδοτήσουν, εισάγει μια εντελώς νέα και πολύ αρνητική ποιότητα στις ευρω-αμερικανικές σχέσεις.»
Με άλλα λόγια, οι Γερμανοί είναι πρόθυμοι να στηρίξουν κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, υπό τον όρο να μην θίγουν τα οικονομικά συμφέροντά τους. Δεδομένου ότι οι Γερμανοί θεωρούν τον αγωγό Νορντ Στρημ 2 αναγκαίο για τα οικονομικά τους συμφέροντα εξαγριώθηκαν μ’ αυτό που βλέπουν σαν απειλή των Αμερικανών να εκτροχιάσουν το πρόγραμμα, απειλώντας με πρόστιμα τις εταιρείες τους.
Το επεισόδιο δείχνει ξανά την παγίδα στην οποία οδήγησε η Merkel την Γερμανία ανατρέποντας την Οστπολιτίκ (του ανοίγματος προς την Ρωσία) που ακολουθούσε η Γερμανία από την δεκαετία του 1960, με το να υποστηρίξει το 2014 τις κυρώσεις που ο Ομπάμα την πίεζε να επιβάλει στη Ρωσία.
Λέγεται συχνά και πολύ σωστά ότι η Ρωσία είναι για την Γερμανία ένας σχετικά μικρός πελάτης και ότι οι επιπτώσεις των κυρώσεων στην γερμανική οικονομία ήσαν μικρές. Ενώ αυτό αληθεύει, παραβλέπει την μεγαλύτερη αλήθεια ότι – όπως έχω πολλάκις ακούσει ο ίδιος- η γερμανική επιχειρηματική κοινότητα θεωρούσε, πριν από τις κυρώσεις, την Ρωσία ως το κλειδί του οικονομικού μέλλοντος της Γερμανίας: Μια τεράστια χώρα, με απεριόριστες οικονομικές δυνατότητες, με γεωγραφική και πολιτιστική γειτνίαση, με ένα Πρόεδρο με ισχυρή συμπάθεια για την Γερμανία, η οποία θα μπορούσε να είναι για την Γερμανία ότι είναι η Δύση για τις ΗΠΑ.
Το κατά πόσο αυτή η θεώρηση υπήρξε ποτέ ρεαλιστική είναι διαφορετικό ζήτημα. Όπως κι’ αν είναι, από ότι είδα και άκουσα ο ίδιος, ήταν ευρέως διαδεδομένη.
Εκτός αυτού υπάρχει ο πρόσθετος παράγων ότι το πρόγραμμα της Γερμανίας να εγκαταλείψει τον άνθρακα και τις πυρηνικές εγκαταστάσεις οδηγεί στην Ρωσία ως την προφανή πηγή φτηνής ενέργειας.
Η απόφαση της Merkel του 2014 να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία οδήγησε σε απότομο τέρμα το πρώτο σκέλος αυτής της στρατηγικής, ενώ γίνεται τώρα σαφές ότι επίσης εξέθεσε το δεύτερο σκέλος της ίδιας στρατηγικής –αυτό που αφορά στην ενεργειακή ασφάλειά – στις εκκεντρικότητες των πολιτικών συγκρούσεων που τώρα μαίνονται στις ΗΠΑ.
Επιπλέον κατέστησε επίσης τη Γερμανία όμηρο των πολιτικών εμπνεύσεων μιας ασταθούς και εξτρεμιστικής ουκρανικής κυβέρνησης, την οποία η Merkel δεν έχει ούτε την θέληση ούτε την ικανότητα να ελέγξει.
Η Merkel προχώρησε σ’ αυτό το βήμα τον Ιούλιο του 2014, επειδή είχε την διαβεβαίωση της γερμανικής μυστικής υπηρεσίας BND ότι ο Πούτιν γρήγορα θα συνθηκολογούσε εν όψει των κυρώσεων γιατί αλλιώς θα αντιμετώπιζε ένα πραξικόπημα από τους ολιγάρχες. Από τη στιγμή που φάνηκε, το φθινόπωρο του 2014, ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, η Μέρκελ φάνηκε ολοένα και καθαρότερα να τάχει χαμένα, χωρίς σαφή ιδέα για το τι να κάνει.
Από τη μια πλευρά η Merkel σαφώς δεν θέλει να βρεθεί προεκλογικά σε θέση όπου φαίνεται να θυσιάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας στις ιδιοτροπίες Αμερικανών πολιτικών, όταν μάλιστα οι αντίπαλοι Σοσιαλδημοκράτες υπερασπίζονται αυτά τα εθνικά συμφέροντα. Και αυτό εξηγεί γιατί έβαλε τον εκπρόσωπό της να κάνει την σχετική δήλωση. Από την άλλη πλευρά, όπως δείχνουν όσα δήλωσε κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στη Ρωσία, δεν μπορεί να φέρει τον εαυτό της να παραδεχθεί ήττα, συμφωνώντας στην άρση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί.
Αργά η γρήγορα η υπομονή στη Γερμανία θα εκραγεί. Προς το παρόν, με την υποστήριξη της ανακοίνωσης Γκάμπριελ, η Merkel έκανε και πάλι αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: ν’ αγοράζει χρόνο.
Με δεδομένη την αδυναμία των αντιπάλων της, αυτό θα αρκέσει για να την βγάλει μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου. Ωστόσο εάν οι κρίσεις είτε στην Ουκρανία είτε στις ΗΠΑ –επί των οποίων δεν έχει καμιά δυνατότητα ελέγχου- κορυφωθούν, τότε η Μέρκελ βρεθεί σε προβληματική θέση.