Μετά από μια βαθειά κρίση υπερσυσσώρευσης (2008 – 2015), που προκάλεσε εκατοντάδες εκκαθαρίσεις επιχειρήσεων, εκατοντάδες χιλιάδες απώλειες θέσεων εργασίας, και την καταστροφή σημαντικών παγίων κεφαλαίων, και αφού επωφελήθηκε από την εφαρμογή συνεχών μνημονιακών πολιτικών, ο ελληνικός καπιταλισμός έχει ανακάμψει την τελευταία διετία, πρωτίστως από την άποψη της εξασφάλισης μιας επαρκούς κερδοφορίας στην πλειονότητα των επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας, σε σχέση με την κυριαρχία των ζημιογόνων αποτελεσμάτων στην πρώτη περίοδο της κρίσης. Έτσι στη σημερινή συγκυρία, όπου διαπιστώνει ότι ναι μεν έχει αποφύγει τον καταποντισμό του, ωστόσο όμως χωρίς να έχει επιτύχει μια σοβαρή αναπτυξιακή ώθηση, επιχειρεί να θέσει τους όρους της πολιτικής του μέσα από την διατύπωση μιας «εθνικής στρατηγικής για την απασχόληση», όπερ εστί μεθερμηνευόμενο να απαιτήσει την συνέχιση και εμβάθυνση της εφαρμογής ενός εργασιακού μοντέλου που έχει προκύψει από μια διαχείριση της κρίσης που έγινε προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της μισθωτής εργασίας.
Η ενοχοποίηση της εργασίας για την καπιταλιστική κρίση
Μ’ αυτή την έννοια ο σημερινός ΣΕΒ αναπτύσσει μια παρέμβαση όπως εκφράζεται από την αρθρογραφία και τις συνεντεύξεις του προέδρου του, που επιχειρούν να καθορίσουν τη στάση του επιχειρηματικού κεφαλαίου απέναντι στις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις [ Θεόδωρος Φέσσας «Εμπρός για μια εθνική στρατηγική για την απασχόληση», Εφημερίδα Συντακτών 27-29 / Οκτωβρίου / 2017 και επίσης Θεόδωρος Φέσσας «Δεν θα βγούμε από την κρίση από την ίδια πόρτα που μπήκαμε», Οικονομική Καθημερινή 28-29 / Οκτωβρίου/ 2017 ]. Σ’ αυτές τις τοποθετήσεις η ηγεσία του βιομηχανικού κεφαλαίου, υπό το πρόσχημα της έγνοιας και της κοινωνικής της φροντίδας για την στήριξη και ενίσχυση της απασχόλησης της ελληνικής εργατικής τάξης, που έχει πληγεί όσο καμία άλλη στην Ευρώπη από την υπερμεγέθη ανεργία και τη μετανάστευση, ουσιαστικά επιδιώκει να σταθεροποιήσει τις συνέπειες των μνημονίων στις εργασιακές σχέσεις, να τις νομιμοποιήσει και να τις μονιμοποιήσει, αλλά και να επιφέρει νέες μεταλλάξεις σε ένα κοινωνικό σώμα που έχει υποστεί συντριπτικά πλήγματα , που δεν έχουν προηγούμενο σε κοινοβουλευτική δημοκρατία εν καιρώ ειρήνης.
Διαπιστώνει έτσι ευθύς εξ αρχής ότι η «δύσκαμπτη αγορά εργασίας του 2009 ήταν μέρος του προβλήματος που μας οδήγησε στη χρεοκοπία και όχι μέρος της λύσης». Γι’ αυτό άλλωστε κρίνει ότι «η επιστροφή στο καθεστώς εργασιακών ρυθμίσεων που ίσχυε πριν από την κρίση είναι μια ανιστόρητη ουτοπία». Κι’ όλα αυτά όταν ήδη επί δύο συνεχόμενες δεκαετίες κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού στην ελληνική πολιτική σκηνή (1990 – 2010) οι εργασιακές σχέσεις είχαν ήδη υποστεί ισχυρές μεταμορφώσεις, όπως η νομιμοποίηση και γενίκευση της μερικής και προσωρινής απασχόλησης με την προώθηση της τότε «ελαστασφάλειας», και όταν το κοινωνικό ασφαλιστικό σύστημα είχε δεχθεί τις ανατροπές που είχαν επιβάλλει οι νόμοι Σιούφα της ΝΔ και Ρέππα του ΠΑΣΟΚ, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και του 2000 αντίστοιχα. Όταν η ελληνική κοινωνία ήταν η μοναδική σε ευρωπαϊκό επίπεδο που στερούνταν Κώδικα Εργασίας, που να συστηματοποιεί τις στοιχειώδεις προστατευτικές διατάξεις του Εργατικού Δικαίου.
Και από την άλλη πλευρά επιχειρεί να συσκοτίσει τις πραγματικές οικονομικές αιτίες της κρίσης, αποδίδοντάς την στην «εργασιακή δυσκαμψία», όταν είναι από όλες τις πλευρές γνωστό ότι η κρίση προήλθε από την σταθερή μείωση του ποσοστού κέρδους ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής καπιταλιστικής παραγωγής, από την πτώση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου, από την αδυναμία σημαντικών μερίδων των επιχειρήσεων να μπορούν να αναπαραχθούν με όρους κερδοφορίας, συσσωρεύοντας απεναντίας σημαντικά ζημιογόνα αποτελέσματα. Και μήπως σ’ αυτή την περίπτωση το βιομηχανικό και εμπορικό κεφάλαιο ενδιαφέρθηκαν για την διατήρηση της απασχόλησης των εργαζομένων; Απεναντίας έθεσαν σε κίνηση τους εκκαθαριστικούς μηχανισμούς της κρίσης υπερσυσσώρευσης προκαλώντας την καταστροφή των ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων. Άλλωστε η χρεοκοπία της χώρας, που οδήγησε στην υιοθέτηση των μνημονιακών πολιτικών δεν είχε στην αφετηρία της παρά τον υπέρμετρο δανεισμό της ελληνικής αστικής τάξης, που και αυτός προερχόταν, μεταξύ των άλλων, από τις φοροαπαλλαγές και τα κίνητρα προς το επιχειρηματικό κεφάλαιο.
Επιπρόσθετα προβάλλεται ο πάγιος ισχυρισμός ότι η «πορεία των μισθών πρέπει να συνδέεται και να εξαρτάται από την πορεία της παραγωγικότητας της εργασίας … από την επιχειρηματική απόδοση και την επιχειρηματική μεγέθυνση, πέρα και πάνω από τον στενό προσδιορισμό του κατώτατου μισθού». Μια τέτοια επίκληση έχει κυριολεκτικά μυθολογικά χαρακτηριστικά, που αγνοούν τα δεδομένα των οικονομικών εξελίξεων όλες τις τελευταίες δεκαετίες, μετά την «χρυσή εποχή» του ευρωπαϊκού καπιταλισμού (μέσα δεκαετίας 1950 – μέσα δεκαετίας 1980), ότι δηλαδή το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός από εκεί και μέχρι σήμερα σε διεθνές επίπεδο, και που υποσκάπτει τον καπιταλιστικό δυναμισμό της οικονομίας είναι η σταθερή πτώση των κερδών της παραγωγικότητας της εργασίας. Τόσο το επίπεδο της ετήσιας ανάπτυξης όσο και η παραγωγικότητα της εργασίας, καθώς και το κατά κεφαλήν εισόδημα καταγράφουν μια καθοδική πορεία από το 1960 μέχρι το 2015. Κι’ αυτά γιατί, πράγματα που αποτελούν στοιχειώδεις επιστημονικές διαπιστώσεις της μαρξιστικής θεωρίας, η κρίση προέρχεται από την μείωση του ποσοστού κέρδους και από την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου [ Μισέλ Χιουσόν «Δέκα Χρόνια κρίσης …και μετά ο Μακρόν»,Defend Democracy Press ].
Κέρδη παραγωγικότητας και κατακρήμνιση της εργασίας
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο σύγχρονος φιλελευθερισμός, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ελληνικό επίπεδο, προσφεύγει πλέον συστηματικά στην συνεχή μείωση των μισθών, δηλαδή του μεταβλητού κεφαλαίου της καπιταλιστικής παραγωγής. Είναι η πτώση του ποσοστού των εργατικών αμοιβών στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν από το 54,5 % στο 50,5% [ με βάση τους ίδιους τους υπολογισμούς του ΔΝΤ του Απριλίου 2017 για την περίοδο 1970 – 2014 ], που έχει κατορθώσει να αυξήσει το ποσοστό κέρδους στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά 50% μεταξύ 1980 και 2015, και έχει σχεδόν διπλασιάσει αυτό το ποσοστό κέρδους στις Ηνωμένες Πολιτείες στην ίδια περίοδο. Κατ’ αυτό τον τρόπο λειτούργησε και ο Λεβιάθαν του ελληνικού καπιταλισμού στην επταετία των μνημονίων, δηλαδή καταργώντας την λειτουργία των συλλογικών συμβάσεων και των αντίστοιχων αμοιβών (Φεβρουάριος 2012), επιφέροντας ριζική μείωση του κατώτατου μισθού και των αντίστοιχων επιδομάτων ανεργίας, αποψιλώνοντας χωρίς όρια τις συντάξεις, με αποτέλεσμα ο εταιρικός τομέας της οικονομίας ( = 22.500 ελληνικές ιδιωτικές επιχειρήσεις ) να περάσουν από συνολικές ζημίες των 10 δισεκ. ευρώ το 2010 σε συνολικά κέρδη 13 δισεκ. ευρώ το 2015.
Δεν είναι δηλαδή η αύξηση των κερδών της παραγωγικότητας της εργασίας που αποκατέστησε την κλονισμένη κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου, αλλά αντίθετα η προσφυγή στην εφαρμογή εξαγωγής μορφών απόλυτης υπεραξίας (υποαπασχόληση, εντατικοποίηση, υπεραπασχόληση, κατεδάφιση εργατικών δικαιωμάτων, προσωρινή εργασία κλπ.). Κι’ είναι ακριβώς αυτό που επιδιώκει να διασφαλίσει τη μονιμοποίησή του ο ΣΕΒ : Την κατάργηση της ισχύος των όποιων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων και την υπερίσχυση των επιχειρησιακών (όπου η θέση των μισθωτών εργαζομένων είναι ευάλωτη απέναντι στον εργοδοτικό δεσποτισμό), όπως άλλωστε έπραξε η γαλλική προεδρία του Εμμανουέλ Μακρόν με τα πέντε προεδρικά διατάγματα του Σεπτεμβρίου 2017 που αποδεκάτισαν τον γαλλικό Κώδικα Εργασίας [ Σχετικά Οικονομία και Πολιτική, Δεκέμβριος 2014 «Το νομοσχέδιο Μακρόν ή πώς να οικοδομηθεί μια υπέρ – φιλελεύθερη Γαλλία» ] . Και προφανώς η κατάργηση της μονομερούς δυνατότητας προσφυγής των εργατικών οργανώσεων στη διαιτησία του ΟΜΕΔ, με δεδομένο ότι η εξαιρετικά υψηλή ανεργία εξασθενεί τα μέγιστα την διαπραγματευτική ισχύ της εργατικής τάξης.
Παράλληλα, η ευελιξία της εργασίας αναγορεύεται πλέον σε κανόνα της αγοράς εργασίας εφόσον αυτή «δεν μπορεί αμέριμνη να αναπολεί την οργάνωση της εργασίας στα πρότυπα του προηγούμενου αιώνα, πράγμα που είναι μια αυταπάτη». Και άλλωστε για την «αναδιάρθρωση μιας μεγάλης μερίδας προβληματικών επιχειρήσεων η ευελιξία αποτελεί κρίσιμο παράγοντα επιβίωσής τους και διάσωσης θέσεων εργασίας». Σ’ αυτή την περίπτωση ακολουθείται το πρότυπο της εργασιακής μετάλλαξης Γκέρχαρντ Σρέντερ του γερμανικού SPD, το οποίο με την Ατζέντα 2010 και τα νομοθετήματα Χάρτζ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV (2003 – 2005), θεσμοθέτησε τα Minijobs και τα Midijobs με μηνιαίες αποδοχές ύψους 400 και 850 ευρώ αντίστοιχα, ωθώντας τα εκατομμύρια των ανέργων σ’ αυτά και έτσι αποκρύπτοντας το πραγματικό ποσοστό της ανεργίας, και ταυτόχρονα καθιερώνοντας πρακτικές απασχόλησης που καταργούν οριστικά την εργασιακή κανονικότητα [ Αναλυτικά Ολιβιέ Συράν «Η κόλαση του γερμανικού θαύματος» Μοντ Ντιπλοματίκ, Σεπτέμβριος 2017 ] . Ακριβώς όπως δηλαδή ο υπεύθυνος ευρωπαϊκών υποθέσεων του κινεζικού υπουργείου εμπορίου, που με αφορμή την εξαγορά γαλλικών επιχειρήσεων από κινεζικά κεφάλαια, διακήρυσσε «Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί κανείς να διατηρεί τις λεγόμενες κοινωνικές κατακτήσεις. Πρέπει οι γάλλοι να αντιληφθούν ότι δεν υπάρχουν πλέον δωρεάν γεύματα» [ Μαρτίν Μπυλάρ « Νόμος Μακρόν , η επιλογή του πάντοτε λιγότερα», Μοντ Ντιπλοματίκ, Απρίλιος 2015 ].