Ολοκληρώνονται σήμερα οι εργασίες της λεγόμενης Διάσκεψη για την Ειρήνη και την Ευημερία στο Μπαχρέιν, που εντάσσεται στις προσπάθειες των ΗΠΑ για την εδραίωση και νομιμοποίηση της σιωνιστικής κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών.
Η κυβέρνηση Τραμπ θέλει να περιορίσει τη λύση του Παλαιστινιακού ζητήματος στην προσφορά οικονομικής βοήθειας από τις αραβικές χώρες για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του παλαιστινιακού λαού, υπό τον ζυγό της ισραηλινής κατοχής, ώστε να επιβάλει το σχέδιο της, έχοντας προηγουμένως προβεί στην παράνομη αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, παραβιάζοντας κατάφωρα το διεθνές δίκαιο και όλα τα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.
Αντιτιθέμενοι στη Διάσκεψη δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές κινητοποιήθηκαν χθες στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη, όπου συγκρούστηκαν με ισχυρές ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά και στη Βηρυτό και άλλες αραβικές πόλεις. Συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε και στην Αθήνα, έξω από την πρεσβεία των ΗΠΑ, ενώ νέα συγκέντρωση έχει εξαγγελθεί και για σήμερα στις 6 μ.μ.
Η Διάσκεψη πραγματοποιείται από χθες, Τρίτη, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, με προσκεκλημένους συμμάχους τους στην περιοχή (Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος, Μαρόκο, Ιορδανία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) και επίσης αντιπροσωπείες από την Ε.Ε., το ΔΝΤ κ.ά. και αφορά το οικονομικό σκέλος του λεγόμενου “ειρηνευτικού σχεδίου”, που στην πραγματικότητα διαιωνίζει την ισραηλινή κατοχή, την οποία οι ΗΠΑ στηρίζουν ποικιλόμορφα.
Οι Αμερικανοί κάνουν λόγο για “οικονομικές ευκαιρίες που μπορεί να δημιουργήσει για τους Παλαιστίνιους η προσέλκυση επενδύσεων ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε μία περίοδο δέκα ετών”. Βεβαίως, ακόμα και αν αυτό γινόταν, δεν θα ήταν σε όφελος των λαών, αλλά συγκεκριμένων καπιταλιστών και ομίλων. Επίσης, κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι λείπει το βασικό ζήτημα του τερματισμού της κατοχής. Γι’ αυτό το γεγονός η παλαιστινιακή ηγεσία μποϊκοτάρει την εν λόγω συνάντηση.
“Έχουμε ανάγκη οικονομικής υποστήριξης, πόρων και βοήθειας, αλλά πριν απ’ όλα χρειάζεται πολιτική λύση”, δήλωσε ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούτ Αμπάς, προβλέποντας ότι η διάσκεψη είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
“Αρχίστε από την άρση του αποκλεισμού της Γάζας, από τον τερματισμό της αρπαγής της γης μας από το Ισραήλ, των πόρων μας και των χρημάτων μας, δώστε μας την ελευθερία κίνησης και τον έλεγχο των συνόρων μας, του εναέριου χώρου μας, των χωρικών μας υδάτων… και στη συνέχεια φροντίστε να στήσετε μία δυναμική και εύρωστη οικονομία για εμάς, ως ελεύθερο και κυρίαρχο λαό”, είπε από την πλευρά της η Χανάν Ασράουι, σύμβουλος του Παλαιστίνιου προέδρου.
Την ίδια ώρα που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους προκλητικά στηρίζουν την ισραηλινή κατοχή, μεταφέρουν την πρεσβεία τους στην Ιερουσαλήμ, που την αναγνωρίζουν ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, στην πολύπαθη Γάζα και τη Δυτική Όχθη η κατάσταση για τον παλαιστινιακό λαό είναι αβίωτη. Η ανεργία είναι στο 52% και 30% αντίστοιχα (με βάση τα επίσημα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας) και η συντριπτική πλειοψηφία επιβιώνει με ελάχιστους πόρους και τις δωρεές διαφόρων δυνάμεων, που για τις δικές τους σκοπιμότητες και συμφέροντα στο όνομα της θρησκείας εμφανίζονται ως …φιλάνθρωποι.
Πάντως, χαρακτηριστικές του περιεχομένου και της κατεύθυνσης της αμερικανικής παρέμβασης είναι οι δηλώσεις του συμβούλου του Λευκού Οίκου Τζάρεντ Κούσνερ κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στο τηλεοπτικό δίκτυο Αλ Τζαζίρα. Ο Κούσνερ παραδέχθηκε ότι το σχέδιό του για την επίτευξη ισραηλινοπαλαιστινιακής ειρηνευτικής συμφωνίας δεν βασίζεται στην αραβική ειρηνευτική πρωτοβουλία.
Η αραβική πρωτοβουλία ειρήνης προβλέπει τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα που ίσχυαν πριν από τον πόλεμο των έξι ημερών το 1967, με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ, ενώ αναγνωρίζει το δικαίωμα των προσφύγων να επιστρέψουν στα εδάφη τους. Το Ισραήλ απορρίπτει και τα δύο σημεία.
“Νομίζω όλοι πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι εάν κλειστεί ποτέ συμφωνία, δεν θα βασίζεται στο περίγραμμα της αραβικής πρωτοβουλίας ειρήνης. Θα βρίσκεται κάπου μεταξύ της αραβικής ειρηνευτικής πρωτοβουλίας και της ισραηλινής θέσης”, είπε ο γαμπρός του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ κατά τη διάρκεια συνέντευξης.