Έχοντας υπόψη μου το συγγραφικό έργο του αναπληρωτή καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου, Σπύρου Σακελλαρόπουλου, και ιδιαίτερα τα βιβλία του που αναφέρονται σε ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, και συμμεριζόμενος το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τα ζητήματα που αφορούν στην Κύπρο, πραγματικά ενθουσιάστηκα με την αναγγελία της κυκλοφορίας από τις εκδόσεις «Τόπος» του νέου του βιβλίου, «Ο κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός (1191-2004). Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση». Δεν το κρύβω πως παίρνοντας το βιβλίο στα χέρια μου, ήμουν ήδη θετικά προδιατεθειμένος και αυτή μου η προδιάθεση ένιωσα να δικαιώνεται με το πρώτο κιόλας ξεφύλλισμα του ογκώδους τόμου των 830 σελίδων.
Διαβάζοντας το βιβλίο, σκεφτόμουν πόσο χρήσιμο θα μπορούσε να είναι σε Ελλαδίτες και Κύπριους, αλλά και σε οποιονδήποτε άλλον θα ήθελε να έχει στη διάθεσή του μια εξαιρετικά επιμελημένη και γερά τεκμηριωμένη με πλήθος πηγών και βιβλιογραφικών και αρχειακών στοιχείων, μελέτη για την ιστορική διαδρομή της Κύπρου στο διάβα οχτώ αιώνων. Από την περίοδο που αποσπάστηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με την κατάκτησή της από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, μέχρι και σχετικά πρόσφατα, όταν τέθηκε το ζήτημα της αποδοχής ή μη του Σχεδίου Ανάν.
Η αφιέρωση του βιβλίου στη μνήμη των ιδρυτικών στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου, Χαράλαμπου Βατυλιώτη (Βάτη) και Κώστα Χριστοδουλίδη (Σκελέα), και του Τουρκοκύπριου Ντερβίς Καβάζογλου, μέλους της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, που μαζί με τον επίσης κομμουνιστή συνδικαλιστή Κώστα Μισιαούλη δολοφονήθηκε το 1965 από τρομοκράτες της τουρκοκυπριακής ΤΜΤ, δίνει σαφές το στίγμα του ιδεολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται το βιβλίο.
Από τα πρώτα κεφάλαια διαπιστώνεται η εμβριθής μελέτη της ιστορίας του νησιού, που δεν περιορίζεται, φυσικά, στην παράθεση γεγονότων, αλλά χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση των κοινωνικοοικονομικών όρων της ιστορικής διαδικασίας. Έτσι, έχει ξεχωριστή σημασία η ανάδειξη του χαρακτήρα των φεουδαρχικών παραγωγικών σχέσεων που επιβλήθηκαν στην Κύπρο με την φράγκικη κατάκτηση και στη συνέχεια με το πέρασμά της υπό ενετική κυριαρχία, οι οποίες αντικαταστάθηκαν, μετά από την οθωμανική κατάκτηση, το 1571, από τον κυρίαρχο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ασιατικό τρόπο παραγωγής.
Ιδιαίτερη και εκτενής αναφορά γίνεται στην αναβάθμιση της θέσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, που φαίνεται να ήταν ισχυρότερη από αυτήν που κατείχε η Εκκλησία, ως εκπρόσωπος του χριστιανικού μιλιέτ, στα άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας. Λειτουργώντας ως ο κύριος φοροσυλλεκτικός μηχανισμός, η Εκκλησία έφτασε στο σημείο να αποτελεί τμήμα του ευρύτερου κρατικού μηχανισμού, με εξουσία που σε κάποιες περιπτώσεις επεκτεινόταν εμμέσως ακόμη και επί της μουσουλμανικής μειονότητας του νησιού.
Αυτή η λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και η ανάδειξή της σε μεγάλο γαιοκτήμονα, οδηγούσε συχνά σε αντιδράσεις τους φτωχούς αγροτικούς πληθυσμούς, που δεν φαίνεται να ήταν λιγότερες ή πιο περιορισμένης έντασης από τις εξεγέρσεις χριστιανών, αλλά και μουσουλμάνων, κατά των άμεσων εκπροσώπων του οθωμανικού κράτους. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση, οι αντιδράσεις αυτές, που έπαιρναν και τη μορφή της ένοπλης σύγκρουσης, προκαλούνταν από την οικονομική αφαίμαξη των φτωχών αυτών πληθυσμών, μέσω της φορολόγησης.
Καθοριστική τομή στην ιστορία του νησιού αποτέλεσαν δύο σημαντικά γεγονότα του 19ου αιώνα. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η συγκρότηση του ελληνικού κράτους, που τροφοδότησε την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των Ελληνοκυπρίων, και η εκχώρηση του νησιού στη βρετανική κυριαρχία, το 1878.
Αποκλεισμένοι από την άμεση σχέση με την κρατική εξουσία, οι Τουρκοκύπριοι βρέθηκαν σε υποδεέστερη κοινωνική και οικονομική θέση απ’ αυτή των Ελληνοκυπρίων, από τις γραμμές των οποίων διαμορφώθηκε η αστική τάξη του νησιού, σε μια περίοδο κατά την οποία κυρίαρχος αναδεικνυόταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, παρόλο που στην Κύπρο η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού εξακολουθούσε να απασχολείται στην πρωτογενή αγροτική παραγωγή.
Από την έναρξη της βρετανικής κυριαρχίας και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, κύριο χαρακτηριστικό, παράλληλα με τα πρώτα στοιχεία ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, είναι η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης και των δύο κοινοτήτων του νησιού, η οποία, όπως ήταν φυσικό, τις έφερνε αντιμέτωπες ως προς την επιδίωξη του μέλλοντός του. Για τους Ελληνοκύπριους, στόχος ήταν η Ένωση με την Ελλάδα, που ενισχύθηκε μετά από την αντίστοιχη Ένωση της Κρήτης και την επέκταση του ελληνικού κράτους και σε άλλα, μέχρι τότε υπό οθωμανική κυριαρχία, εδάφη, κατά τη δεκαετία του 1910. Για τους Τουρκοκύπριους, επιδίωξη ήταν η διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας, στον βαθμό που θεωρούνταν ανέφικτη η επιστροφή του νησιού στην τουρκική κυριαρχία.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο διαμορφώνεται η ιστορία της Κύπρου στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ενώ ήδη κάνει την εμφάνισή του και το εργατικό και λαϊκό κίνημα, με εκφραστή το Κομμουνιστικό Κόμμα, για το οποίο η λύση του Κυπριακού Ζητήματος θα πραγματοποιούνταν με την κατάργηση της βρετανικής αποικιοκρατίας και τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου κυπριακού σοσιαλιστικού κράτους, ενταγμένου σε μια Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Επρόκειτο για έναν πολιτικό προσανατολισμό που δεν θα επιτρέψει στο Κ.Κ. Κύπρου να παρέμβει στην αντιαποικιακή εξέγερση του 1931, στην οποία ηγεμόνευσαν οι δυνάμεις της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης και της Εκκλησίας, παρά την αποδοκιμασία της από το ελληνικό κράτος.
Όπως είναι αυτονόητο, το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου (550 περίπου σελίδες) αναφέρεται στα πιο πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Οριακό σημείο ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς τότε και αμέσως μετά τίθεται ως άμεσος και εφικτός στόχος η Ένωση με την Ελλάδα. Και στην κατεύθυνση αυτή συναινεί πλέον και η κυπριακή Αριστερά, με εκφραστή το ΑΚΕΛ, μετεξέλιξη του ΚΚΚ, αν και με ταλαντεύσεις, που στοίχισαν στη δυνατότητά του να ανατρέψει την ηγεμονική θέση των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων και της Εκκλησίας.
Η αναφορά στα ιστορικά γεγονότα της δεκαετίας του 1950, με το Δημοψήφισμα υπέρ της Ένωσης, τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ, την αποχή του ΑΚΕΛ απ’ αυτόν, τις οξύτατες αντιπαραθέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και την παρέμβαση της Τουρκίας που σε κάθε περίπτωση αντιτασσόταν στην Ένωση του νησιού με την Ελλάδα, και τελικά την ανακήρυξη της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας με τις υπό νατοϊκή καθοδήγηση συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, συνιστά μια εξαιρετική συμβολή του Σακελλαρόπουλου στην κατανόηση του πλέγματος των πολλαπλών αντιθέσεων που καθιστούσαν ανέφικτη την επιδίωξη του ελληνοκυπριακού λαού.
Αξίζει στο σημείο αυτό να επισημανθεί η διαπίστωσή του ότι παρά τις διαφορετικές τους τοποθετήσεις, τα τρία κέντρα γύρω από τα οποία συσπειρώνονταν οι Ελληνοκύπριοι συνέβαλαν στον κοινό αγώνα: Η ΕΟΚΑ με την ένοπλη πάλη, η Εθναρχία (προσωποποιημένη στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο) με τους διπλωματικούς χειρισμούς και το ΑΚΕΛ με τις μαζικές αντιαποικιακές λαϊκές κινητοποιήσεις. Εντούτοις, είναι σαφές και αναμφισβήτητο ότι την ηγεμονία την είχαν οι συντηρητικές δυνάμεις, η στάση των οποίων έναντι της τουρκοκυπριακής μειονότητας –που στο μεγαλύτερο μέρος της είχε εμπράκτως συμμαχήσει με τους Βρετανούς αποικιοκράτες- όξυνε τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι επισημάνσεις του βιβλίου και για την επόμενη δεκαετία, όταν η αδυναμία λειτουργίας του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, λόγω του ανεφάρμοστου των όρων που έθεταν οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, οδήγησαν στα τραγικά γεγονότα του 1963-64, με τις εκατέρωθεν βιαιοπραγίες, τις σφαγές αμάχων, τους βομβαρδισμούς και τις απειλές στρατιωτικής επέμβασης από την Τουρκία κ.λπ. Και ιδιαίτερα σημαντική είναι η ανάλυση των διεθνών παραγόντων. Τόσο των δυτικών δυνάμεων (κυρίως των ΗΠΑ) που ενδιαφέρονταν για μια λύση που να ικανοποιεί Ελλάδα και Τουρκία, ώστε να μη διαρραγεί η ενότητα του ΝΑΤΟ στην περιοχή, έστω κι αν η λύση αυτή σήμαινε τη διχοτόμηση με τη μορφή της διπλής Ένωσης τμημάτων της Κύπρου με τις «μητέρες πατρίδες», όσο και της ΕΣΣΔ.
Τοποθετημένη υπέρ της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και στηρίζοντας την κυβέρνηση του Μακαρίου έναντι των τουρκικών προκλήσεων, η Σοβιετική Ένωση μετέβαλε σταδιακά την πολιτική της, προσανατολιζόμενη στην ανάπτυξη ιδιαίτερων σχέσεων με την Τουρκία, η οποία έδειχνε δυσαρεστημένη από την προθυμία των ΗΠΑ να αποδεχτούν ακόμη και ενδεχόμενη Ένωση του νησιού με την Ελλάδα, δίνοντάς της ως αντάλλαγμα κάποιο περιορισμένο τμήμα του. Ήταν φυσικό η ΕΣΣΔ να απορρίπτει την προοπτική νατοποίησης του νησιού, μέσω της όποιας μορφής διπλής Ένωσης. Κάτι που, όμως, ούτε η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία αποδεχόταν, με συνέπεια αλλεπάλληλες κρίσεις στις σχέσεις με το εθνικό κέντρο, την Αθήνα. Πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία σημαντικά τμήματα της όλο και περισσότερο ισχυροποιούμενης ελληνοκυπριακής αστικής τάξης επένδυαν το μέλλον τους στην ανεξαρτησία.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο γίνονται οι χειρισμοί του Κυπριακού από το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς στα 1967-74, που έρχεται συχνά σε αντιπαράθεση με την ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία, ενώ από το 1971, με την έναρξη της τρομοκρατικής δραστηριότητας της ΕΟΚΑ Β΄, το πλέγμα των αντιθέσεων προσλαμβάνει νέες, ακόμη πιο περίπλοκες, διαστάσεις.
Κατά τον Σακελλαρόπουλο και με την παράθεση πειστικών επιχειρημάτων, το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και η εισβολή του Αττίλα στη συνέχεια, δεν συνδέεται με κάποιο προκαθορισμένο σχέδιο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, όπως υποστηρίζεται κυρίαρχα από τις αριστερές, κυρίως, δυνάμεις σε Ελλάδα και Κύπρο. Εντούτοις, η πραγματοποίησή τους διαμόρφωσαν όρους τους οποίους αξιοποίησαν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, αναφερόμενα στις εξελίξεις μετά την εισβολή και τη ντε φάκτο διχοτόμηση, είναι επίσης εξαιρετικά διαφωτιστικά για το πλέγμα των αντιθέσεων που εμφανίζονταν στην εκάστοτε συγκυρία και την επιδίωξη επίλυσης του Κυπριακού μέσα από αδιέξοδα που παρεμβάλλονταν ακριβώς από αυτή την πληθώρα των δρώντων παραγόντων.
Στο πλαίσιο αυτό αντιμετωπίζεται και η απόπειρα επίλυσης μέσω του Σχεδίου Ανάν, το οποίο απέρριψε η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνοκυπριακού λαού. Σύμφωνα με τον Σακελλαρόπουλο, η υιοθέτησή του «θα αναπαρήγαγε, προς το δυσχερέστερο, παλαιά προβλήματα. Θα υπήρχε μία μεγάλη γραφειοκρατική δυσκαμψία λόγω της ύπαρξης τριών διαφορετικών κρατών, ενώ ορισμένοι μόνο πρόσφυγες θα επέστρεφαν και αυτοί σε βάθος χρόνου. Η πληθώρα, εξάλλου, δυνατοτήτων που θα είχαν οι Τ/κ, είτε από μόνοι τους είτε σε συνεργασία με τους αλλοδαπούς δικαστές, να δεσμεύουν τις λειτουργίες μιας σειράς σημαντικών οργάνων, θα αποσταθεροποιούσαν και τους υπόλοιπους θεσμούς».