Ανθρωπομονάδες και ποιότητα ζωής
Ένα αντιμανιφέστο για τις ανθρωπομονάδες, τη δημιουργική απασχόληση και εργασία και την ακριβή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου είναι η εισήγηση του Μίκη Θεοδωράκη στο Συνέδριο «Ελεύθερων Καλλιτεχνών» της Δυτικής Γερμανίας, στο Τύμπινγκεν το 1987.
Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη πρόταση ζωής, ένα κείμενο σπαρακτικά διαχρονικό και επίκαιρο που αφορά στις σύγχρονες κοινωνίες.
Οι αρχές τις οποίες επεξεργάζεται θα μπορούσαν να γίνουν ένα πανίσχυρο όπλο ενάντια στη φτωχοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ενσυναίσθησης αλλά και στην ισχυροποίηση των εργαζομένων που τολμούν να διεκδικήσουν καλύτερες εργασιακές σχέσεις και την ποιότητα ζωής που δικαιούνται.
Σύμφωνα με αυτό, η ανθρώπινη ενέργεια μπορεί να μετρηθεί τόσο σε πνευματικό όσο και σε βιολογικό και ψυχικό επίπεδο με τις ανθρωπομονάδες οι οποίες άλλοτε μπορεί να μειωθούν και άλλοτε να αυξηθούν ρυθμίζοντας τις κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις των πολιτών στην καθημερινότητα αλλά και εν γένει στη ζωή τους και αυτό είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Και τελικά η ύπαρξή τους δεν καθορίζει μόνο τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, επιδρά στα δικαιώματα τους, υπαγορεύει τις ελευθερίες τους, τις δυνατότητες που παρουσιάζουν και εν τέλει τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις τους.
Οι ανθρωπομονάδες μπορούν να αυξηθούν όντας ο άνθρωπος σε καθεστώτα δημοκρατίας και όσο το μορφωτικό επίπεδο αυξάνεται. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι οι ιστορικές περίοδοι στις οποίες ζει ο σημερινός άνθρωπος αλλά και οι κοινωνικές συνθήκες τόσο στον καπιταλισμό όσο και στον σοσιαλισμό δεν παρέχουν στον άνθρωπο αρκετές ανθρωπομονάδες για την εξασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ουσιαστικά απαιτούν την κατανάλωση περισσότερων από όσες δίνουν με αποτέλεσμα τη διαρκή καταβύθιση της ποιότητας ζωής του πολίτη.
Στις καπιταλιστικές κοινωνίες ο άνθρωπος «αιχμαλωτίζεται» κυριολεκτικά στη δίνη που δημιουργούν οι υλικές ανάγκες που υπαγορεύει ο υπερκαταναλωτισμός και η διαφήμιση σε συνδυασμό με τις διαμορφωμένες εργασιακές σχέσεις ενώ στις σοσιαλιστικές η ανθρώπινη ενέργεια ελαττώνεται εξαιτίας της υποταγής σε έναν Γενικό νόμο που διαμορφώνει ηθικούς καταναγκασμούς. Και στις δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος καταλήγει ηθικά, ψυχικά και σωματικά κουρασμένος, αποστεγνωμένος από την προσπάθεια ανάληψης πρωτοβουλιών και αποφάσεων, άδειος συναισθηματικά και ανήμπορος να μετουσιώσει σε οίστρο ζωής τη φαντασία του και να δημιουργήσει.
Η αναθεώρηση των εργασιακών σχέσεων είναι ένας σταθμός στη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα αντιστρέψουν αυτή την πορεία. Οι σχέσεις υποταγής που διαμορφώνουν εν τέλει τη βία είναι εκ προοιμίου σχέσεις πρωτόγονες και «εξαφανίζουν μέσα από τους πολίτες τις αναγκαίες ανθρωπομονάδες για να απολαύσουν τη ζωή τους. Για να επικοινωνήσουν δημιουργικά με τους άλλους, με τη φύση, με τη ζωή, με την πνευματική δημιουργία και έτσι να ολοκληρωθούν σαν άνθρωποι και να ευτυχήσουν».
Επειδή οι άνθρωποι τελικά «αδειάζουν, οπότε οδηγούνται στον θάνατο του πολιτισμού», μακριά από την Τέχνη», απαραίτητη ανάσα ζωής του ανθρώπου, η οποία, «αν δεν γίνουν ριζικές αναθεωρήσεις, αλλαγές στην οργάνωση της ζωής μας, είναι βέβαιο ότι η Τέχνη δεν θα έχει κανένα λόγο ύπαρξης. Γιατί η Τέχνη προϋποθέτει διάλογο. Ο διάλογος εκπορεύεται από την ανάγκη του δημιουργού να εκφραστεί με αισθητικά μέσα καθώς και την ανάγκη του λαού να αποδεχθεί αυτές τις αισθητικές προτάσεις σαν τροφή του ψυχικού και πνευματικού του κόσμου. Όταν όμως αυτός ο κόσμος πάψει να υπάρχει, θα σταματήσει παράλληλα και η αναγκαιότητα μιας τέτοιας επικοινωνίας».
Η ανάγκη ενστερνισμού μιας νέας κουλτούρας «που θα γεμίσει το χάσμα που γεννά μέσα μας η σημερινή κατάσταση» είναι μεγάλη και αδήριτη καθώς ο πολίτης μάχεται να επιβιώσει και ξεχνά να απολαύσει τη ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις.