Η υπερψήφιση με συντριπτική πλειοψηφία από το αμερικανικό Κογκρέσο μιας νέας δέσμης αυστηρότερων κυρώσεων ενάντια στη Ρωσία, το Ιράν και την Βόρεια Κορέα, μπορεί να ιδωθεί εκ πρώτης όψεως υπό το πρίσμα της αντιπαράθεσης του κατεστημένου της Ουάσιγκτον με τον πρόεδρο Trump, ο οποίος θα όφειλε για συνταγματικούς και μόνο λόγους υπεράσπισης της δικαιοδοσίας της εκτελεστικής εξουσίας να ασκήσει βέτο, κινδυνεύοντας όμως έτσι να εμφανισθεί πολιτικά ως “ενεργούμενο της Μόσχας”.
Όμως η υπόθεση των νέων κυρώσεων είχε την (αθέλητη άραγε;) παρενέργεια να δηλητηριάσει, και μάλιστα όχι με πρωτοβουλία του “θιασώτη του προστατευτισμού” Trump, τις διατλαντικές σχέσεις, ιδίως από τη στιγμή που κυριαρχεί η αίσθηση ότι οι κυρώσεις αποσκοπούν και στην ενίσχυση των αμερικανικών εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Στον απόηχο της συνάντησης Trump – Putin στο περιθώριο της Συνόδου της G20 στο Αμβούργο, η αμερικάνική Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε τις νέες κυρώσεις με πλειοψηφία 419 υπέρ έναντι 3 κατά. Αναλόγως πλατιά (ή μάλλον “σοβιετική”) αναμενόταν η συναίνεση και από την Γερουσία, η οποία τον Ιούνιο υπερψήφισε μια προηγούμενη εκδοχή αυτού του νόμου (μόνο για τη Ρωσία και το Ιράν) με πλειοψηφία 97-2. Ωστόσο, ήδη στη Γερουσία καταγράφονται ποικίλα διαδικαστικά προβλήματα, διόλου άσχετα με το λόμπινγκ όχι μόνο του Λευκού Οίκου, αλλά και μεγάλων επιχειρήσεων.
Όλα αυτή, την ίδια στιγμή που το λεγόμενο Russiagate (που αποτελεί, καίτοι αθεμελίωτο, την δικαιολογητική βάση των κυρώσεων) συνεχίζεται με τις επιτροπές της Γερουσίας και της Βουλής που επιβλέπουν τις υπηρεσίες πληροφοριών να δέχονται σε κεκλεισμένων των θυρών ακρόαση τον Jared Kushner, γαμπρό και σύμβουλο του Αμερικανού προέδρου σχετικά με τις συναντήσεις του με Ρώσους αξιωματούχους ή πολίτες κατά την περίοδο πριν από τις εκλογές ή την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο. Από την πλευρά του ο ίδιος ο Trump αρνείται κάθε σύμπραξη της προεκλογικής του καμπάνιας με τη Ρωσία και καταγγέλλει τις σχετικές έρευνες του FBI και του Κογκρέσου ως “κυνήγι μαγισσών”.
Η νέα νομοθεσία πέραν του να θέτει ακόμη περισσότερους περιορισμούς στις συναλλαγές με ρωσικές εταιρίες, περιλαμβάνει και ειδικές προβλέψεις που δίνουν δικαίωμα βέτο στο Κογκρέσο σε πιθανή χαλάρωση των κυρώσεων, ενώ μετατρέποντας τις ποινές για την παραβίαση κυρώσεων σε νόμο καθιστά πιο δύσκολη την αναίρεσή τους. Πλέον ο πρόεδρος Trump δεν θα μπορεί μονομερώς να άρει κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα. Αντίθετα, θα πρέπει πλέον να στέλνει επιστολή στο Κογκρέσο εκθέτοντας τους λόγους για την άρση των κυρώσεων και οι κοινοβουλευτικοί θα έχουν περιθώριο τριάντα ημερών για να κρίνουν εάν θα ικανοποιήσουν το προεδρικό αίτημα. Ούτως ή άλλως, η πλατιά πλειοψηφία που έχει καταγραφεί υπέρ των κυρώσεων σημαίνει ότι ακόμη και εάν ο Trump θέσει βέτο, αυτό μπορεί να ξεπεραστεί από την απαιτούμενη ειδική υπερ-πλειοψηφία των δύο τρίτων και των δύο σωμάτων.
Ο Λευκός Οίκος είχε αρχικά ζητήσει τροποποιήσεις στο αρχικό σχέδιο νόμου για να δώσει την έγκρισή του, κυρίως σε ό,τι αφορά την ανάγκη να μην τρωθούν τα συμφέροντα αμερικανικών εταιριών που συνεργάζονται σε διάφορα επίπεδα με ρωσικές εταιρίες. Σε αυτό το πλαίσιο, υπήρξαν ορισμένες αλλαγές στο τελικό κείμενο που τέθηκε σε ψηφοφορία οι οποίες ικανοποίησαν μέρος των αιτημάτων των αμερικανικών εταιριών. Η νέα εκπρόσωπος τύπου του Λευκού Οίκου Sarah Huckabee Sanders δήλωσε ότι ο πρόεδρος θα μελετήσει τη νομοθεσία πριν αποφασίσει ποια στάση θα κρατήσει.
Το ενδιαφέρον όμως έχει ήδη μετατοπισθεί κατεξοχήν στις οργισμένες αντιδράσεις των Ευρωπαίων, καθώς η νέα αμερικανική νομοθεσία αφήνει ανοικτή τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων και σε εταιρείες τρίτων χωρών που συνεργάζονται με τη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα (λ.χ. σε σχέδια αγωγών ή κοινών επενδύσεων).
Εσωτερικό σημείωμα του Jean-Claude Juncker προς τα μέλη της Κομισιόν αναφέρει ότι με τα νέα δεδομένα διακυβεύεται η ενότητα σε διατλαντικό επίπεδο και σε επίπεδο G7 απέναντι στη Ρωσία για τα ζητήματα της Ουκρανίας και της Κριμαίας. Όπως αναφέρει “τα μέτρα θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο σε έναν δυνητικά μεγάλο αριθμό ευρωπαϊκών εταιριών που έχουν νόμιμες επιχειρηματικές συναλλαγές, εντός των παραμέτρων της Ε.Ε., με ρωσικές εταιρίες και φορείς στους τομείς των σιδηροδρόμων, των χρηματοοικονομικών, της ναυτιλίας ή της εξόρυξης, ανάμεσα στα άλλα”.
Στο στόχαστρο βρίσκεται κυρίως ο υποθαλάσσιος αγωγός Nord Stream 2, που αναφέρεται μάλιστα ρητά στο αμερικανικό νομοσχέδιο ως απειλή για την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ευρώπης. Ο αγωγός είχε ούτως ή άλλως προκαλέσει πολιτική αντιπαράθεση εντός της Ε.Ε. καθώς χώρες όπως η Πολωνία δυσφορούσαν από την προγραμματική παράκαμψή τους από τη γερμανορωσική συνεργασία, εξ ου και η αντίθεση στο πρότζεκτ από μέρους του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tusk. Υπενθυμίζεται ότι πέραν της ρωσικής Gazprom στο σχέδιο συμμετέχουν η γαλλική Engie, η βρετανο-ολλανδική Royal Dutch Shell, η αυστριακή OMV Group και οι γερμανικές Uniper και Wintershall.
Μάλιστα, έχει σημασία ότι οι κυρώσεις έρχονται σε μια στιγμή όπου η Ε.Ε. κόντευε να ολοκληρώσει τη διαπραγμάτευση που αφορούσε την αποφυγή του κινδύνου να κάνει η Gazprom κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην ανατολική Ευρώπη.
Βρυξέλλες, Παρίσι και Βερολίνο δηλώνουν ρητά ότι θα “αντεπιτεθούν”. Ειδικότερα, ο σχεδιασμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι να κινηθεί σε τρία επίπεδα: Να επιδιώξει μια δημόσια διακήρυξη, κατ’ αναλογία προς αυτή του Barack Obama το 2014 ότι οι διακριτικές εξουσίες που περιλαμβάνονται στον νέο νόμο δεν θα χρησιμοποιηθούν εναντίον ευρωπαϊκών εταιριών. Να επικαλεστεί τον ήδη υπάρχοντα από το 1996 κανονισμού (2771/96) που προβλέπει ότι καμιά απόφαση των ΗΠΑ για περιοχές πέραν της επικράτειάς τους, δεν είναι εφαρμόσιμη στην Ε.Ε. Να καταφύγει πιθανώς στις διαδικασίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για την εφαρμογή αντιμέτρων.
Ούτως ή άλλως ΗΠΑ και Ε.Ε. βρίσκονται σε φάση αντιπαραθέσεων για ζητήματα εμπορίου. Λ.χ. Την ίδια μέρα που ψηφίστηκαν οι νέες κυρώσεις, ο Trump είχε κατηγορήσει την Ε.Ε. για “υπερβολικό προστατευτισμό” διαμηνύοντας ότι “αυτό πρέπει να σταματήσει”. Ο Jean Claude Juncker, πάλι, είχε ήδη απειλήσει με αντίμετρα εάν οι ΗΠΑ προχωρούσαν σε τιμωρητικούς αυξημένους δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα. “Είμαστε έτοιμοι να πάρουμε τα όπλα εάν χρειαστεί” είχε δηλώσει στο περιθώριο της συνάντησης των G20.
Πολλοί κατηγορούν τις ΗΠΑ ότι απώτερος σκοπός τους είναι να υποχρεώσουν τους Ευρωπαίους να καταφύγουν ακόμη περισσότερο στην προμήθεια υγροποιημένου σχιστολιθικού φυσικού αερίου, ώστε να ωφεληθούν αμερικανικές εταιρίες. Όσο για την ίδια την Gazprom, προετοιμάζεται για κάθε ενδεχόμενο εξασφαλίζοντας τεχνολογία και συνεργασίες για την κατασκευή αγωγών με τρόπο που να μην μπορεί να βρεθεί στο στόχαστρο των κυρώσεων. Με μία έννοια οι αμερικανικές κυρώσεις λειτουργούν και ως ένα κίνητρο ώστε η Ρωσία να επιταχύνει την προσπάθεια της να αναπτύξει η ίδια την τεχνολογία που δεν θα μπορεί να εισάγει από τη Δύση.
*Πηγή: capital.gr