24 Μαρτίου 1999. Οι στρατιωτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ ξεκινούν μία περίοδο ανελέητων βομβαρδισμών κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, βομβαρδισμοί που είχαν κατά κύριο στόχο τις περιοχές όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν σερβικής καταγωγής.
Σε ένα χωριό 1.500 κατοίκων, νοτιοδυτικά του Βελιγραδίου, ζει με την οικογένειά του, ο γεννημένος την 1η Αυγούστου του 1988 Νεμάνια Μάτιτς (Немања Матић / Nemanja Matić), ο οποίος έχει ήδη ξεκινήσει δειλά τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα, με προπονητή τον ίδιο του τον πατέρα.
Οι βομβαρδισμοί που θα διαρκέσουν μέχρι και τον Ιούνιο του ίδιου έτους θα μείνουν για πάντα χαραγμένοι στη συλλογική μνήμη του σέρβικου λαού. Ο Μάτιτς, ειδικά στην ευαίσθητη ηλικία της προεφηβείας, δεν θα αποτελέσει εξαίρεση, ακόμη και εάν το χωριό του δεν επλήγη από τους βομβαρδισμούς.
Ο Νεμάνια Μάτιτς είναι ένα παιδί του πολέμου. Ένα παιδί του πολέμου στη γειτονιά μας, τα Βαλκάνια. Ένα παιδί που στη νηπιακή ηλικία βίωσε τον εμφύλιο σπαραγμό.
Ένα παιδί που στην παιδική ηλικία, είδε τον εφιάλτη των σε ηλικία μεγαλυτέρων του να ξαναζωντανεύει όταν η χώρα τους βομβαρδιζόταν από το ΝΑΤΟ.
Κι αυτό δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Ούτε όταν από την ταπεινή Κόζιτσε της Σλοβακίας βρεθεί στα σαλόνια του Ρομάν Αμπράμοβιτς και της Τσέλσι.
Ούτε όταν από τη χλιδάτη συνοικία του κεντρικού Λονδίνου, μεταπηδήσει για μία τριετία στους αετούς της Λισαβώνας, πριν επιστρέψει πίσω στην Τσέλσι. Δεν το ξέχασε και όταν πήρε μεταγραφή στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Και δεν το ξέχασε, φυσικά, όταν το Σάββατο (03/11), στον αγώνα της Πρέμιερ Λιγκ, μεταξύ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και της Μπόρνμουθ (2-1) στο Ολντ Τράφορντ, οι παίκτες της γηπεδούχου ομάδας κλήθηκαν να φορέσουν εμφανίσεις με μία παπαρούνα, προς τιμήν των πεσόντων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και των Βρετανών στρατιωτών στο ΝΑΤΟ.
Ο διεθνής Σέρβος ποδοσφαιριστής, με δήλωσή του, αρνήθηκε να φορέσει τη συγκεκριμένη φανέλα, σημειώνοντας με έμφαση πως δεν πρόκειται να τιμήσει εκείνους που βομβάρδισαν τη χώρα του, τη Σερβία, την περίοδο των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ στη Σερβία το 1999.
Η απόφασή του αυτή δεν τιμωρήθηκε από την αγγλική ποδοσφαιρική ομοσπονδία, καθώς η «παπαρούνα» ήταν προαιρετική αλλά προκάλεσε αντιδράσεις στα βρετανικά μέσα ενημέρωσης και τα social media, με τον Μάτιτς να δέχεται πολλές πιέσεις να φύγει από τη Βρετανία.
Ο Μάτιτς βρήκε έναν σύμμαχο στον θρύλο του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου, το Ντούσαν Σάβιτς, που δήλωσε ότι «φυσικά οι δολοφόνοι υπερασπίζονται τον εαυτό τους. Το έκανε από τα βάθη της ψυχής του και μάλλον γνώριζε τις επιπτώσεις. Δε νομίζω ότι οι Βρετανοί θα του το συγχωρήσουν».
Όμως, ο Μάτιτς δεν περιορίζεται μόνο σε κινήσεις και πράξεις πολιτικού μεν, συμβολικού δε χαρακτήρα. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ένα δυσάρεστο γεγονός μονοπωλούσε την επικαιρότητα στη Σερβία.
Ένας τετράχρονος, ο Ντούσαν Τοντόροβιτς, με διαγνωσμένο από διετίας κακοήθη καρκίνο των επινεφριδίων, χρειαζόταν άμεσα να μεταβεί σε ειδική κλινική στη Βαρκελώνη, για να συνεχίσει τη θεραπεία του.
Η εκτίμηση του κόστους ανήρχετο στις 190.000-200.000 ευρώ, ποσό αδύνατο να καλυφθεί οικονομικά από την οικογένεια του μικρού. Το γεγονός αυτό ένωσε δύο ορκισμένους «εχθρούς»: τον Ερυθρό Αστέρα και την Παρτίζαν Βελιγραδίου.
Ωστόσο, το συγκεντρωθέν πόσο, με τη συνδρομή και του σερβικού κράτους, πάλι υπολειπόταν κατά 70.000 ευρώ. Το οποίο βρέθηκε ως δια μαγείας από δωρητή που επέλεξε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Η ανωνυμία αυτή διατηρήθηκε μέχρι το γεγονός της δωρεάς να πάρει διαστάσεις στη Σερβία, καθώς η θεραπεία του μικρού Ντούσαν είχε γίνει κάτι σαν εθνική υπόθεση για τους Σέρβους.
Τελικώς, ο πατέρας του τετράχρονου «υποχρεώθηκε» να αποκαλύψει τον δωρητή, καθώς οι φήμες στη χώρα οργίαζαν και απέδιδαν τη δωρεά σε κάποιον άλλον, ήδη γνωστό μας και παγκόσμιο αστέρα του αθλητισμού, τον παγκόσμιο πρωταθλητή στο τένις Νόβακ Τζόκοβιτς.
Όμως, αυτό που συγκλονίζει δεν είναι μόνο η δωρεά του Μάτιτς. Άλλωστε, πράξεις «φιλανθρωπίας» δεν είναι πρωτόγνωρες από αστέρες του αθλητισμού και των τεχνών ή «φιλάνθρωπους» επιχειρηματίες. Δεν είναι καν η επιλογή του Μάτιτς να θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Είναι το γεγονός πως ο Μάτιτς, ιδία πρωτοβουλία, είχε φροντίσει να καταθέσει απευθείας στον ειδικό λογαριασμό του νοσοκομείου το απαιτούμενο υπολειπόμενο πόσο. Και να μιλήσει απευθείας με τον διευθυντή του νοσοκομείου για να μην χαθεί πλέον ούτε δευτερόλεπτο πολύτιμο για τη θεραπεία του Ντούσαν.
Η είδηση πως ο Μάτιτς «κρυβόταν» πίσω από τη δωρεά μάλλον δεν προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στην πατρίδα του, τη Σερβία και πολύ περισσότερο, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Βρέλο.
Η προσφορά του στον τόπο που μεγάλωσε αλλά και την ευρύτερη περιοχή είναι ανυπολόγιστη. Ο Μάτιτς έχει συνεισφέρει οικονομικά σε μία σειρά από υποδομές στην περιοχή που περιλαμβάνουν, πέραν των προφανών αθλητικών, σχολεία, πυροσβεστικές εγκαταστάσεις, εκκλησίες και ο κατάλογος είναι μακρύς.
Ακόμη περισσότερο, ο Μάτιτς αναλαμβάνει τις οφειλές για τα αναγκαία ψώνια των συγχωριανών του που υστερούν οικονομικά. Και σα να μην έφτανε αυτό, όντας ουσιαστικά ο ιδιοκτήτης δύο ποδοσφαιρικών ομάδων της περιοχής, ο Μάτιτς εξασφαλίζει τα προς το ζην τουλάχιστον 50 οικογενειών.
Ο Νεμάνια Μάτιτς είναι ένα παιδί του πολέμου. Παραμένει ένα παιδί του πολέμου, στα κλεισμένα τριάντα του χρόνια. Και είναι βέβαιο, πως θα παραμείνει ένα παιδί του πολέμου, όποια κι αν είναι η βιολογική του ηλικία.
Ένα παιδί που δεν σπούδασε είτε γιατί δεν μπόρεσε είτε γιατί προτίμησε κάτι να κάνει κάτι «ανόητο» όπως να κλωτσάει μία μπάλα. Ένα παιδί από το Βρέλο που βρέθηκε στη Σλοβακία μόλις στα 19 του χρόνια για να εργαστεί σε αυτό έμαθε να κάνει. Ένα παιδί του πολέμου που βρέθηκε στα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά σαλόνια.
Όμως, όπως φαίνεται, έμαθε κάτι πάρα πολύ μεγάλο, κάτι πάρα πολύ σπουδαίο. Ίσως είναι και ο λόγος που σε καμμία από τις δωρεές του, δεν έχει δεχθεί να μπει σε πλακέτα το όνομά του. Ούτε να δοθεί το όνομά του σε κάποιον δρόμο όπως του πρότεινε ο τοπικός δήμαρχος.
Έμαθε να είναι Άνθρωπος. Και για αυτό, έμαθε να αγαπάει τον Άνθρωπο. Ας ελπίσουμε να παραμείνει ο Νεμάνια Μάτιτς που γνωρίζουμε.