Νομοσχέδιο υπουργείου Παιδείας: ένα ακόμη βήμα προς το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο

3784
τουρκία

Το Σχέδιο Νόμου που κατέθεσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στη Βουλή και αφορά ζητήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς τη λογική και πρακτική του επιχειρηματικού πανεπιστημίου, την εμπορευματοποίηση της μόρφωσης και την προσαρμογή της εκπαίδευσης στις κατευθύνσεις της ΕΕ και των «εργαλειοθηκών» του ΟΟΣΑ.

Σε μια συγκυρία όπου τα εισοδήματα των λαϊκών τάξεων παραμένουν δραματικά συρρικνωμένα και αναμένονται και νέες μειώσεις τους, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έρχεται να όχι απλώς να θεσμοθετήσει αλλά και να επιβάλει τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά. Η πρόνοια για απαλλαγή από τα δίδακτρα των πολύ φτωχών φοιτητριών/τών λειτουργεί απλώς ως το νομιμοποιητικό άλλοθι για την ουσία που είναι η γενίκευση των «τελών φοίτησης». Αντί να ικανοποιήσει το καθολικό αίτημα για κατάργηση των διδάκτρων, που σε ορισμένα πανεπιστήμια (π.χ. Οικονομικό Πανεπιστήμιο) είναι υπέρογκα, έρχεται και προλειαίνει το έδαφος για να αποκτήσουν δίδακτρα και όσα μεταπτυχιακά δεν είχαν. Και όλα αυτά την ώρα που όλο και περισσότεροι φοιτητές αντιμέτωποι με την εργασιακή ανασφάλεια επιδιώκουν να αναβαθμίσουν τα προσόντα τους προχωρώντας και σε μεταπτυχιακές σπουδές.

Ουσιαστικά, με έναν κυνικό τρόπο η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την οικονομική ασφυξία των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ για να τα εξωθήσει σε πρακτικές ανταποδοτικές με την ελπίδα ότι έτσι θα μπορέσουν να καλύψουν κάποια έξοδα και να προσφέρουν κάποιες επιπλέον αμοιβές στους διδάσκοντες. Την ίδια στιγμή, η καθιέρωση σχεδόν υποχρεωτικών «τελών φοίτησης» στις προπτυχιακές σπουδές προλειαίνει το έδαφος για επιβολή διδάκτρων στο σύνολο των πανεπιστημιακών σπουδών.

Δεν είναι τυχαίο ότι το νομοσχέδιο προβλέπει τη διοργάνωση προγραμμάτων Δια Βίου μάθησης, προγραμμάτων εξ αποστάσεως διδασκαλίας, διετών προγραμμάτων για αποφοίτους ΕΠΑΛ, παραρτημάτων στο εξωτερικό, όπου σε όλα θα μπορούν να επιβληθούν δίδακτρα. Κοινώς, διαμορφώνεται ένα τοπίο όπου η κρατική χρηματοδότηση θα βαίνει διαρκώς μειούμενη και την ίδια ώρα τα ιδρύματα θα εξωθούνται να διαμορφώνουν πλήθος προγραμμάτων και εκπαιδευτικών διαδικασιών με δίδακτρα για να μπορούν να συμπληρώνουν το εισόδημά τους.

Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ήδη προχωράει και το σχέδιο για δανεισμό των Πανεπιστημίων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Τα δάνεια αυτά, που προβάλλονται επίσης ως λύση απέναντι στη χρηματοδοτική ασφυξία που έφεραν οι μνημονιακές πολιτικές, στο τέλος θα επιβαρύνουν τα ιδρύματα που με τη σειρά τους θα μεταφέρουν, αργά ή γρήγορα, το κόστος στις πλάτες των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών.

Άλλωστε, το τι σημαίνει εκπαιδευτικός σχεδιασμός σε συνθήκες λιτότητας και κυριαρχίας νεοφιλελεύθερων λογικών το δείχνουν οι προβλέψεις του νόμου για νέο συγχωνεύσεων Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, αλλά και η πρόβλεψη ότι οι νέοι Οργανισμοί θα προβλέπουν όχι μόνο τη σύσταση αλλά και την κατάργηση θέσεων διδακτικού και λοιπού εκπαιδευτικού και εργαστηριακού προσωπικού.

Την ίδια στιγμή τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ παραμένουν δραματικά υποχρηματοδοτημένα αλλά και υποστελεχώμενα, με την κυβέρνηση να προσπαθεί να καλύψει τις τεράστιες ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό που υπάρχουν με κάθε είδους λύσεις-μπαλώματα: από τη διατήρηση σε ενεργό δράση των ομότιμων καθηγητών μέχρι τις κάθε λογής αναθέσεις διδασκαλίας στο εργαστηριακό προσωπικό ή τα «προγράμματα διδακτικής εμπειρίας».

Από την άλλη, η θεσμική οχύρωση των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) που επιχειρεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αποτελεί ένα ακόμη βήμα στην επιχειρηματική λειτουργία των Πανεπιστημίων. ΟΙ ΕΛΚΕ, με το διαρκές κυνήγι προγραμμάτων και ερευνητικών προγραμμάτων αλλά και όλο το φάσμα των ανταποδοτικών πρακτικών μετατρέπονται σε κεντρική πλευρά της οικονομικής λειτουργίας των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ, αναπαράγοντας μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για την ανώτατη εκπαίδευση που δίνει έμφαση στα άμεσα και μετρήσιμα αποτελέσματα και τις εμπορεύσιμες δραστηριότητες και όχι στην παραγωγή γνώσης και την ενίσχυση του κριτικού διαλόγου για τα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να δώσει «αριστερό» άλλοθι στο νομοσχέδιο προβάλλοντας ορισμένες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο που καθιερώθηκε μετά το «νόμο Διαμαντοπούλου» το 2011, όπως είναι η κατάργηση των Συμβουλίων Ιδρύματος, η επαναφορά του «ακαδημαϊκού ασύλου» και η μερική επαναφορά της φοιτητικής συμμετοχής. Όμως, την πραγματικότητα δεν πρόκειται για μεγάλες ανατροπές. Ως προς τα Συμβούλια Ιδρύματος, ούτως ή άλλως είχαν καταστεί ανενεργά και την εκπροσώπηση του επιχειρηματικού αυταρχικού πανεπιστημίου μια χαρά την έκαναν διάφορες πρυτανικές αρχές (πιο πρόσφατο παράδειγμα η προσπάθεια του Πολυτεχνείου Κρήτης που θέλει να κλείσει ένας ζωντανός χώρος, η κατάληψη Rossa Nera για να μπορέσει να «αξιοποιήσει» το κτίριο). Ως προς το άσυλο, δεν μιλάμε για επιστροφή σε μια ισχυρή έννοια πανεπιστημιακού ασύλου, που να καλύπτει συνολικά την ελεύθερη πολιτική και κινηματική δράση και τη διακίνηση ιδεών, αλλά για μια πιο στενή έννοια «ακαδημαϊκού ασύλου» που αφορά την προστασία της διδασκαλίας και της έρευνας. Όσο για τη φοιτητική συμμετοχή αυτή επανέρχεται κουτσουρεμένη: δεν αφορά τις εκλογές οργάνων, είναι σε ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό και αποδεσμεύεται από τους φοιτητικούς συλλόγους και τις διαδικασίες τους (συνελεύσεις, εκλογές) δηλαδή τα όργανα του φοιτητικού κινήματος. Είναι εμφανής εδώ ο φόβος ότι μια ισχυρή παρουσία των φοιτητών θα λειτουργούσε ως εμπόδιο απέναντι στα σχέδια επιχειρηματικής αναδιάρθρωσης των πανεπιστημίων αλλά και θα αποτελούσε αντίβαρο στον αυταρχισμό που έχουν επιδείξει διάφορες πανεπιστημιακές διοικήσεις τα τελευταία χρόνια.

Σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας, όπου συσσωρεύονται προβλήματα (υποχρηματοδότηση, υποστελέχωση, εξάρτηση από ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και την τεχνοκρατική και νεοφιλελεύθερη λογική τους, μαζική φυγή πτυχιούχων και ερευνητών στο εξωτερικό) και όπου οι δυνάμεις της αγοράς αλλά και οι δανειστές πιέζουν για ακόμη μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση και ανταποδοτικότητα, το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας έρχεται να πάρει σαφή θέση υπέρ της λογικής και πρακτικής του επιχειρηματικού πανεπιστημίου και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών για την ανώτατη εκπαίδευση. Δεν πρόκειται να λύσει τα μείζονα προβλήματα, ενώ θα επιδεινώσει καταστάσεις.

Τη λύση για την ανώτατη εκπαίδευση δεν θα τη δώσουν νομοσχέδια βγαλμένα από τη «διαπραγμάτευση» με τους «θεσμούς», ούτε οι «εργαλειοθήκες» του ΟΟΣΑ. Τη λύση θα τη δώσει ο αγώνας. Οι μαχόμενες αριστερές δυνάμεις του φοιτητικού κινήματος, οι πανεπιστημιακοί που αρνούνται τη λογική «η δουλειά να γίνεται», τα μαχόμενα τμήματα των διοικητικών υπαλλήλων, πρέπει να δουλέψουν στην κατεύθυνση του πιο πλατιού αγωνιστικού μετώπου, τόσο στο εσωτερικό των ιδρυμάτων όσο και προς την κοινωνία, τα άλλα κινήματα της εκπαίδευσης, τους γονείς, τους εργαζομένους. Για μια πραγματικά δημόσια και δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση, πραγματικά δημοκρατική, προσανατολισμένη στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και όχι στην επιχειρηματική έρευνα και την παραγωγή φθηνής και χειραγωγημένης εργατικής δύναμης όπως απαιτούν η ΕΕ και οι δυνάμεις του κεφαλαίου, ικανή να συνεισφέρει στη χάραξη ενός άλλου δρόμου για την ελληνική κοινωνία σε ρήξη με τη μνημονιακή επιτροπεία και το ευρωσύστημα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας