Προστατευόμενη περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, ο Εθνικός Δρυμός Οίτης ιδρύθηκε το 1966, με σκοπό τη διατήρηση και την προστασία της πλούσιας πανίδας και χλωρίδας, καθώς και των ιδιαίτερων γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών του βουνού.
Ο τρίτος σε έκταση εθνικός δρυμός της χώρας μας έχει έκταση 70.000 στρέμματα (περίπου το ένα τέταρτο του ορεινού όγκου της Οίτης), από τα οποία 33.700 στρέμματα αποτελούν τον πυρήνα και τα υπόλοιπα την περιφερειακή ζώνη.
Η προστασία και διαχείριση του Εθνικού Δρυμού Οίτης και της ευρύτερης περιοχής του όρους έχει ανατεθεί στο Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Οίτης, Κοιλάδας Σπερχειού και Μαλιακού Κόλπου, που εποπτεύεται από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Ο ορεινός όγκος της Οίτης (ψηλότερη κορυφή του, ο Πύργος, υψόμετρο 2.152) καταλαμβάνει τμήματα των Περιφερειακών Ενοτήτων Φθιώτιδας και Φωκίδας.
Οι συνηθέστερες προσβάσεις προς την Οίτη είναι είτε από τα χωριά Καστανιά και Νεοχώρι (από το βορρά, μέσω Υπάτης) είτε από τα χωριά Παύλιανη και Πυρά (από το νότο). Η πρόσβαση σε όλες τις περιπτώσεις γίνεται μέσω χωματόδρομων μέτριας βατότητας και με ψηλό όχημα ή 4×4.
Η βόρεια πλευρά της Οίτης, στους πρόποδες της οποίας απλώνεται η κοιλάδα του Σπερχειού, εμφανίζει έντονο ανάγλυφο με απότομες πλαγιές και εντυπωσιακά φαράγγια, όπως του Γοργοποτάμου, του Κάκαβου, του Καμαριώτη, του Ροδοκάλου και του Γερακάρη. Μέσα στα φαράγγια αυτά κρύβονται μικροί ή μεγαλύτεροι καταρράκτες, όπως ο Κρεμαστός, που θεωρείται ο μεγαλύτερος της Στερεάς Ελλάδας.
Ανατολικά βρίσκεται το φαράγγι του ποταμού Ασωπού, που αποτελεί και το φυσικό όριο μεταξύ Οίτης και Καλλιδρόμου, ενώ δυτικά βρίσκεται ο αρχαίος ποταμός Ίναχος (Βίστριζα), που διαχωρίζει την Οίτη από το γειτονικό όρος Γουλινά.
Τέλος, στη νότια πλευρά, όπου το τοπίο γίνεται πιο ήπιο και η μετάβαση από τα ψηλότερα στα χαμηλότερα υψόμετρα είναι ομαλότερη, η Οίτη γειτνιάζει με τα Βαρδούσια (νοτιοδυτικά) και την Γκιώνα (νοτιοανατολικά).
Η Οίτη, ιδίως από την ανατολική και τη βόρεια πλευρά της, δίνει την εντύπωση ενός δύσβατου ορεινού όγκου. Όμως, όσοι και όσες έχουν την τύχη να βρεθούν στην καρδιά της αντικρίζουν μια διαφορετική εικόνα, με λιβάδια κατάφυτα από αγριολούλουδα, στα οποία σχηματίζονται εποχικές λιμνούλες.
Στην Οίτη συναντώνται πολυάριθμες πηγές και παραδοσιακές βρύσες, καθώς και αρκετά ρέματα, μικρά και μεγάλα. Εξάλλου, τρία σημαντικά ποτάμια πηγάζουν από τα οροπέδια της Οίτης: από τα ανατολικά ο Γοργοπόταμος και ο Ασωπός και από τα δυτικά ο αρχαίος Ίναχος (Βίστριζα).
Ως προς τη βλάστηση, στην Οίτη κυριαρχούν τα δάση κεφαλληνιακής ελάτης, ενώ μικρή αλλά όχι ασήμαντη έκταση καταλαμβάνουν τα δάση των φυλλοβόλων δρυών, καθώς και τα μικτά δάση δρυών και ελάτης στα νότια και δυτικά τμήματα του ορεινού όγκου.
Η παραποτάμια βλάστηση ακολουθεί τα ρέματα και τα ποτάμια, συνίσταται δε από πλατάνια, ιτιές και σκλήθρα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Οίτη έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής 1.149 είδη και υποείδη φυτών (εκτιμάται ότι ξεπερνούν τα 1.250). Η Οίτη φιλοξενεί, επίσης, ένα μεγάλο σχετικά αριθμό ενδημικών φυτικών ειδών της Ελλάδας και των Βαλκανίων, ενώ έχουν καταγραφεί και δύο τοπικά ενδημικά είδη.
Τα είδη που αποτελούν την πανίδα της Οίτης σχετίζονται στην πλειονότητά τους με τα εκτεταμένα δάση κεφαλληνιακής ελάτης που καλύπτουν το βουνό. Τα δάση αυτά φιλοξενούν ποικίλα θηλαστικά και πτηνά, πολλά από τα οποία είναι μάλλον κοινά και ευρέως διαδεδομένα είδη στα ελληνικά βουνά.
*Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο του παρόντος άρθρου προέρχονται στο σύνολό τους από τον ιδιαίτερα κατατοπιστικό διαδικτυακό τόπο του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Οίτης, Κοιλάδας Σπερχειού και Μαλιακού Κόλπου (oiti.gr).
**Πηγή: in.gr.