Νοεμβριανά 1916: Οι βενιζελικοί επίστρατοι και η τρομοκρατία στη Βόρεια Ελλάδα

2437
περιουσίας

Βία και τρομοκρατία δεν άσκησαν μόνο οι βασιλικοί  τις μέρες του Διχασμού. Κι ούτε μόνο αυτοί συγκρότησαν παρακρατικές ομάδες. Το ίδιο έκαναν και οι βενιζελικοί στο μέρος του ελληνικού κράτους που εξουσίαζαν, μετά το κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη. Βίαιη επιστράτευση, κακοποιήσεις και εκτελέσεις αντιπάλων από παλληκαράδες αξιωματικούς επικεφαλής στρατιωτικών τμημάτων, που δρούσαν σε συνεργασία με παρακρατικές ομάδες πολιτών ήταν συχνά φαινόμενα στη Βόρεια Ελλάδα , εκείνες τις μέρες του 1916.

Οι βενιζελικοί προσπάθησαν να οργανώσουν  κι αυτοί  μαζικές παραστρατιωτικές ομάδες επιστράτων με πυρήνες από στρατιωτικούς ,  στη Βόρεια Ελλάδα και στα νησιά που ήλεγχαν. Δεν μπόρεσαν όμως να πετύχουν τη μαζικότητα των βασιλικών επιστράτων, ούτε και να φτάσουν το επίπεδο οργάνωσής τους. Και η κυριώτερη αιτία γι’ αυτό ήταν πως οι βενιζελικοί μιλούσαν για συμμετοχή στον  πόλεμο, κάτι που όπως ήταν φυσικό δεν συγκινούσε τον απλό λαό που δεν είχε καμιά όρεξη να πάει να σκοτωθεί στο σφαγείο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, για χάρη των αγγλογάλλων.

Οι «Βούλγαροι των Αθηνών», οι «εθνικοί παλμοί» και οι «ελπίδες της φυλής»

Ο στρατηγός Δαγκλής

Τον Ιούλιο του 1916, ένα μήνα μετά την ίδρυση των βασιλικών επιστράτων, με πρωτοβουλία στελεχών της βενιζελικής παράταξης ιδρύθηκε ο «Εθνικός Σύνδεσμος Επιστράτων» με πρόεδρο το στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή. Ο φιλοβενιζελικός Τύπος χαιρέτισε την ίδρυση του Συνδέσμου καθώς συγκέντρωνε «όλους τους εθνικούς παλμούς και τις ελπίδες της φυλής».

Xαρακτηριστικό για την ιδεολογία και τους στόχους του Συνδέσμου είναι το ψήφισμα  του «Εθνικού Συνδέσμου Επιστράτων Σερρών» που ψηφίστηκε σε γενική συνέλευση στις 31.7.1916. Είχε προηγηθεί η  παραχώρηση από την βασιλική  κυβέρνηση των Αθηνών της περιοχής ανατολικά του Στρυμόνα για τις επιχειρήσεις του βουλγαρικού στρατού κατά της Αντάντ. Το ψήφισμα  δημοσιεύθηκε στη βενιζελική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Μακεδονία» στις 17.8.1916 με τίτλο «ΤΗΝΔΕ ΠΟΛΙΝ ΠΑΡΕΔΩΣΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΝ ΘΗΡΙΩΔΙΑΝ-ΕΝ ΥΠΕΡΟΧΟΝ ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΩΝ ΣΕΡΡΑΙΩΝ ΕΠΙΣΤΡΑΤΩΝ». Στο εισαγωγικό σημείωμα η εφημερίδα το χαρακτηρίζει «ως ελάχιστον τεκμήριον της σφυζούσης ελληνικής ψυχής της περιμαχήτου ταύτης πόλεως, ην τόσον προδοτικώς παρέδωσαν οι Βούλγαροι των Αθηνών εις τους βουλγάρους της Σόφιας». Το κείμενο του ψηφίσματος:

«Οι εθνικοί επίστρατοι Σερρών εμφορούμενοι υπό της πολιτικής του Γένους διαθήκης, ην έγραψε επί της πύλης του Ρωμανού διά του τιμίου αυτού αίματος ο τελευταίος Έλλην Αυτοκράτωρ δι’ ης και μόνης ανέστη το γένος, εδοξάσθη και ελαμπρύνθη και πάλαι και προσφάτως και δι’ ης και μόνης είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή η προφητεία των πατέρων μας ειπόντων: “Πάλιν με χρόνια με καιρούς πάλιν δικά Σας είναι”.

Δηλούσιν ότι η ψυχή αυτών δεν επτοήθη ούτε από τους κινδύνους και τας θυσίας των δύο ενδόξων πολέμων 1912 – 1913, ούτε από τας κακοπαθείας της τελευταίας αμάχου επιστρατεύσεως, ώστε χάριν του σαρκίου και προσκαίρου ατομικής αυτών ησυχίας να απαρνηθώσιν εθνικούς πόθους ή να εγκαταλείψωσιν εις απλήστους γείτονας εδάφη αιματοβαφή προσφάτως απελευθερωθέντα, αλλ’ ότι είναι πρόθυμοι να σπεύσωσιν υπό τα όπλα οπόταν η φωνή της Πατρίδος τους καλέση, μη λησμονούντες ότι συμφώνως προς τον στρατιωτικόν αυτών όρκον, οφείλουσιπίστιν εις τον Συνταγματικόν Βασιλέα των Ελλήνων, αλλά και υπακοήν εις τους νόμους.

H φιλοβενιζελική «Μακεδονία» στις 17.8.1916: « Αλλοίμονον εις εκείνους οι οποίοι θα θελήσουν να τνιταχθούν εις την ομόφωνον πλέον ΦΩΝΗΝ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, Ηοποία εις την περίστασιν αυτήν θα είναι περισσότερον πάσης άλλης, ΟΡΓΗ ΘΕΟΥ!

Αποδοκιμάζουσι δε τους ολίγους εκείνους των συναδέλφων αυτών, οίτινες, επιλήσμονες των εθνικών παραδόσεων και του δευτέρου μέρους του στρατιωτικού αυτών όρκου, προσπαθούσι να δηλητηριάσωσι την εθνικήνψυχήν, κηρύσσοντες εν παντί και διά παντός τρόπου την  αποφυγήν της επιστρατεύσεως εν ώ ακριβώς διά του τρόπου των τούτου, ατυχή πόλεμον και τα μέγιστα των δεινών παρασκευάζουσιν εις την Πατρίδα, ενθαρρύνοντες και αποθρασύνοντες τους εχθρούς αυτής, και το χείριστον, προβάλλοντες την ενέργειάν των ταύτην υπό το ψευδές ένδυμα αφοσιώσεως προς τον Βασιλέα ωσεί η Τιμή και η Δόξα του Βασιλέως των Ελλήνων να είναι δυνατόν να νοηθή άνευ της τιμής, της δόξης και του μεγαλείου του Ελληνικού Έθνους και άνευ της επιδιώξεως των αιωνοβίων αυτού εθνικών πόθων».

Τα παζάρια των «πατριωτών»

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εκείνη την εποχή που οι κατηγορίες για «προδότες», «Βουλγάρους των Αθηνών», «πράκτορες των ξένων» έδιναν και έπαιρναν και οι δυό οι παρατάξεις των αστών παζάρευαν με τους ξένους συμμάχους τους ( τους γερμανούς οι βασιλικοί, τους αγγλογάλλους οι βενιζελικοί) τμήματα του ελληνικού εδάφους. Οι βασιλικοί παραχώρησαν την Ανατολική Μακεδονία για τις επιχειρήσεις των Βουλγάρων κατά της Αντάντ και επέτρεψαν την κατάληψη ελληνικών πόλεων από το βουλγαρικό στρατό. Ο Βενιζέλος, που κάλεσε τις δυνάμεις της Αντάντ να μπουν στη Μακεδονία και να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη, παζάρευε την παραχώρηση της Καβάλας, της Χρυσούπολης ( Σαρι Σαμπάν) και της Δράμας στη Βουλγαρία για να  ενταχθεί στην Αντάντ, με εδαφικά ανταλλάγματα που θα έδιναν, τάχα μου οι δυνάμεις της Αντάντ, στην Ελλάδα στη Μικρά Ασία (Γ. Κορδάτου «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», οπ.π. σ. 419,420,429,433).

Σε ένα από τα υπομνήματα του Βενιζέλου προς τον Κωνσταντίνο, στις αρχές του 1915,  πριν από την παραίτησή του αναφέρονται και τα εξής:

«…δε θα εδίσταζα, όσον οδυνηρά και αν είναι η εγχείρησις, να συμβουλεύσω την θυσίαν της Καβάλας, όπως διασωθεί ο εν Τουρκία Ελληνισμός και ασφαλισθή η δημιουργία αληθούς μεγάλης Ελλάδος, περιλαμβανούσης πάντας σχεδόν τας χώρας, εις τας οποίας ο Ελληνισμός έδρασε κατά την μακραίωνη αυτού ιστορίαν(…)

Εάν η γνώμη μου αύτη εγίνετο δεκτή, θα έπρεπε διά της παρεμβάσεως των Δυνάμεων της Τριπλής Συνεννοήσεως να ασφαλισθή ότι η Βουλγαρία θ’ ανελάμβανε να εξαγοράση τας περιουσίας πάντων εκείνων των κατοίκων του παραχωρηθησομένου αυτή τμήματος όσοι θα ήθελον να μεταναστεύσωσι εντός των ορίων της Ελλάδος…».

Τόσο πατριώτες όλοι τους. Όσο για το πόσο ειλικρινείς ήταν στις υποσχέσεις τους οι μεγάλοι σύμμαχοι του Βενιζέλου φάνηκε εφτά χρόνια μετά με την καταστροφή του μικρασιατικού Ελληνισμού.

Η τρομοκρατία των βενιζελικών

Κρητοχωροφύλακες στη Θεσσαλονίκη της «Εθνικής Άμυνας».

Αφού δεν έγινε δυνατή η μαζικοποίηση των βενιζελικών Συνδέσμων Επιστράτων τη δουλειά του «σωφρονισμού» των αντιπάλων ανέλαβαν κυρίως στρατιωτικά  τμήματα και οι κρητοχωροφύλακες, οι  πραιτωριανοί του Βενιζέλου.

 

 

Ο Παύλος Γύπαρης, ο αρχηγός των τραμπούκων του βενιζελισμού.

Kι από κοντά βέβαια, όπου υπήρχαν , ομάδες με ξεκάθαρα παρακρατικά χαρακτηριστικά, και με επικεφαλής κάτι τύπους παλληκαράδες, «μακεδονομάχους» σαν τον Παύλο Γύπαρη, σωματοφύλακα του Βενιζέλου, που η Εθνική Άμυνα του έδωσε και αξίωμα για να έχει κύρος, τον ονόμασε αξιωματικό.

Ο Γύπαρης είχε οργανώσει και βενιζελικό παρακρατικό σώμα στην Αθήνα στα τέλη του 1915 και στις αρχές του 1916. Αρκετά από τα μέλη του συνδέονταν με τις γαλλικές και τις εγγλέζικες μυστικές υπηρεσίες και στη διάρκεια των «Νοεμβριανών» αποτέλεσαν ένα από τους πρώτους στόχους των βασιλικών επιστράτων. Μετά τα «Νοεμβριανά» οι περισσότεροι κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη ( Γιάννης Μουρέλος «Τα «Νοεμβριανά» του 1916, οπ.π., σ.199-207).

Ο Βενιζέλος μετά την εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου και την  επιστροφή του στην Αθήνα το 1917, τοποθέτησε το Γύπαρη διοικητή του διαβόητου Σώματος Ασφαλείας, μιας μυστικής αστυνομίας , για την καταδίωξη των αντιπάλων του (σ.σ.: Το 1920 ο Γύπαρης έδωσε τη διαταγή για την εκτέλεση του Ίωνα Δραγούμη. Στον Εμφύλιο Πόλεμο, μετά την κατοχή, πρωταγωνίστησε στις διώξεις και την άγρια τρομοκρατία κατά των κομμουνιστών).

Τα γεγονότα της Χαλκιδικής

Η  επιστράτευση σε όλες τις περιοχές του βενιζελικού κράτους της Εθνικής Άμυνας, ήταν απαίτηση της Αντάντ που επείγονταν για τη συγκρότηση στρατού, ο οποίος  θα πολεμούσε γερμανούς και βουλγάρους στο μακεδονικό μέτωπο. Και οι αξιωματικοί της Άμυνας έσπευσαν να υλοποιήσουν την εντολή του γάλλου στρατηγού Σαράιγ χωρίς χρονοτριβή.

Ο Γεώργιος Κονδύλης οργάνωσε στη δεκαετία του ’30 τα παραστρατιωτικά φασιστικής έμπνευσης  σώματα των Κυνηγών, με πρόσχημα την πάταξη της ληστείας

Δύο μήνες πριν από τα Νοεμβριανά στην Αθήνα, στις 7 του Σεπτέμβρη του 1916 έφτασε στη Χαλκιδική ένα απόσπασμα 200 ανδρών. Επικεφαλής τους ήταν ο  λοχαγός Γεώργιος Κονδύλης, ο «Κεραυνός», όπως τον αποκαλούσαν στη δεκαετία του ’20 στο βενιζελικό στρατόπεδο( σ.σ.: Ο στρατιωτικός που θα αναμιχθεί σε όλα τα προνουνσιαμέντα του μεσοπολέμου, και θα γίνει δυό φορές πρωθυπουργός μετά από κινήματα, για να καταλήξει στο τέλος ο άνθρωπος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην παλινόρθωση της βασιλείας το 1935. Όμως ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ευγνωμονώντας τον, τον πέταξε σαν στημένη λεμονόκουπα μετά την επιστροφή του. Και ο Κονδύλης πικραμένος από τη βασιλική αχαριστία εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο τον Ιανουάριο του 1936).

Η Χαλκιδική ήταν μια περιοχή με πλειοψηφία των αντιβενιζελικών και με όλους τους βουλευτές της που είχαν εκλεγεί στις τελευταίες εκλογές του Δεκέμβρη του 1915 από τις οποίες απείχαν οι βενιζελικοί, να ανήκουν στο κόμμα του Δημητρίου Γούναρη . Όταν, λοιπόν, έφτασαν στη Γαλάτιστα οι «Αμυνίτες» οι ντόπιοι αρνήθηκαν να επιστρατευτούν και ο Κονδύλης έδωσε διαταγή να συλλάβουν τους προκρίτους και να τους φυλακίσουν αφού προηγουμένως τους διαπόμπευσαν στους δρόμους έχοντας κρεμασμένες στους λαιμούς τους ταμπέλες που έγραφαν «προδότης» ( σ.σ.: Για την εκστρατεία του Κονδύλη στην Χαλκιδική   το αθηναικό φιλοβασιλικό «Εμπρός» στις 10.9.1916 είχε  τίτλο « Το πάθημα ενός στρατολόγου». Λίγα εικοσιτεράωρα μετά, στις 14.9.  η άλλη φιλοβασιλική εφημερίδα της Αθήνας «Σκριπ» έγραψε με πανηγυρικό τόνο πως ο Κονδύλης σκοτώθηκε στις συμπλοκές στη Χαλκιδική) .

Επόμενος σταθμός ήταν ο Πολύγυρος όπου ο Κονδύλης κατάσχεσε το επαρχιακό ταμείο. Όμως τον ειδοποίησαν  πως βασιλικοί επίστρατοι είχαν αφοπλίσει τους άνδρες του στη Γαλάτιστα. Αμέσως επέστρεψε εκεί και με ενισχύσεις που του έστειλαν από τη Θεσσαλονίκη χτύπησε τους ανοργάνωτους βασιλικούς επίστρατους σε μάχη με 11 νεκρούς.Μετά την ανακατάληψη της Γαλάτιστας ο Κονδύλης εκτέλεσε τρεις βασιλικούς επίστρατους, φυλάκισε 20 πολίτες, ανάμεσά τους και το βουλευτή Ιωάννη Τραιανό, κι επικήρυξε στις 11 του Σεπτέμβρη, έξι ντόπιους τονίζοντας:

«Εις εκείνον όστις θα φονεύση ή θα καταδώση εις τον στρατόν μας έναν επικηρυγμένον τούτων, θα δοθεί αμοιβή δραχμών 1000. Αι οικίαι των επικηρυγμένων θα κατεδαφισθώσιν εντός της σήμερον και η περιουσία των θα δημευθεί και αι οικογένειαί των θα απελαθώσι. Απαγορεύεται προς πάντας τους κατοίκους της Χαλικιδικής να χαιρετώσι, προστατεύωσι και τροφοδοτώσι τους επικηρυσσομένους. Ο παραβάτης της παρούσης θα υποστή την βαρυτέραν των ποινών».

Γάλλοι στρατιώτες της Αντάντ στη Γαλάτιστα στις 2.4.1916.

Παρά τις απειλές, τη βία, τον αποκλεισμό της περιοχής για να πεινάσουν οι ντόπιοι και τους απαγχονισμούς προκρίτων στους οποίους προχώρησε  ο Κονδύλης η εκστρατεία  του δεν είχε τα αποτελέσματα που περίμεναν στη Θεσσαλονίκη. Έτσι τον ανακάλεσαν και στη θέση του έστειλαν τoν ταγματάρχη Μπαρτσώκα Παράλληλα σε μια ένδειξη καταλλαγής έστειλαν και 500 σακιά αλεύρι με τον Θεμιστοκλή Σοφούλη καλώντας τους φυγόστρατους να παρουσιασθούν. Σε έγγραφο του Μπαρτσώκα προς τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή που έστειλε από τον Πολύγυρο στις 13 του Γενάρη του 1917 αναφέρονται και τα εξής για τις συνέπειες του αποκλεισμού που επιβλήθηκε στη Χαλκιδική διαβάζουμε: «… Ο αποκλεισμός είναι καιρός να αρθή διότι χωρία τινά προ 10 ημερών τρέφονται με χόρτα και είναι φόβοςμη προκληθώσιν ασθένειαι»( Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή «Αναμνήσεις- Έγγραφα- Αληλογραφία- το Αρχείον του», τ. Β΄,σ. 196,197, επιμέλεια Ξ. Λυκοπαρίδη, Βιβλιοπωλείο Ε.Γ.Βαγιονάκη, Αθήνα 1965).

Πολλοί ξεγελάστηκαν και γύρισαν στα σπίτια τους. Όμως στις 17 Δεκεμβρίου εμφανίστηκε στον Πολύγυρο ο Παύλος Γύπαρης  έπιασε τους περισσότερους ενώ οι άνδρες του λεηλάτησαν την πόλη. Το ίδιο έγινε και στην Αρναία.

«Το χρέος του Ελληνισμού»

Από την πλευρά των βενιζελικών ιστορικών καταβλήθηκε προσπάθεια να υποβαθμιστεί η σημασία των γεγονότων στη Χαλκιδική. Ο βενιζελικός δημοσιογράφος Γεώργιος Βεντήρης μίλησε για «φαντασιώδεις φήμας περί εκατοντάδων απαγχονισθέντων, περί χιλιάδων βασανισθέντων και τυρρανισθέντων» και δικαιολόγησε τη βία που ασκήθηκε γιατί η Χαλκιδική είχε γίνει «αναρχούμενον στρατόπεδον» στο οποίο οι βουλευτές του κόμματος του Δημητρίου Γούναρη «συνέστησαν επιστρατικά στρατόπεδα». Παραδέχτηκε ωστόσο πως «συνέβησαν γεγονότα, άλλα θλιβερά, άλλα αξιοκατάκριτα». Αλλά όλα αυτά δικαιολογημένα στο κλίμα της εποχής: «Ερμηνεύονται όλα όταν ληφθή υπ’ όψιν ο φανατισμός του εμφυλίου πολέμου. Πάντως αι υπερβασίαι των στρατιωτών της Αμύνης δεν είχον αφορμή απάνθρωπα δήθεν ένστικτα…».

Όσο για τον Κονδύλη, αυτός, κατά τον Βεντήρη, ήταν απλά ένας πατριώτης αξιωματικός  που υποχρεώθηκε από τα γεγονότα να πάρει σκληρά μέτρα εκπληρώνοντας το «χρέος του Ελληνισμού» να φτιάξει στρατό για να πάνε να σκοτωθούν τα παιδιά του   για τα συμφέροντα των αγγλογάλλων: «… Ούτε ήτο δυνατόν να επιτρέψη ταύτας ανήρ των εθνικών υπηρεσιών και της πολιτικότητος του στρατηγού Κονδύλη ( σ.σ: Ο Βεντήρης τα έγραφε αυτά όταν πια ο Κονδύλης ήταν στρατηγός , ένας εκ των ισχυρών  ανδρών του μεσοπολέμου και «άρχοντας των προνουντσιαμέντων» της εποχής). Επεβλήθησαν αναποδράστως εκ της σφοδράς εξεγέρσεως των κατοίκων της Χαλκιδικής  και εκ του χρέους του Ελληνισμού  να συντάξη τάχιστα Εθνικόν στρατόν εναντίον των Βουλγάρων κατακτητών» (Γεωργίου Βεντήρη «Η Ελλάς του 1910-1920», οπ.π. σ. 318-321,).

« Ό,τι δεν έπαθε από τους Βουλγάρους το έπαθε από τους Ρωμιούς»

Στο στόχαστρο του βενιζελικού κράτους της Εθνικής Άμυνας βρέθηκαν ακόμη και μητροπολίτες που ήταν φιλοβασιλικοί. Πιάστηκαν , κακοποιήθηκαν και στάλθηκαν στη φυλακή. Ένας από αυτούς ήταν και ο δεσπότης  Σερβίων και Κοζάνης  Φώτιος , πρώην μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως και θείος του Οικουμενικού Πατριάρχη Φωτίου Β΄, που τον συνάντησε ο Βάρναλης στην Αίγινα το 1920, όπου ο ποιητής υπηρετούσε ως καθηγητής. Ο Βάρναλης, λοιπόν,  αφηγείται τις ταλαιπωρίες του γέροντα κληρικού που κακοποίησαν και ξεφτίλισαν οι κρητοχωροφύλακες του Βενιζέλου («Φιλολογικά απομνημονεύματα» , σ. 253-256, Κέδρος, Αθήνα 1980):

«… Μετά τους ανθελληνικούς διωγμούς του 1906, που ο μανιασμένος όχλος των «πατριωτών» (Βουλγάρων) κατέστρεψε την παλιά κι αξετίμητη βιβλιοθήκη της μητρόπολης, ο Φώτιος όπως και οι άλλοι τέσσερις Ρωμιοί δεσποτάδες στη Βουλγαρία, έφυγε. Στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο ο ελληνικός στρατός προχωρώντας στη Μακεδονία τόνε βρήκε δεσπότη Σερβίων και Κοζάνης και τον προσάρτησε στην εκκλησία του ελευθέρου ελληνικού κράτους. Στα 1916, όταν ο Βενιζέλος έκανε την «αντεπανάσταση» της Θεσσαλονίκης, ο Φώτιος ρίχτηκε στη φυλακή κι έφαγε χαστούκια από τους «πατριώτες» χωροφυλάκους του Βενιζέλου γιατί, λέει, μνημόνεψε στην εκκλησία τον προδότη βασιλιά!

Αυτό το περιστατικό του κόστισε πολύ. Κι έτσι έσπασε μέσα του ο ειρμός της λογικής και χάλασε το θυμητικό του. Κι ύστερα; Τί ύστερα! Αφού δεν καταλάβαινε τι του γίνεται, κι αφού δε μπορούσε να μ ιλήσει, έπαθε ό,τι είναι φυσικό να πάθει ένας τέτοιος ανυπεράσπιστος άνθρωπός μέσα σε μια ζούγκλα. Δηλαδή ό,τι δεν έπαθε από τους Βουλγάρους το έπαθε από τους Ρωμιούς. Του κλέψανε την κορώνα του, την πατερίτσα του, τα παράσημά του, τα χρυσά του άμφια κι όσα λεφτά είχε και στο τέλος ή δεν του έδινε σύνταξη η μητρόπολη ή του τα τρώγανε άλλοι!…».

Και ο Βάρναλης καταλήγει την αναφορά του στο Φώτιο χλευάζοντας  την υποκρισία των αστών ( κι από τις δυο πλευρές) της εποχής εκείνης:

«Απάνου στο χειμώνα πέθανε ο Φώτιος. Πέρασε από την ψεύτικη ζωή στην αληθινή χωρίς να το καταλάβει. Δεν ξέρω, αν τόνε θάψανε καθιστόν στην πολυθρόνα (σ.σ.: όπως έθαβαν τότε τους δεσποτάδες) ή πλαγιασμένον ανάσκελα στο κιβούρι. Αν τόνε θάψανε καθιστόν, σώθηκε. Σώθηκε κι αυτός και οι τύποι!

Θα μου πεις τώρα, τι σε νοιάζει εσένα κι ανακατεύεσαι στα εσωτερικά των παπάδων και των χωροφυλάκων. Ιστορία γράφω ο καημένος! Για να ξέρει μεθαύριο ο κόσμος ότι … οι άλλοι υπονομεύσανε τη θρησκεία, την οικογένεια κ.τ.λ».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας