Η δηλητηρίαση του ακτιβιστή της αντιπολίτευσης Alexei Navalny έχει καταστεί σε σημείο καμπής στις ρωσό-γερμανικές σχέσεις. Οι λεπτομέρειες του συμβάντος είναι σε μεγάλο βαθμό ασαφείς, αλλά αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι έχει οδηγήσει το Βερολίνο να λάβει μια κρίσιμη απόφαση για τη γερμανική εξωτερική πολιτική: δεν θα ακολουθήσει πλέον μια ειδική πολιτική έναντι της Ρωσίας. Το Βερολίνο δεν θα προσπαθεί να κατανοήσει τα κίνητρα της άλλης πλευράς ή να πιέσει για αμοιβαία κατανόηση και τουλάχιστον για τη βασική συνεργασία. Ούτε θα ενεργήσει ως διερμηνέας της ρωσικής πολιτικής γλώσσας ή θα αναλάβει να επικοινωνήσει τη θέση των συμμάχων της στη Μόσχα.
Αυτός ο ειδικός ρόλος τον οποίο διαδραμάτιζε η Γερμανία και η Καγκελάριός της τα τελευταία χρόνια, αποτελεί τώρα κομμάτι του παρελθόντος. Από τώρα και στο εξής, η Γερμανία θα έχει την ίδια στάση απέναντι στη Ρωσία όπως και όλες οι άλλες χώρες στη Δυτική Ευρώπη. Σε επίπεδο ρητορικής, αυτό θα σημαίνει αδιάκοπη αντίθεση από το Βερολίνο στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική του Κρεμλίνου, σκληρή κριτική σε συγκεκριμένα μέτρα που λαμβάνονται από τη Μόσχα, και ισχυρή αλληλεγγύη με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Στο οικονομικό επίπεδο, πολλοί τώρα αναμένουν την ακύρωση του project με τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2. Σε διπλωματικό επίπεδο, πιθανότατα θα δούμε έναν σημαντικό περιορισμό των επίσημων επαφών και πιθανώς αναστολή του διαλόγου σε κορυφαίο επίπεδο.
Είναι απίθανο ο Ρώσος πρόεδρος Putin να οραματίστηκε αυτή την εξέλιξη των γεγονότων όταν έδωσε άδεια ο Navalny να μεταφερθεί από την πόλη Ομσκ της Σιβηρίας στο Βερολίνο για θεραπεία. Αν μη τι άλλο, πιθανώς περίμενε από τη Γερμανίδα Καγκελάριο Angela Merkel να συνεργαστεί, και ότι η βοήθεια της Γερμανίας θα είχε αποτέλεσμα μια κοινή διέξοδο από ένα δυσάρεστο συμβάν χωρίς επιπλέον απώλειες στη φήμη της Ρωσίας.
Μπορεί κανείς να φανταστεί μόνο πώς αντέδρασε ο Putin στην ανακοίνωση της Merkel ότι ο Navalny είχε δηλητηριαστεί με το αέριο Novichok. Μαχαιριά στην πλάτη είναι η πιο ήπια αντίδραση που έρχεται στο μυαλό. Για τον Putin, οι προσωπικές του σχέσεις με ξένους ηγέτες έχουν μεγάλη σημασία για τον καθορισμό της εξωτερικής πολιτικής, και δεν θα ξεχάσει τις ενέργειες της Merkel.
Αυτό σημαίνει ότι το Βερολίνο όχι μόνο τελειώνει την εποχή που ξεκίνησε ο Γκορμπατσόφ, μιας σχέσης φιλικής για χρόνια με τη Μόσχα. Η Ρωσία ξεκινά επίσης ένα νέο κεφάλαιο. Πριν από 30 χρόνια, η γερμανική επανένωση φάνηκε να είναι όχι μόνο μια ιστορική συμφιλίωση, αλλά επίσης μια εγγύηση για μελλοντικές φιλικές σχέσεις και στενή συνεργασία μεταξύ δύο ανθρώπων και κρατών. Τώρα και αυτό επίσης, έχει γίνει μέρος του παρελθόντος.
Το παρόν εν τω μεταξύ, αρχίζει να απηχεί αυτό που είχε φανεί ότι ανήκει σταθερά στο παρελθόν. Η ρωσική πλευρά έχει εκφραστεί με θυμό, συγκρίνοντας τις κατηγορίες της Γερμανίας με την εμπρηστική επίθεση στο Reichstag από τους Ναζί, κάτι που τότε είχε αποδοθεί στην Κομιντέρν και στη Μόσχα. Το Κρεμλίνο είναι απίθανο να λάβει άμεσα κάποια δράση, αλλά από τώρα θεωρεί τη Γερμανία ότι ελέγχεται από τις ΗΠΑ.
Αυτό θα έχει συνέπειες για την επίλυση της σύγκρουσης στο Ντομπάς, καθώς και για την παρατεταμένη αντιπαράθεση μεταξύ διαδηλωτών και αρχών στη Λευκορωσία. Η αξία της συνεργασίας με το Βερολίνο και το Παρίσι σε αυτά τα θέματα –είτε σε επίπεδο σχηματισμού Νορμανδίας είτε διμερώς- μειώνεται, ενώ ο διάλογος με την Ουάσιγκτον για την Ουκρανία και τη Λευκορωσία έχει εδώ και καιρό μειωθεί σε έντονες προειδοποιήσεις και εξίσου σκληρές απαντήσεις.
Η κατάσταση γίνεται όλο και πιο απλή και πιο επικίνδυνη: η Ρωσία δεν έχει πλέον τίποτα να περιμένει από την Ευρώπη, και επομένως δεν αισθάνεται υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της την άποψη ή τα συμφέροντά της. Σε ό,τι αφορά στις ΗΠΑ, η Ρωσία έχει εδώ και καιρό εμπλακεί σε έναν μηδενικού αθροίσματος υβριδικό πόλεμο μαζί τους, στον οποίο απομένουν όλο και πιο λίγοι και λιγότερο ανασταλτικοί παράγοντες.
Η κατάρρευση της ειδικής σχέσης μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας είναι η τελευταία και η πιο σοβαρή σε μια σειρά πληγμάτων στη θέση της Ρωσίας στην Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια, τα σκάνδαλα υψηλού προφίλ σε διάφορες χώρες έχουν εξαλείψει τους κυρίαρχους πολιτικούς οι οποίοι είχαν την τάση να συνεργάζονται με τη Μόσχα: Οι προεδρικοί υποψήφιοι Dominique Strauss-Kahn και Francois Fillon στη Γαλλία, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης στην Ιταλία Matteo Salvini και ο αντι-Καγκελάριος Heinz-Christian Strache στην Αυστρία.
Σε άλλες χώρες –Ισπανία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο, Τσεχία, Σλοβακία και Νορβηγία- εκτέθηκαν ρωσικές συνωμοσίες ή κατάσκοποι, οδηγώντας σε ψύχρανση των σχέσεων με τη Ρωσία. Τέλος, η δηλητηρίαση του Sergei Skripal και της κόρης του στη βρετανική πόλη Salisbury είχε πραγματικά παγκόσμια επίπτωση.
Η αντίδραση στη Δύση ήταν στρατηγική: εκκαθάριση της επιρροής του εχθρού. Ως αποτέλεσμα, δεν έμεινε σχεδόν κανένα κράτος στην Ευρώπη του οποίου οι εξουσίες έχουν αρνητική ή ουδέτερα στάση στη Ρωσία. Κατά συνέπεια, η απόφαση της Merkel να αφήσει την τύχη του Nord Stream 2 να αποφασιστεί σε επίπεδο ΕΕ, φαίνεται σαν θανατική ποινή για το project.
Παρά τα σκάνδαλα και άλλα εμπόδια, τα βασικά συμφέροντα τόσο της Ευρώπης και της Ρωσίας, απαιτούν συντονισμό και συνεργασία. Αυτά τα περιοδικά σκάνδαλα δεν υπερισχύουν αυτών των συμφερόντων. Απλώς κάποιες φορές τα “πνίγουν”. Για τον λόγο αυτό, είναι κρίσιμο να διατηρηθούν υπό έλεγχο τα συναισθήματα και να αποκτήσουμε μια ευρύτερη εικόνα.
Όλοι στην ευρωατλαντική περιοχή πρέπει να θυμούνται ότι η ρωσό-γερμανική συμφιλίωση είναι ένας κρίσιμος πυλώνας της ευρωπαϊκής ασφάλειας: τίποτα λιγότερο από ένα σύγχρονο θαύμα, αν λάβει κανείς υπόψη τις πληγές της ναζιστικής επιθετικότητας, την τεράστια κλίμακα καταστροφής και τα πολλά εκατομμύρια ζωών που χάθηκαν.
Η επιστροφή της ρωσό-γερμανικής εχθρότητας δεν θα ενισχύσει το ΝΑΤΟ, καθώς οι αυξημένοι κίνδυνοι της αντιπαράθεσης μπορεί να φέρουν νέες διαιρέσεις. Η Γερμανία ενδεχομένως να εκπληρώσει την υποχρέωσή της για αύξηση των αμυντικών δαπανών ταχύτερα, αλλά αυτές οι δαπάνες δεν θα ενισχύσουν την ευρωπαϊκή ασφάλεια εν μέσω ασταθούς γεωπολιτικών περιορισμών. Οι χώρες στην πρώτη γραμμή θα ανταποκριθούν στη φήμη τους. ούτε υπάρχει κάποιος λόγος να υπολογίζουμε πάρα πολύ στην εξωτερική βοήθεια ή στην πυρηνική αποτροπή. Η τελευταία είναι απλώς εγγύηση καταστροφής, όχι σωτηρίας.
Οι ρωσό-γερμανικές σχέσεις έχουνε επιδεινωθεί εδώ και μια δεκαετία. Είναι μη ρεαλιστικό να νομίζουμε ότι μπορεί να αποκατασταθούν σε μια εταιρική σχέση στο προσεχές μέλλον, αλλά υπάρχει ακόμη ευκαιρία η σχέση να σταματήσει από το να μετατραπεί σε έχθρα.
Για να το πετύχει αυτό, η Ρωσία χρειάζεται να κατεβάσει λίγο τους τόνους της ρητορικής της, να διεξάγει μια διεξοδική έρευνα για το τι ακριβώς συνέβη στον Navalny όσο βρισκόταν σε ρωσικό έδαφος, και να αναπτύξει μια λεπτομερή και καλά τεκμηριωμένη θέση προτού συζητήσει το θέμα στον Οργανισμό για την Απαγόρευση Χημικών Όπλων.
Αυτή η θέση πρέπει να είναι αξιόπιστη, πάνω από όλα για το ρωσικό δημόσιο. Η προσέγγιση του “δεν γνωρίζουμε τι συνέβη αλλά έχουμε δεκάδες εκδοχές για το τι μπορεί να συνέβη”, δεν λειτούργησε στη δολοφονία του Alexander Litvinenko, στην κατάρριψη του ΜΗ17 ή στη δηλητηρίαση του Skripal, και δεν θα λειτουργήσει στην περίπτωση του Navalny.
Σε ό,τι αφορά στη σχέση με το Βερολίνο, θα ήταν καλύτερα να γίνει ένα time-out. Ας αφήσουμε τους Γερμανούς να αποφασίσουν μόνοι τους εάν θα χρειαστούν άλλον έναν αγωγό αερίου από τη Ρωσία ή όχι.
Μετά από λίγο, το ερώτημα πρέπει να ανανεωθεί για να επιτευχθεί αμοιβαία κατανόηση με τη Γερμανία σε μια νέα βάση: αυτή των σχέσεων γειτονίας, της προβλεψιμότητας και του αμοιβαίου συμφέροντος. Για τη Μόσχα, το πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη είναι να μην χάσει τη Λευκορωσία όπως έχει χάσει την Ουκρανία. Και να καταστήσει σαφές ότι ο Putin δεν έχει εσφαλμένη εντύπωση για τους Λευκορώσους –ή για το θέμα αυτό, και για τους Ρώσους.
*Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://carnegie.ru/commentary/82713