Νέα δοκιμασία για τη συμμαχία Ουάσιγκτον – Ριάντ

αμερική

Παρά τις οξύτατες αντιδράσεις του Κογκρέσου για τη φρικτή δολοφονία ενός αρθρογράφου αμερικανικής εφημερίδας, αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ διεμήνυσε εξαρχής ότι δεν εννοεί να διαρρήξει τους δεσμούς με τους Σαούντ. Μάλιστα πρότεινε στο Ριάντ μια έξοδο κινδύνου πιθανολογώντας ότι ο Κασόγκι δολοφονήθηκε από «ανεξέλεγκτα στοιχεία», κι όχι με εντολή του θρόνου. Πολλοί έσπευσαν να αποδώσουν αυτή τη στάση στον κυνισμό ενός προέδρου που θέτει τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα υπεράνω των θεμελιωδών αξιών. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν υπήρξε η εξαίρεση, αλλά η συνέχεια μιας παράδοσης δεκαετιών.

Η ιστορία ξεκινά στις 14 Φεβρουαρίου του 1945. Μόλις τρεις μέρες μετά το τέλος της διάσκεψης της Γιάλτας, ο πρόεδρος Ρούζβελτ, παρά τη βαρύτατα κλονισμένη υγεία του (θα πέθαινε ύστερα από δύο μήνες), έσπευσε από τη Μαύρη Θάλασσα στη Διώρυγα του Σουέζ. Εκεί, στο κατάστρωμα του αμερικανικού καταδρομικού «Κουίνσι», έκλεισε άλλο ένα ιστορικό «ντιλ», αυτή τη φορά με τον Σαουδάραβα βασιλιά Ιμπν Σαούντ. Παρά την αγεφύρωτη αντίθεσή τους γύρω από το Παλαιστινιακό, οι δύο ηγέτες έβαλαν τις βάσεις της ιστορικής συμμαχίας που εξασφάλιζε φτηνό πετρέλαιο και στήριξη των αμερικανικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή, με αντάλλαγμα την ασφάλεια της σκοταδιστικής μοναρχίας. Μια ανίερη συμμαχία, που απέκτησε πρόσθετη σημασία το 1979, με την κατάρρευση της φιλοαμερικανικής δικτατορίας του Σάχη στο Ιράν και τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν.

Ο δεσμός Ουάσιγκτον – Ριάντ δοκιμάστηκε την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, όπου 15 από τους 19 αεροπειρατές ήταν Σαουδάραβες, όπως βέβαια και ο ίδιος ο Οσάμα μπιν Λάντεν. Παρά τη γενικευμένη κατακραυγή, η «κυβέρνηση πετρελαιάδων» Μπους – Τσένι και ΣΙΑ προστάτεψε ως κόρην οφθαλμού την ειδική σχέση με τους Σαούντ. Τα πράγματα άλλαξαν έως έναν βαθμό επί Μπαράκ Ομπάμα. Τον Απρίλιο του 2016, ο Δημοκρατικός πρόεδρος, με συνέντευξή του στο Atlantic, κατηγόρησε το Ριάντ ότι «υποστηρίζει τον σουνιτικό εξτρεμισμό» και του συνέστησε να έρθει σε συνδιαλλαγή με την Τεχεράνη. Τρεις μήνες αργότερα, αποχαρακτήρισε απόρρητα έγγραφα που πιστοποιούσαν χρηματοδότηση των αεροπειρατών της 11ης Σεπτεμβρίου από σαουδαραβικούς κύκλους. Ηδη από το 2015, η ιστορική συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα είχε εξαγριώσει τον βασιλικό οίκο των Σαούντ.

Στην προεκλογική εκστρατεία του 2016, ο υποψήφιος που είχε τις πιο σκληρές θέσεις απέναντι στο Ριάντ ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ, απειλώντας ακόμη και με εμπάργκο πετρελαϊκών εισαγωγών – ενώ η Χίλαρι Κλίντον υπερασπιζόταν την παραδοσιακή σχέση με το βασίλειο. Ωστόσο, μετά την εκλογή του επέλεξε το Ριάντ για το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό, όπου έκανε στροφή 180 μοιρών, υπογράφοντας συμφωνία-μαμούθ για αγορά αμερικανικών όπλων αξίας 110 δισ. δολαρίων. Επιπλέον, η Σαουδική Αραβία αποκτούσε πρόσθετη αξία στα μάτια του ως πολιορκητικός κριός για την ανατροπή του ιρανικού καθεστώτος.

Παράλληλα, ο γαμπρός του, Τζάρεντ Κούσνερ, επενδύει στη θερμή σχέση που έχει αποκαταστήσει με τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν για μια «λύση» του Παλαιστινιακού κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του Ισραήλ. Αυτό εξηγεί εν πολλοίς και την επίμονη προπαγάνδα όχι μόνο του Τραμπ, αλλά πολλών έγκυρων αμερικανικών μίντια, που εμφανίζουν τον πρίγκιπα διάδοχο ως «μεταρρυθμιστή» απλώς και μόνο επειδή επιτρέπει στις γυναίκες να οδηγούν  – ενώ ταυτόχρονα οδηγεί στις φυλακές τις ακτιβίστριες του γυναικείου κινήματος.

Η «σκακιέρα»

Γεγονός είναι ότι η τόσο αποτρόπαιη υπόθεση Κασόγκι ενίσχυσε στις Ηνωμένες Πολιτείες τις φωνές που πιέζουν για μια πιο ισορροπημένη πολιτική της χώρας τους στον Περσικό Κόλπο. Το Ιράν έχει κάθε λόγο να τρίβει τα χέρια του από αυτή την εξέλιξη.

Ο δεύτερος περιφερειακός παίκτης που μπορεί να προσδοκά οφέλη είναι, βέβαια, η Τουρκία. Ο Ταγίπ Ερντογάν ακολουθεί μια παμπόνηρη τακτική δύο ταχυτήτων στον χειρισμό της υπόθεσης Κασόγκι. Από τη μια πλευρά, αφήνει να διαρρέουν στον Τύπο ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που ενισχύουν την πίεση προς το Ριάντ και την Ουάσιγκτον, χωρίς όμως να δημοσιοποιεί αδιάσειστα ντοκουμέντα που θα τις στηρίζουν. Από την άλλη, ο ίδιος αποφεύγει να δείξει με το δάχτυλο τον θρόνο, αφήνοντας ανοιχτό στον Τραμπ το ενδεχόμενο μιας κυνικής συνδιαλλαγής, ώστε ναι μεν να πέσουν κάποια κεφάλια στο Ριάντ, αλλά να μη τεθεί σε κίνδυνο το ίδιο το καθεστώς.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, όμως, ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα ζητήσει ακριβά ανταλλάγματα για κάτι τέτοιο, αρχίζοντας από την οικονομία και φθάνοντας μέχρι τη Συρία και το Κουρδικό.

*Πηγή: Καθημερινή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας