Πάνω στην σημερινή περίοδο που διανύουμε βαρύνουν με τα σωρευτικά τους αποτελέσματα τρεις μορφές ήττας του κινήματός μας, οι οποίες και εμποδίζουν μια πορεία ανάκαμψης του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Στην ιστορική διαδρομή που εκτείνεται από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, έχουν καταγραφεί τρία σημαντικά γεγονότα των οποίων οι συνέπειες δεν έχουν κατά κανέναν τρόπο ξεπεραστεί. Πρόκειται για : Την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με τον οποίο είχε συνδεθεί οργανικά το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα στο κύριο και κυρίαρχο μέρος του. – Τον εκφυλισμό του ριζοσπαστικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος που σηματοδοτήθηκε από την είσοδο στο προσκήνιο των εργοστασιακών σωματείων και των ομοσπονδιών της κοινής ωφέλειας, εξ αιτίας της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. – Τέλος την χρεοκοπία του κινήματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (και κατά μία έννοια της Αριστεράς εν γένει) που ενσαρκώθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, και ο οποίος αφού κατέλαβε την κυβερνητική εξουσία αποποιήθηκε το ίδιο του το πρόγραμμα, πέταξε σαν κουρελόχαρτο τις ίδιες του τις λαϊκές δεσμεύσεις.
Οι τρεις αυτές παράμετροι επιδρούν συνδυαστικά στο σημερινό κίνημα και ορίζουν τα περιορισμένα πλαίσια της επιρροής και της αποτελεσματικότητάς του : Το κίνημα της καθολικής λαϊκής χειραφέτησης ενός ρηξικέλευθου αντικαπιταλισμού δεν μπορεί να έχει αξιόλογη προοπτική, παρά ξεπερνώντας τις συνέπειες αυτών των τριών ηττών. Το πρώτο ζήτημα έχει να κάνει με το ίδιο το σοσιαλιστικό όραμα που διαδραματίζει καίριο ρόλο στην διαμόρφωση των λαϊκών συνειδήσεων αλλά και στην εμβέλεια του αριστερού κινήματος. – Το δεύτερο έχει να κάνει με την καταγραφόμενη σήμερα ολοσχερή αποψίλωση και παθητικοποίηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, πρωτίστως στην πλειοψηφική ιδιωτική καπιταλιστική παραγωγή, πράγμα που επιτείνεται τα μέγιστα από την υψηλή ανεργία και την πίεση που ασκεί ο εφεδρικός στρατός στην ενεργό εργασία. – Το τρίτο τέλος αφορά το πρόσφατο φαινόμενο της μνημονιακής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ που έχει αδρανοποιήσει ένα μεγάλο μέρος του εργαζόμενου κόσμου, και έχει να κάνει με τις μορφές υπόστασης της ίδιας της Αριστεράς.
Η κακοποίηση της σοσιαλιστικής επαγγελίας
Ξεκινώντας από την πρώτη μορφή ήττας του αριστερού κινήματος, δεν μπορεί κανείς παρά να διαπιστώσει ότι η ολοσχερής κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είχε καίριες συνέπειες στην επιρροή των κομμουνιστικών κομμάτων, οδηγώντας τα είτε στην περιθωριοποίηση, είτε στον ριζικό περιορισμό τους, πλήττοντας καθοριστικά το κύρος και την αξιοπιστία τους. Το ζήτημα βέβαια δεν ήταν η «κατάρρευση» αυτή καθ’ εαυτή, που υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα του 20ου αιώνα και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Το θέμα είναι ότι η ελληνική Αριστερά στις δύο κύριες εκφράσεις της, το ΚΚΕ από τη μια πλευρά και τον ΣΥΝ (και τον ΣΥΡΙΖΑ) από την άλλη πλευρά, ούτε μπόρεσε να ερμηνεύσει το χαρακτήρα και την φύση αυτών των καθεστώτων, ούτε να λειτουργήσει διαλεκτικά και διαφωτιστικά για τον εργαζόμενο λαό, ούτε και να προχωρήσει σε νέες μορφές συνθέσεων και αναφορών που να αποκαθιστούν τον ίδιο τον σοσιαλισμό, ο οποίος και βάναυσα δεινοπάθησε στη διάρκεια πολλών δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα στις ανατολικές χώρες.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι στα μάτια της μεγάλης πλειονότητας των εργαζομένων τάξεων στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, ο σοσιαλισμός ταυτίστηκε με ένα καθεστώς απεχθές, βασισμένο στην κυριαρχία της τεχνοκρατικής γραφειοκρατίας, στον πολιτικό δεσποτισμό, στην εκμετάλλευση και υποτέλεια της εργατικής τάξης, στην απουσία των πολιτικών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Μ’ αυτή την έννοια τα όρια επιρροής της Αριστεράς ήταν πλέον εξαιρετικά περιορισμένα, αδυνατώντας να αγκαλιάζουν ευρύτερα εργαζόμενα στρώματα. Το δυστύχημα είναι ότι και σήμερα, ένα τέταρτο και πλέον του αιώνα μετά το μεταίχμιο του 1989, το ΚΚΕ συνεχίζει να θεωρεί αυτά τα καθεστώτα ως μορφές σοσιαλιστικής κοινωνικής οργάνωσης, να υπεραμύνεται της φυσιογνωμίας τους (παρόλο που οι εργατικές τάξεις της ανατολής δεν κούνησαν καν το δαχτυλάκι τους για να τα υπερασπισθούν), πράγμα που εξ αντικειμένου λειτουργεί απωθητικά για τις λαϊκές τάξεις. Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΝ (και ο μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ) έκανε λόγο για σοσιαλισμό με «δημοκρατία και ελευθερία», υπονοώντας προφανώς ότι στα καθεστώτα αυτά λειτουργούσε μια ορισμένη σοσιαλιστική οικονομική υπόβαση, και εκείνο που κλωτσούσε ήταν η λειτουργία του εποικοδομήματος, όπου απουσίαζαν οι δημοκρατικές ελευθερίες.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις (και με την εξαίρεση ορισμένων μικρότερων αριστερών σχημάτων όπως π.χ. το ΝΑΡ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990), καταγράφεται ακόμη και σήμερα μια άνευ προηγουμένου ανεπάρκεια μαρξιστικής προσέγγισης αυτών των κοινωνιών, ανοιχτής εξήγησης στον λαϊκό κόσμο περί τίνος επρόκειτο, και διαχωρισμού της έννοιας του σοσιαλισμού από αυτό που τελικά υπήρξε το αντίστροφό του. Κι’ αυτό δεν ήταν άλλο από το γεγονός ότι ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», μετά τον εκφυλισμό της πρώτης περιόδου της οκτωβριανής επανάστασης, υπήρξε ένα καθεστώς δεσποτικού κρατικού καπιταλισμού, ο οποίος και έδωσε ιστορικά την θέση του στον νεοφιλελεύθερο ιδιωτικό καπιταλισμό. Ένα καθεστώς στερημένο της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, με μια εργατική τάξη ακρωτηριασμένη από τα πολιτικά και κοινωνικά της δικαιώματα, ένα σύστημα ιεραρχικού καταμερισμού της γνώσης και της εργασίας (ακόμη ισχυρότερο από ό,τι στον δυτικό καπιταλισμό), με καταπιεστικά χαρακτηριστικά της κυρίαρχης ταξικά τεχνοκρατικής γραφειοκρατίας στο σύνολο της κοινωνίας και των εκφράσεών της κλπ. Δεν ήταν το εποικοδόμημα αυταρχικό και αντιδημοκρατικό, αλλά ήταν και η υποδομή χαραγμένη με τα γνωρίσματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Μ’ αυτή την έννοια η Αριστερά δεν λειτούργησε επί μια σχεδόν τριακονταετία ως φορέας της κοινωνικής απελευθέρωσης των εργαζομένων, ως υποκείμενο καθολικής χειραφέτησης των πολιτών, ως οργανωτής μιας σοσιαλιστικής κοινωνικής προοπτικής. Αυτό είναι από τους θεμελιώδεις λόγους που το ελληνικό αριστερό κίνημα παραγκωνίσθηκε από την κυριαρχία του αστικού πολιτικού διπόλου συντηρητισμού και σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ). Οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση στο επίπεδο της συγκυρίας, με οποιαδήποτε ταξικά χαρακτηριστικά, και με οποιαδήποτε αντιμνημονιακή σηματοδότηση, δεν μπορεί να επιτύχει την διεύρυνσή του εφόσον το οραματικό του πεδίο καλύπτεται από πρότυπα «υπαρκτού σοσιαλισμού», ή του τραγελαφικού σοσιαλισμού «με ελευθερία και δημοκρατία», κι’ αυτό τα λαϊκά στρώματα το γνωρίζουν καλύτερα από οποιονδήποτε.
Από την εργατική ταξικότητα στον εργοδοτικό συνδικαλισμό
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, εκείνο που έχει καταγραφεί στη διάρκεια των δεκαετιών της μεταπολίτευσης είναι η προβολή στο προσκήνιο του εργοστασιακού και κοινωφελούς συνδικαλιστικού κινήματος (1974 – 1990) και η παραφθορά και μετάλλαξή του που επήλθε από την μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ στο πεδίο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού (1990 – 2012) : Η ήττα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας επόμενο ήταν να συμπαρασύρει και το ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα που είχε ιστορικά συνδεθεί μαζί της. Κι’ αυτό γιατί από την άλλη πλευρά το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα είτε είχε σταθεί εχθρικά προς τον εργοστασιακό συνδικαλισμό (ΚΚΕ), είτε λειτουργούσε απωθητικά (συμμαχία με την δημοκρατική αντιδικτατορική δεξιά του ΚΚΕ εσ.). Αυτό το κίνημα, που ήταν πλειοψηφικό στον εργατικό συνδικαλισμό, είχε φτάσει στο επίπεδο της διεκδίκησης της κοινωνικοποίησης και του εργατικού ελέγχου (ΓΕΝΟΠ /ΔΕΗ, ΟΒΕΣ, ΟΜΕ / ΟΤΕ, ΟΤΟΕ κλπ.), επιχειρώντας να συνδέσει την κίνηση της εργατικής τάξης με την σοσιαλιστική επαγγελία.
Η μεγάλη του δοκιμασία έγινε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, όταν βρέθηκε αντιμέτωπο με τον αρχόμενο κυβερνητικό μονεταρισμό, όπου αυτονομήθηκε από την επιρροή του ΠΑΣΟΚ, και επιχείρησε να αποκτήσει μια αυτοτελή συνδικαλιστική και πολιτική υπόσταση (ΣΣΕΚ). Ωστόσο αυτό το εγχείρημα είχε περιορισμένη διάρκεια, και δεν είχε την δυναμική και επάρκεια εκείνη να διαδραματίσει το ρόλο του εργατικού, κοινωνικού και πολιτικού, υποκειμένου και οδηγήθηκε στην επανενσωμάτωσή του στους μηχανισμούς της σοσιαλδημοκρατίας. Τελευταία του αναλαμπή οι μεγάλες κινητοποιήσεις στην τριετία της δεξιάς διακυβέρνησης (1990 – 93) για την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης των αστικών συγκοινωνιών της Αθήνας (ΕΑΣ).
Από εκεί και πέρα και σ’ όλα τα επόμενα χρόνια σταδιακά μετασχηματιζόταν μέχρι σήμερα σε μηχανισμό του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, υποκλινόμενο στις κατευθύνσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, μια πορεία παράλληλη με τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ. Αποδέχθηκε τη διαδικασία ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, το μακροχρόνιο πάγωμα των εργατικών μισθών, τη λογική της υιοθέτησης της δεκάωρης εργασίας, τη σταδιακή εφαρμογή του προγράμματος ιδιωτικοποίησης των δημόσιων επιχειρήσεων κλπ. Η τελευταία πράξη γενικής του ανάταξης στάθηκε η μαζική πανεργατική απεργία του Απριλίου 2001 για την προστασία της Κοινωνικής Ασφάλισης. Το εργατικό απεργιακό κίνημα απέναντι στο πρώτο μνημόνιο του 2010 – 12, ενώ είχε επιδείξει σημαντική ζωτιότητα, εντούτοις ποδηγετήθηκε από τον θεσμικό συνδικαλισμό της συναίνεσης στην εργοδοσία και την κυβέρνηση, οδηγώντας στην ήττα των απεργιακών κινητοποιήσεων. Εντούτοις η εργατική πλειονότητα της κοινωνικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας μετακινήθηκε πλέον προς τα «αριστερά», αναζητώντας μια αντιμνημονιακή πολιτική διέξοδο, την οποία ευαγγελίζονταν η Ριζοσπαστική Αριστερά.
Η παραφθορά και ο μετασχηματισμός αυτού του μεταπολιτευτικού εργατικού κινήματος (από τον λαϊκό ριζοσπαστισμό στον εργοδοτικό συνδικαλισμό), οδήγησε στην σταδιακή «απόσυρση» της εργατικής τάξης από το πολιτικό προσκήνιο, τη στιγμή που το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ από την άλλη πλευρά, βασιζόμενα σε έναν αποψιλωμένο κλαδικό συνδικαλισμό, αδυνατούσαν να εκφράσουν και να κινητοποιήσουν την εργαζόμενη πλειοψηφία. Η μαζική ανεργία η οποία εκλύθηκε από την κρίση καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης στα προηγούμενα χρόνια ήρθε κυριολεκτικά να επιφέρει το τελειωτικό χτύπημα στο πάλαι ποτέ ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα. Το γεγονός αυτό δημιούργησε το έδαφος για την εμπέδωση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στις ίδιες τις λαϊκές συνειδήσεις, αλλά και στην ιδιαίτερη ισχυροποίηση των μικροαστικών στρωμάτων της διανοητικής εργασίας και την εξάπλωση του εκσυγχρονισμού.
Μικροαστικός εκσυγχρονισμός και λαϊκός ριζοσπαστισμός
Η τρίτη μορφή της ήττας του ελληνικού κινήματος στάθηκε η σημερινή χρεοκοπία της κυβερνητικής διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ, με την έννοια ότι ενώ ο σχηματισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είχε καταγραφεί ως φορέας λαϊκών μεταρρυθμιστικών επιδιώξεων (κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων, απαλλαγή των λαϊκών στρωμάτων από την υπέρμετρη φορολόγηση, ματαίωση της αποκρατικοποίησης κοινωφελών επιχειρήσεων κλπ.), αποποιήθηκε τις προγραμματικές του δεσμεύσεις και τέθηκε στην υπηρεσία της αστικής πολιτικής, σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Εκείνο που είχε να κάνει η Αριστερά ήταν να πραγματώσει τον εαυτό της, να επιζητήσει την επικύρωση των λαϊκών τάξεων (και αυτό το απέδειξε το αντιμνημονιακό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015), και να αντιπαρατεθεί στο σύνολο των δυνάμεων, της ελληνικής αστικής τάξης και των οργάνων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που στέκονταν εμπόδιο στην υλοποίηση του στοιχειώδους ριζοσπαστικού της προγράμματος. Αντίστοιχα με ό,τι είχε συμβεί στα μέσα της δεκαετίας του 1940, όπου το πλειοψηφικό εαμικό κίνημα στάθηκε ανεπαρκές να πραγματώσει τον εαυτό του, να υλοποιήσει τους στόχους του ΕΑΜ, αποποιήθηκε τις επιδιώξεις της λαοκρατίας, της δημοκρατίας κλπ., και τέθηκε υπό την ηγεμονία και κυριαρχία της αστικής πολιτικής, ελληνικής και βρετανικής.
Το να λειτουργήσει η ελληνική Αριστερά στη διάρκεια των τελευταίων επτά δεκαετιών δύο φορές κατά τον ίδιο τρόπο αναίρεσης του εαυτού της, αυτό σημαίνει ότι οι επιπτώσεις από εδώ και πέρα θα είναι εξαιρετικά επώδυνες. Το να επιβάλεις δύο συνεχή μνημόνια μέσα σε μία μόνο χρονιά, από εκεί που ευαγγελιζόσουν την ακύρωση των μνημονίων, αυτό είναι ένα απύθμενου θράσους πολιτικό γεγονός που θα βαρύνει καίρια στην εξέλιξη του ελληνικού αριστερού κινήματος. Κι’ αυτό ακριβώς γιατί επρόκειτο για την ιστορική Αριστερά που αναλάμβανε την διακυβέρνηση της χώρας, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, για πρώτη φορά, και όχι για οποιονδήποτε άλλο σχηματισμό, και επιπλέον οι συνέπειές του βαρύνουν το σύνολο των αριστερών κομμάτων (ΚΚΕ, Ανταρσύα και Λαϊκή Ενότητα). Δεν πρόκειται μόνον για την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ολόκληρης της ελληνικής Αριστεράς.
Στη διάρκεια της πρώτης μνημονιακής διετίας (2010 – 12) καταγράφονταν μια ολοκληρωτική μαζική μετακίνηση εργαζομένων δυνάμεων της ιστορικής επιρροής της σοσιαλδημοκρατίας «προς τα αριστερά». Ολόκληρη αυτή η μεταστροφή κατευθύνθηκε στη Ριζοσπαστική Αριστερά γιατί επιδείκνυε μια λαϊκή συσπειρωτική δυναμική, τη στιγμή που το ΚΚΕ και η Ανταρσύα δεν κατόρθωσαν να συσπειρώσουν πολιτικά ούτε ένα μικρό μέρος αυτών των μετακινούμενων κοινωνικών δυνάμεων. Κατά συνέπεια η ευθύνη για τις μετέπειτα εξελίξεις δεν αφορούν μόνον την μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τους ίδιους τους κομμουνιστικούς σχηματισμούς της ελληνικής Αριστεράς, που επέδειξαν μια πρωτοφανών διαστάσεων ανικανότητα να επικοινωνήσουν και να συνδεθούν μ’ αυτές τις λαϊκές δυνάμεις. Αποδεικνύεται δυστυχώς ότι μετά από αυτό, μια τέτοια μοναδική για την Αριστερά ευκαιρία, φαίνεται ότι αυτοί οι δύο σχηματισμοί δεν θα κατορθώσουν σχεδόν ποτέ να διευρυνθούν και να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Συνεπώς η ευθύνη βαρύνει όχι μόνον τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΚΚΕ και την Ανταρσύα, που έλαμψαν δια της απουσίας τους στο καθοριστικό μεταίχμιο του καλοκαιριού του 2012, προτιμώντας να κλειδαμπαρωθούν στα κάστρα τους και στον απομονωτισμό τους.
Η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε προϊόν μιας απότομης βολονταριστικής «προδοσίας – κωλοτούμπας», αλλά απεναντίας προέκυψε ως αποτέλεσμα του γεγονότος της υπόκλισής του στην ελληνική αστική τάξη στην περίοδο που ήταν ήδη αξιωματική αντιπολίτευση (Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015). Στην πρώτη φάση ανάπτυξής του το κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, από την ίδρυσή του μέχρι το καλοκαίρι του 2012, λειτουργούσε ως εκφραστής μιας λαϊκής, αντινεοφιλελεύθερης, ριζοσπαστικής πολιτικής, που είχε στο επίκεντρό της την κατάργηση των μνημονίων. Μετά το 27% και την ανάδειξή του στην θέση του διεκδικητή της πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας, εντάχθηκαν μαζικά οι μικροαστικές δυνάμεις της διανοητικής εργασίας του ΣΥΝ, οι οποίες μέχρι τότε τον αντιμετώπιζαν με αδιαφορία, αν όχι με εχθρότητα (πανεπιστημιακοί, μηχανικοί, δικηγόροι, οικονομολόγοι κλπ.), οι οποίες διέπονταν από την πλειοψηφική πολιτική του μικροαστικού εκσυγχρονισμού της ανανεωτικής Αριστεράς του ΣΥΝ. Η εργατική τάξη, ενώ πλειοψηφικά στήριξε στο εκλογικό επίπεδο τον ΣΥΡΙΖΑ, προσδοκώντας την ακύρωση των μνημονίων, ήταν ο «μεγάλος απών» στη συγκρότηση και τη λειτουργία αυτού του κόμματος.
Επήλθαν έτσι δύο μετασχηματισμοί, αλληλένδετοι μεταξύ τους : Στο μεν επίπεδο της πολιτικής υπόστασης επιβλήθηκε η πολιτική του μικροαστικού εκσυγχρονισμού (φιλοευρωπαϊσμός, αναπτυξιολογία κλπ.) επί των δυνάμεων που διατηρούσαν μια στάση λαϊκού ριζοσπαστισμού. Στο επίπεδο δε της τακτικής, υιοθετήθηκε πλήρως η πολιτική του κυβερνητισμού και του εκλογικισμού, με την παράλληλη υπαγωγή των επιδιώξεων του ΣΥΡΙΖΑ στις κατευθύνσεις της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης (παραγωγική ανασυγκρότηση, εκσυγχρονισμός του κράτους κλπ.). Ήταν έτσι αυτό το τετελεσμένο γεγονός που επέβαλε στη συνέχεια την υπόκλιση στους θεσμούς της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, την αποδοχή της μνημονιακής πολιτικής, της πιστής εξυπηρέτησης των δανειστών, της δημοσιονομικής ασφυξίας, της πάση θυσία παραμονής στην ευρωζώνη κλπ. Ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε μια κοινοβουλευτική ομάδα με τους μισούς βουλευτές της ελληνικής βουλής, που στην συντριπτική τους πλειοψηφία αντιπροσώπευαν επίλεκτους εκπροσώπους του μικροαστικού εκσυγχρονισμού, που έκαναν αποδεκτή χωρίς αντιρρήσεις αυτή τη μετάλλαξη, τη στιγμή που οι οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις δεν διαδραμάτισαν κανέναν ρόλο.
Ένα σύγχρονο εγχείρημα της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, που τοποθετείται στο πεδίο της αντιμνημονιακής πολιτικής και διέπεται από μια αντικαπιταλιστική φυσιογνωμία, στην ανάπτυξη της παρέμβασής του, έχει να ξεπεράσει αυτές τις τρεις ζωτικού χαρακτήρα ήττες του κινήματος, των οποίων τα αποτελέσματα είναι παρόντα στη σημερινή συγκυρία : Πλήρης σύγχυση για το χειραφετητικό περιεχόμενο του σοσιαλιστικού οράματος, ισχυρή αποψίλωση και καθήλωση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, αναξιοπιστία και αφερεγγυότητα της αριστερής πολιτικής, εφόσον ήταν ο κύριος φορέας της που την έριξε στα τάρταρα και την έβαλε με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω. Έχουμε την επάρκεια, το σθένος και την αντοχή να στήσουμε εκ νέου τα πράγματα στα πόδια τους, αποκαθιστώντας το νόημα του σοσιαλισμού, ανατάσσοντας το εργατικό λαϊκό κίνημα, ξεπερνώντας την χρεοκοπημένη εμπειρία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ;